«Μέρες δίχως τέλος»: Διαβάσαμε το μυθιστόρημα του Sebastian Barry (εκδ. Ίκαρος)

Θα μπορούσε να είναι ένα αμιγώς κοινωνικό μυθιστόρημα με αντιπολεμικό χαρακτήρα. Θα μπορούσε να είναι ένα πρωτότυπο αισθηματικό μυθιστόρημα για το χρονικό ενός έρωτα κατά τη διάρκεια ενός πολέμου. Πολλά θα μπορούσε να είναι  το μυθιστόρημα του Ιρλανδού συγγραφέα Σεμπάστιαν Μπάρι. Πολλά και τίποτα, πολλά και ίσως όλα μαζί. Το σίγουρο όμως είναι πως το μυθιστόρημα ΜΕΡΕΣ ΔΙΧΩΣ ΤΕΛΟΣ αποτελεί δείγμα υψηλής λογοτεχνίας, που διεγείρει όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη, αποτελεί εφαλτήριο προβληματισμού, και  παρασύρει τον αναγνώστη σ’ ένα αλησμόνητο σκληρό ταξίδι στις πεδιάδες και τα βουνά της αμερικανικής υπαίθρου.

Ο συγγραφέας μας μεταφέρει πίσω στο 1850, όπου ο νεαρός οικονομικός μετανάστης Τομ ΜακΝάλτι αφήνει στην τρυφερή ηλικία των δεκατριών ετών τον τόπο του, την Ιρλανδία, αφού πρώτα έχει γίνει μάρτυρας του ξεκληρίσματος της οικογένειας του, απ’ τον λιμό, που πλήττει την χώρα του εκείνη την εποχή, και μεταναστεύει στην Αμερική, με την ελπίδα να βρει συνθήκες ευνοϊκές για να χτίσει μία νέα και καλύτερη ζωή.

Φτάνοντας εκεί, ο ήρωας του Μπάρι θα συναντήσει τον δεκαπεντάχρονο Τζον Κόουλ, με τον οποίο θα γίνουν αχώριστοι από την πρώτη στιγμή. Μεταξύ τους δεν θα αργήσει να αναπτυχθεί μία έλξη, η οποία θα οδηγήσει σε ένα άρρηκτο δέσιμο και όχι σε μία απλή σχέση φιλίας. Αντίθετα, η σχέση που θα αναπτυχθεί μεταξύ των ηρώων θα είναι μία σχέση ζωής, κάτι παραπάνω από μία απλή ερωτική σχέση ή σχέση συντροφικότητας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τα πρώτα χρόνια της κοινής τους πορείας, οι δύο ήρωες θα επιβιώσουν δουλεύοντας σε ένα σαλούν. Σε ένα σαλούν μιας επαρχιακής πόλης, που βρίσκεται πλάι σε ορυχεία, όπου θα φορούν γυναικεία ρούχα, και θα παριστάνουν τα νεαρά κορίτσια, χορεύοντας με τους μεταλλωρύχους. Ωστόσο, καθώς τα χρόνια θα περάσουν κι η φρεσκάδα της νιότης θα στραγγίξει από επάνω τους, θα αποφασίσουν να καταταχθούν στον αμερικανικό στρατό.

Έτσι οι δυο ήρωες, ο Τομ κι ο Τζον θα λάβουν μέρος στον πόλεμο με τους Ινδιάνους, αλλά κι αργότερα στον αμερικανικό εμφύλιο. Θα μετατραπούν σε πολεμικές μηχανές. Θα σκοτώσουν αμέτρητους Ινδιάνους, άντρες, γυναίκες, παιδιά, ενώ μία μικρή ινδιάνα θα βρεθεί τυχαία στο δρόμο τους και θα την πάρουν μαζί τους ως κόρη. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως είναι ζευγάρι. Η παρουσία της μικρής θα λέγαμε πως αποτελεί μία νότα χαράς και αισιοδοξίας για τους δύο ήρωες, ενώ κατά κάποιον τρόπο θα ολοκληρώσει τη σχέση τους και θα φέρει την οικογενειακή ευτυχία.

Ο Σεμπάστιαν Μπάρι συνθέτει ένα ξεχωριστό μυθιστόρημα που δεν θα ήθελα να το κατατάξω αποκλειστικά σε κάποιο μυθιστορηματικό είδος. Κι αυτό γιατί μέσα στις σελίδες του εντοπίζει κανείς την τρυφερότητα και το συναισθηματικό βάθος που μπορεί να χαρακτηρίζει ένα ρομαντικό μυθιστόρημα, αλλά και έναν έντονο αντιπολεμικό χαρακτήρα, ο οποίος κρύβεται πίσω απ’ τις λέξεις και τις περιγραφές του συγγραφέα, ασχέτως εάν ο Μπάρι δεν γίνεται διδακτικός ούτε στιγμή. Αντιθέτως, αυτό επιτυγχάνεται μέσα απ’ την γλαφυρή περιγραφή των πολεμικών σκηνών, σκηνές που δύει η ανθρωπιά και τα πρωτόγονα ένστικτα κυριαρχούν, σκηνές όπου η καθημερινότητα των πολεμιστών είναι βάναυση, αφού πολεμούν κάθε στιγμή όχι μόνο με τους αντιπάλους, αλλά και με τη φύση και τις ανάγκες του, σκηνές όπου όπου επιβάλλεται οι ήρωες να παραμείνουν στη ζωή με όποιο κόστος, ειδικά όταν συμμετέχουν στον Εμφύλιο Πόλεμο με τους Αμερικανούς του Νότου, κι αυτό γιατί έχουν τώρα να σκεφτούν και την Γουινόνα, την μικρή Ινδιάνα, την κόρη τους, που άφησαν πίσω.

