Κριτική: Ηλίας Μαγκλίνης – Είμαι όσα έχω ξεχάσει [Εκδόσεις Μεταίχμιο]

Μπορεί η μνήμη να επουλώσει τις πληγές του παρελθόντος; Αρκεί μία εξήγηση για να συγχωρέσει ένας γιος τα λάθη του πατέρα του;

Ο Ηλίας Μαγκλίνης στο βιβλίο του Είμαι όσα έχω ξεχάσει μάς συστήνει την οικογένειά του και το ταραγμένο παρελθόν της. Μπλέκοντας την ιστορία με το προσωπικό βίωμα, την αυτοβιογραφία με τη μυθοπλασία, μας καθιστά κοινωνούς της προσπάθειάς του να υφάνει τον γενεαλογικό του ιστό και να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα που χρόνια τον βασανίζουν. 

Ο παππούς του, Νίκος, δολοφονείται στις 24 Ιανουαρίου 1944 και νεκρός μεταφέρεται πάνω σε μία πόρτα στο σπίτι του. Το θέαμα αυτό θα σοκάρει και θα στιγματίσει τον έφηβο τότε πατέρα του συγγραφέα, Κώστα. Ο θάνατος του Νίκου θα είναι παρών σε όλη τη ζωή του Κώστα  -χωρίς ωστόσο να αναφέρεται κανείς ρητά ποτέ σε αυτό- σαν μια υπενθύμιση του παρελθόντος, σαν ένα βαρίδιο, σαν μια πληγή. Ο αφηγητής καταλαβαίνει το βάρος του πατέρα του κι αποφασίζει να ρίξει φως στο παρελθόν κυρίως γιατί θέλει να κατανοήσει το παρόν. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βουτάει λοιπόν στο παρελθόν και ανασύρει σπαράγματα της μνήμης που τον οδηγούν σε αποκαλύψεις. Εμφύλιος πόλεμος, δολοφονίες, δολοπλοκίες, δωσίλογοι και όλη η ιστορία της περασμένης και πονεμένης Ελλάδας ιδωμένη μέσα από τις πληγές της οικογένειας του αφηγητή, ο οποίος γεμίζει τα κενά της ιστορία της οικογένειάς του συνομιλώντας με τη θεία του, την αδερφή του πατέρα του, προσπαθώντας να εντοπίσει ανθρώπους από το παρελθόν, ψάχνοντας για αρχεία και τεκμήρια, διαβάζοντας παλιά γράμματα, ξανακοιτάζοντας τις φωτογραφίες. Κάνει τα αδύνατα δυνατά για να ξετυλίξει το νήμα της ιστορίας, για να βρει μια άκρη και να κατανοήσει τον πατέρα του. Ίσως τελικά και για να προσπαθήσει να επικοινωνήσει μαζί του με έναν τρόπο διαφορετικό.

Καταλαβαίνουμε έτσι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα κοινωνικό και ιστορικό αλλά και βαθιά προσωπικό, αφού στις σελίδες του διανθίζεται τόσο η ιστορία ολόκληρης της Ελλάδας όσο και η ιστορία της οικογένειας του συγγραφέα.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια γλώσσα ρεαλιστική, σχεδόν δημοσιογραφική. Φαίνεται πως δύσκολα μπορεί να απεκδυθεί τη βασική ιδιότητά του, αυτή του δημοσιογράφου. Ταυτόχρονα όμως ο λόγος του είναι βαθιά συναισθηματικός και συγκινητικός. Δε διστάζει να μιλήσει σκληρά: «Δεν ήταν η πρώτη φορά που με ρωτούσε κάτι τέτοιο: Πως, όταν ήμουν μικρός, η μητέρα μου με έκανε να αναλύομαι σε λυγμούς με τα φοβερά ξεσπάσματά της και τις εκρήξεις οργής διαλέγοντας προσεχτικά τα πιο ευαίσθητα σημεία μου για να χτυπήσει επάνω μου, ή στον αδελφό μου, με όλη της τη δύναμη, με ένα μίσος που έλεγες πως δεν είναι κατορθωτό για μια μένα απέναντι στο παιδί της. Αργότερα κατάλαβα ότι δεν ήταν μίσος, απελπισία ήταν, θλίψη και μοναξιά, εγκατάλειψη».

Μάλιστα, αυτή η μετάβαση από τον ψύχραιμο τόνο στον βαθιά αισθαντικό γίνεται αντιληπτή και από την επιλογή του συγγραφέα να παρεμβάλει ορισμένα ποιητικά αποσπάσματα. Έτσι, η αφήγηση συχνά διακόπτεται για να δοθεί η ευκαιρία στον αφηγητή να μιλήσει αφιλτράριστα και συνειρμικά αφήνοντας ελεύθερα τα συναισθήματά του.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Είναι επειδή τους εμπιστευόμουν τυφλά.
Την υστερία της.
Την παθητικότητά του.
Τα ψυχοδράματά της.
Τα κλεισίματά του.
Τους τεράστιους ιστούς της.
Την ηττοπάθειά του.
Τους θυμούς της.
Την ευθυνοφοβία του.
Την κινδυνολογία της.
Αυτός ο προσωπικός Παγκόσμιος Άτλας των νεφών μου
ο δικός μου εμφύλιος
ολόγραμμα ενός αόρατου σύμπαντος.

Τοποθετώντας ένα ένα τα κομμάτια του παζλ, φαίνεται πως ο αφηγητής έρχεται αντιμέτωπος με τα πιο βαθιά παιδικά του τραύματα. Ξύνει πληγές και επαναφέρει στη μνήμη του στιγμές πόνου, θλίψης ακόμα και απογοήτευσης. Μοιάζει σαν μια προσπάθεια ωρίμανσης και ενηλικίωσης. Ο άνθρωπος, κατά την άποψή μου, δεν ενηλικιώνεται στα 18. Η ουσιαστική ενηλικίωση έρχεται όταν κατορθώνει να σπάσει τα δεσμά που τον κρατάνε δέσμιο των τραυμάτων και των γονικών πεποιθήσεων. Όταν δηλαδή πατάει στα δικά του πόδια και επαναπροσδιορίζει τη σχέση με τους γονείς του. Κι αυτό μπορεί να αργήσει να γίνει ή μπορεί να μη συμβεί και ποτέ. 

Ας επανέλθουμε στα αρχικά μας ερωτήματα. Διαβάζοντας την προσωπική κατάθεση του Ηλία Μαγκλίνη δεν ξέρω τελικά αν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η μνήμη επουλώνει τα τραύματα και δίνει απαντήσεις. Πάντως σίγουρα μπορούμε να καταλάβουμε ότι φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά και φωτίζει σκοτεινές πτυχές της ζωής τους. Μπορεί τα τραύματα να παραμένουν ανοιχτά, ωστόσο ο πόνος γίνεται ελαφρύτερος και πιο υποφερτός. 

Φαίνεται πως ίσως τελικά η μνήμη προσφέρει μια βαθιά λύτρωση. Ο συγγραφέας κάνει ένα δώρο στον πατέρα του αλλά και στον ίδιο. Τους δωρίζει αυτή τη λύτρωση. Και ίσως κάνει ένα δώρο και σε εμάς. Γιατί μέσα από τη δική τους αυτή απελευθέρωση αναρωτιόμαστε κι εμείς για τη δική μας.