Μια ματιά στην προσωπικότητα και το έργο του Νικόλα Γκροσδάνη

Για κάποιον ανεξήγητο σε μένα λόγο, άκρως τιμητικό, ο Νικόλας Γκροσδάνης έχει δείξει συμπάθεια και φιλικά αισθήματα στο πρόσωπό μου. Τον γνωρίζω πάνω από δεκαετία πιά. Η λέξη «φίλος» έχει κακοπάθει στις μέρες μας. Κυλιέται στις λάσπες, σε βουρκόνερα, άγονα εδάφη ενώ από την φύση της η κατάσταση αυτή ανάμεσα σε δύο ανθρώπους , ανάμεσα στις ψυχές δύο προσώπων θέλει λιβαδάκια , ανθότοπους και ρέοντα , καθάρια ύδατα. Υπάρχει μια ευκολία εκστόμισης , αφέλεια και επιπολαιότητα δήλωσης, διαστρέβλωση και έλλειψη σεβασμού στην κορυφαία αυτήν συνθήκη στους ανθρώπους. Για τον Επίκουρο μάλιστα, από τον οποίο έλκω τα φιλοσοφικά μου πατήματα για τον βίο μου, η φιλία αποτελούσε μία από τις μέγιστες αρετές και αξίες της ζωής και τη νοηματοδοτεί. Υπάρχει, λοιπόν, με τον Νικόλα ένας δυνατός πνευματικός δεσμός , μια επίσης δυνατή σε μεγάλο βαθμό συγγενική ματιά για τη ζωή και τον κόσμο, και αλληλοεκτίμηση.

Ο Νικόλας Γκροσδάνης είναι ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Η ζωή του είναι ένας αταλάντευτος δρόμος προσφοράς στον συνάνθρωπο, στην κοινωνία. Υπάρχει μια συσσωρευμένη βιωματική ύλη πού θα έφθανε να γεμίσει τις ζωές πέντε-έξι ανθρώπων κι όχι ενός. Αυτήν τη ζείδωρη βίωση, αυτήν την ύλη με τά τόσο  πλούσια βιώματα έχει την ανάγκη να τη μοιραστεί. Κατά κύριο λόγο και βασικό μέσο την προφορική αφήγηση. Διήγηση ορμητική ως χείμαρρος. Άνετος, με ευφράδεια , καθαρτήριος λόγος. Διαδικασία ανακουφιστική για τον ίδιο. Ακουστική υποβολή για τον τυχερό ακροατή του.

Στο σπίτι του υπάρχει ένα δωμάτιο μικρό, το ησυχαστήριό του. Ο χώρος πού γράφει, διαβάζει, ακούει μουσική. Οι τοίχοι έως απάνω κι ένα γύρω είναι γεμάτοι με ενθυμήματα από τον κινηματογράφο, το θέατρο , τη μουσική, αφίσες από αγαπημένες του ταινίες, κάρτες του Χατζηδάκι  και το ιστορικό πρώτο του πικάπ, δώρο ανεκτίμητο του Δασκάλου του. Δίσκοι, βιντεοκασέτες, σιντί’ς . Στα ράφια , σε ξεχωριστά ντοσιέ, είναι θησαυρισμένα τα ντοκουμέντα της πνευματικής, καλλιτεχνικής πορείας του τόπου για τον εικοστό και εικοστό πρώτο αιώνες έως σήμερα. Σε πιάνει δέος όταν διαβάζεις τις ετικέτες: Χατζηδάκις, Θεοδωράκης, Τσαρούχης, Κούν, Κούνδουρος, Καζάν, Μελίνα και Ζύλ Ντασέν και όλες οι υπόλοιπες φωτεινές προσωπικότητες πού έχτισαν την Ακρόπολη του πολιτισμού πού σήμερα πατάμε στέρεα όλοι εμείς οι νεοέλληνες κι ανασαίνουμε βαθιά.

Τά «χαρτάκια» του είναι αυτά , όπως τά ονομάζει. Αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών, φωτογραφίες, προγράμματα θεατρικών έργων και κάθε άλλο τεκμήριο πού αφορά τις προσωπικότητες αυτές. Ένας άθλος , μακρόχρονη, πολύμοχθη συλλογή και έρευνα, σπυρί  σπυρί , ψηφίδα τη ψηφίδα συλλεγμένα με μεράκι και αγάπη . Γι’ αυτόν τον θησαυρό έχουν ενδιαφερθεί δημοσιογράφοι και τηλεοπτικά συνεργεία του εξωτερικού και ζητούν συχνά από τον κάτοχό του να δώσει συνέντευξη και να καταγράψουν τον χώρο, να πάρουν  πλάνα από το δωμάτιο της μνήμης, ενώ ερευνητές  βρίσκουν συχνά στοιχεία δυσεύρετα στη συλλογή αυτή.    Επιβεβαιώνεται περίτρανα το ρητό : ουδείς προφήτης δεκτός εν τη πατρίδι αυτού, για το μειωμένο ενδιαφέρον που δείχνουν οι «εγχώριοι» .

