Κριτική: Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης – Έξοδα Νοσηλείας [Εκδόσεις Ενύπνιο]

Με το νέο του βιβλίο, τα «Έξοδα Νοσηλείας», ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης φεύγει από τη μικρή φόρμα της «Ιδιωτικής Αντωνυμίας» και των διηγημάτων ή μικροδιηγημάτων που τακτικά δημοσιεύει στο διαδίκτυο και εισέρχεται –ξανά– στο πραγματικό μυθιστόρημα. Και με το «πραγματικό» δεν εννοώ μόνο το μυθιστόρημα στα τυπικά του χαρακτηριστικά, δηλαδή τη μεγάλη έκταση, τα πολλά πρόσωπα, επεισόδια, θέματα και επίπεδα, την πολυπλοκότητα στο δέσιμο και στην εξέλιξη, τη διαπλοκή στον χρόνο και στον χώρο, τον ολοκληρωμένο τρόπο με τον οποίο διαγράφονται οι χαρακτήρες· πραγματικό εννοώ επίσης το μυθιστόρημα που μετρά το σφυγμό της αληθινής ζωής, μακριά από μουμιοποιημένες ή επίπλαστες πραγματικότητες.

Θα μπορούσε κανείς να πει στ’ αλήθεια πολλά γι’ αυτό το βιβλίο. Το πιο έντιμο, ωστόσο, βρίσκω πως είναι να καταθέσω με λίγα λόγια τη δική μου αναγνωστική πρόσληψη, να σταθώ σε δυο τρία μόνο σημεία εστίασης του δικού μου παραμορφωτικού αναγνωστικού φακού.

Τα «Έξοδα Νοσηλείας» δεν είναι απλώς μια κατάθεση για την ασθένεια και τις επιπλοκές της· είναι μια σπουδή στην πάσης φύσεως νοσηρότητα, την ατομική, την οικογενειακή, την κοινωνική και την πολιτική. Ο Χατζημωυσιάδης δεν κλείνει την αφήγησή του στους τέσσερις τοίχους του νοσοκομείου, δεν την «ιδρυματοποιεί» αλλά τη βγάζει βόλτα στον πραγματικό κόσμο, όπως ακριβώς ο φροντιστής – ήρωάς του βγάζει βόλτα τον νοσηλευόμενο ασθενή του, όταν αμφότεροι διαισθάνονται το τέλος. Στη δική μου αντίληψη μια «ιδρυματοποιημένη» αφήγηση δε θα μπορούσε να εξελιχθεί σε τίποτε παραπάνω από μια ατελείωτη επίκληση στο συναίσθημα, με τον κίνδυνο να μετατραπεί σε πλαδαρή, αυτιστική, λογοτεχνική σούπα. Χρειάζονται, βεβαίως, λεπτές ισορροπίες για να κινούνται οι ήρωες από το μέσα στο έξω, από την εσωτερική «αναδίφηση» στην έκθεση στα πολλαπλά περιβάλλοντα, από την ενδοσκόπηση στον κριτικό αναστοχασμό, που έρχεται ως αποτέλεσμα ανατροφοδότησης και διάδρασης. Ο Χατζημωυσιάδης ξέρει όμως να τηρεί αυτές τις ισορροπίες.

Ποικίλες ανατροπές διατρέχουν τις σελίδες των «Εξόδων Νοσηλείας». Ασθένειες και σχήματα θεραπείας διαπλέκονται. Ο φροντιστής γίνεται ασθενής και αντιστρόφως. Και το κυριότερο: οι διάνοιες, οι αλήθειες αυτού του βιβλίου ξεδιπλώνονται σ’ αυτές ακριβώς τις διαβατήριες τελετές, στο κατώφλι της εναλλαγής ρόλων, που γίνεται πεδίο ενσυναίσθησης και ατομικού επαναπροσδιορισμού. Σ’ αυτούς τη μη τόπους της μετάβασης, στα μεταίχμια ζωής, έρωτα και θανάτου είναι που ανοίγονται οι οφθαλμοί ηρώων και αναγνωστών, για να θυμηθώ τον Βιζυηνό. 