Οι λεπτομερείς αυτές περιγραφές είναι στην ουσία αυτές που γεννούν τα περισσότερα συναισθήματα εντός του αναγνώστη, καθώς διαβάζει το βιβλίο. Προσωπικά, οι απάνθρωπες αυτές σκηνές, όπου αθώος κόσμος χάνει τη ζωή του, χωρίς ουσιαστικό λόγο, μιας και ήταν άοπλος και δεν αποτελούσε απειλή για τους στρατιώτες μου δημιούργησαν ένα έντονο συναισθηματικό βάρος που με τσάκισε, με θύμωσε και έφερε δάκρυα στα μάτια. Η αλήθεια είναι πως υπήρξαν στιγμές που έπρεπε να κλείσω το βιβλίο, να πάρω μερικές βαθιές ανάσες και να το συνεχίσω ύστερα από λίγο…

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Παρότι λοιπόν μεταξύ τους οι περιγραφόμενες σκηνές χαρακτηρίζονται από μία περιοδικότητα, αφού ουσιαστικά δεν διαφοροποιούνται και φαντάζουν ίδιες, έστω σχεδόν ίδιες στα μάτια του αναγνώστη, ο συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει μία ροή που οφείλεται κυρίως στον τρόπο γραφής του, κι όχι στην στην πλοκή του βιβλίου, μιας και σε αυτήν εντοπίζεται μία έκδηλη στατικότητα, η οποία οφείλεται στο γεγονός πως η μεγαλύτερη μερίδα της πλοκής μοιράζεται μεταξύ των δύο πολέμων.

Αξιοσημείωτο στοιχείο που εντοπίζει κανείς στις σελίδες αυτού του βιβλίου και νομίζω πως είναι σημαντικό να αναφερθεί είναι η φυσικότητα που διέπει το κείμενο, ανεξάρτητα με όσα παράδοξα συμβαίνουν. Είναι θαυμαστό το γεγονός πως ο συγγραφέας έχει το ταλέντο να παρουσιάζει τα όσα συμβαίνουν, δίχως να φαντάζουν ξένα κι ανοίκεια στα μάτια κάθε αναγνώστη. Από τις σκηνές βίας, απόγνωσης και πολέμου, μέχρι τις τρυφερές σκηνές μεταξύ των δύο ηρώων και της κόρης τους. Φυσικότητα λοιπόν, η οποία εμφανίζεται και στα δίπολα που δημιουργούνται κατά την ανάγνωση του βιβλίου. Χαρά και απόγνωση, ζωή και θάνατος, βία και τρυφερότητα, οικογενειακή θαλπωρή και μοναξιά που επιφέρει ο πόλεμος είναι μερικά απ’ τα δίπολα που δημιουργεί ο συγγραφέας.

Πριν ολοκληρώσω το κείμενο μου, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στην πρωτοτυπία του συγγραφέα να πλάσει μία ομοφυλοφιλική σχέση με φόντο την αμερικανική ύπαιθρο και συγκεκριμένα με φόντο τους δύο πολέμους των Αμερικάνων (πόλεμος εναντίων Ινδιάνων-εμφύλιος πόλεμος). Μία ερωτική σχέση μέσα απ’ την οποία αναδύεται η δύναμη της αγάπης, η οποία τελικά είναι αυτή που αποτελεί τη σανίδα σωτηρίας που θα κρατήσει τους πρωταγωνιστές  στη ζωή, θα τους βοηθήσει να ξεπεράσουν κάθε εμπόδιο που θα ορθωθεί στον δρόμο τους, και θα αποτελέσει την αιτία για να πολεμήσουν και να βγουν νικητές, μιας κι ο στόχος τους είναι να ζήσουν μία ευτυχισμένη και ήρεμη ζωή, ανατρέφοντας παράλληλα την μικρή τους κόρη.

Τέλος, άλλο ένα στοιχείο του βιβλίου που με έκανε να το ξεχωρίσω και να το αγαπήσω απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή που το έπιασα στα χέρια μου είναι η γραφή του Σεμπάστιαν Μπάρι. Φαινομενικά λιτή και κρυστάλλινη, με ουσία και βάθος, αποτελεί το ιδανικό εργαλείο στα χέρια του συγγραφέα για να δημιουργήσει παραστατικές εικόνες, ατόφια συναισθήματα και αρκετούς προβληματισμούς, ενώ ταυτόχρονα είναι αυτή που καθιστά ρέουσα την μυθιστορηματική πλοκή.

Ολοκληρώνοντας, λοιπόν, το μυθιστόρημα ΜΕΡΕΣ ΔΙΧΩΣ ΤΕΛΟΣ είναι ένα βιβλίο που μετατρέπει το ανοίκειο σε οικείο, το προσωπικό σε πανανθρώπινο, που θα εντυπωσιάσει, θα συγκινήσει και θα γραφτεί ανεξίτηλα στη μνήμη κάθε αναγνώστη, που θα επιλέξει να ταξιδέψει στο μακρινό 1850 μέσα απ’ την οπτική του Ιρλανδού συγγραφέα.