Αυτές οι εναλλαγές βέβαια δε γίνονται απότομα· προετοιμάζονται, οικοδομούνται. Ο Χατζημωυσιάδης δεν καταλαμβάνει «εξ εφόδου» το αντικείμενό του· το κυκλώνει διακριτικά αφήνοντας τον αναγνώστη να το δει και να τ’ ακούσει με τις δικές του αισθήσεις. Η ασθένεια του φροντιστή αλλά και του πατέρα του, οικογενειακές παθογένειες και δολοφονικές αμέλειες, η αλληλουχία της «ευθυγράμμισης» των ηρώων μεταξύ τους, αυτά και άλλα πολλά σκιαγραφούνται· δεν εκβιάζονται αφηγηματικά. Αυτό θα ήταν ατόπημα, αν μάλιστα κανείς λάβει υπόψη του ότι τα θέματα τα οποία πραγματεύεται αυτό το βιβλίο, με κορυφαίο αυτό του θανάτου, δεν προσφέρονται για συμπαγείς, μασίφ προσεγγίσεις.

Κι αυτή είναι άλλη μια αρετή των «Εξόδων Νοσηλείας», ότι δηλαδή μάλλον θέτουν ερωτήματα παρά δίνουν απαντήσεις. Κατ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο η γραφή του Χατζημωυσιάδη δημιουργεί κατεξοχήν λογοτεχνικά πεδία, όπως αυτά της αμφισημίας και της πολυσημίας. Εξάλλου στον κόσμο μας αυτό που πλεονάζει είναι τα διλήμματα και όχι οι λύσεις. Και πάντως δουλειά του γραφιά δεν είναι να τις κατασκευάζει. Αυτό, βεβαίως, δε σημαίνει ότι ο Χατζημωυσιάδης θέτει αναπάντητα ερωτήματα με σκοπό να συσκοτίσει. Απλώς εμπιστεύεται τις πρωτοβουλίες και τις δυνατότητες του αναγνώστη του. Κι αυτό τον τιμά.

Αλλά αυτό που προσωπικά βρήκα συναρπαστικότερο όλων σ’ αυτό το βιβλίο είναι η περιπέτεια της ίδιας της γραφής. Είναι, νομίζω, πασιφανές ότι ο Χατζημωυσιάδης είναι κάτι παραπάνω από ένας ακάματος γραφιάς, που έχει ήδη έτοιμο το επόμενο  –ή ίσως και το μεθεπόμενο;– πόνημά του. Ο Χατζημωυσιάδης ταυτίζει την ύπαρξη με τη γραφή και τη γραφή με την ύπαρξη, ακριβώς όπως «ταυτίζει» τον φροντιστή με τον ασθενή και αντιστρόφως. Απ’ αυτήν την άποψη ο συγγραφέας εδώ αυτοβιογραφείται μέσω των ηρώων του και νοηματοδοτεί τη ζωή μέσω της γραφής ακόμη κι όταν –ή πιο σωστά ειδικότερα όταν– αυτή γειτνιάζει επικίνδυνα με τον θάνατο. Το καρτεσιανό cogito ergo sum (σκέπτομαι άρα υπάρχω) δεν αποκτά περιεχόμενο παρά μόνο ως scribo ergo sum (γράφω άρα υπάρχω), αφού όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο νοσηλευόμενος ήρωας «…όσο και αν στριμώχνομαι στους τέσσερις τοίχους του νοσοκομειακού μου θαλάμου, με το που ακουμπάω τα δάχτυλα πάνω στο πληκτρολόγιο του φορητού βλέπω την οικουμένη μου να διαστέλλεται και αισθάνομαι το κορμί μου να σφύζει από ζωντάνια.» Εμμονή στη γραφή, λοιπόν, σημαίνει εμμονή στη ζωή, στα όνειρα, στις προσδοκίες και στις ελπίδες, ακόμη κι αν ο θάνατος στο βιβλίο αναγνωρίζεται ως συμβάν «τετελεσμένο, οριστικό και αμετάκλητο»· τα γραφτά μπορεί να μην τον αντιμετωπίζουν αλλά επιτελούν ένα σπουδαιότερο ρόλο: δικαιώνουν τη ζωή.

Μ’ αυτήν ακριβώς τη δικαίωση θα ήθελα να κλείσω τη σύντομη περιδιάβασή μου στα «Έξοδα Νοσηλείας», που, μολονότι κουβαλούν πολύ θάνατο και μέσα και έξω τους και γύρω, έχω την πεποίθηση ότι δεν κατατάσσονται ούτε στη «μαύρη» ούτε στην πεποιημένα «σκληρή» λογοτεχνία των καιρών μας, καθώς κατορθώνουν και κλείνουν συνωμοτικά –σαν παιδί– το μάτι στη ζωή.