Υπάρχει στο δωμάτιο ακόμη , το γραφείο του και απέναντι μια καρέκλα κι ένα υπερυψωμένο τραπεζάκι για τον τυχερό φιλοξενούμενο. Εκεί θα φθάσει σε δίσκο το ποτήρι με το νερό και ο τούρκικος καφές , μερακλήδικος και καϊμακλίδικος, φτιαγμένος μ΄  έγνοια και περισσή φροντίδα από τον Νικόλα. Αισθάνεσαι δέος, ένα αναρρίγησμα στη σκέψη ποιές λαμπερές προσωπικότητες κάθισαν στην καρέκλα αυτή και αναλογιζόμενος την αύρα του πνεύματός τους καθώς αιωρείται στον χώρο. Και η διήγηση αρχίζει. Η ιεροτελεστία, σ’ ένα κλίμα μυσταγωγίας, με τη μουσική να συνοδεύει απαλά τα δρώμενα.

Υπήρξαν πολλοί  ωστόσο οι τυχεροί ακροατές του Νικόλα Γκροσδάνη, κι όχι μόνον οι ευλογημένοι που εισέρχονται στο δωμάτιο αυτό, αλλά κι όσοι ακροάστηκαν τις εκπομπές του στο ραδιόφωνο. Καθώς το υπηρέτησε με προσήλωση για χρόνια , έξω από τυπικούς κανόνες . Η μελωδική του φωνή , η τόσο ανθρώπινη κλίμακα των ηχοχρωμάτων της φωνής του κράτησαν συντροφιά, παρηγόρησαν , γλύκαναν από τά ερτζιανά της Θεσσαλονίκης επί σειρά ετών χιλιάδες ακροατές. 

Ο Νικόλας Γκροσδάνης γεννιέται το 1947 στο Πράβι – σημερινή Ελευθερούπολη – της Καβάλας. Στα δεκατέσσερά του φθάνει στη μεγάλη πολιτεία , τη Σαλονίκη, με ωτοστόπ. Στον τόπο αυτό , το Πράβι, μπαίνουν τα γερά θεμέλια που θα συνοδεύουν έκτοτε τον ενήλικα άνδρα στη ζωή του. Η τρυφερότητα, η αισθαντικότητα, η λατρεία για τη μουσική, τον κινηματογράφο, σ’ ένα δισάκι τα έθιμα , οι μοσκοβολιές της φύσης , του ζυμωμένου ψωμιού, της πίτας και των εδεσμάτων που παρασκεύαζε η γιαγιά Βαγγελιώ και η μάνα Ευθυμία, η μπουζίνα, η πηγή και ο παραδεισένιος τόπος γύρω της με το μπούζ, δηλαδή το παγωμένο νερό πού ρέει και ψιθυρίζει. Ο γερο –δάσκαλος που αναμένει τα σφαγμένα παλικάρια του και στις αναλαμπές του σαλεμένου νου γίνεται ο σοφός γέροντας , οδηγός ηθικής πορείας. Το σπίτι με τα μεγάλα παράθυρα και τα πατώματα που τριζοβολούν. Ο κατάφυτος κήπος με τα καρποφόρα δέντρα και τα ολάνθιστα λουλούδια. Ο πατέρας ο ιδεολόγος , που ξέρει ν’ ακούει και να λύνει απορίες. Γυρίζει κάποτε από την εξορία, γνωρίζεται με το παιδί του. Ο θείος που αργεί να επιστρέψει και κάποτε φθάνει μια κάρτα με μαύρη κορδέλα. Το ρεμπέτικο τραγούδι. Αλλά και όλη η γκάμα από δεινά και πληγές για μια οικογένεια αριστερών πεποιθήσεων που μέσα στη φτώχεια, το κυνηγητό και τον κατατρεγμό, προσπαθεί να ορθοποδήσει, να επιβιώσει και να κρατήσει την αξιοπρέπειά της. Όλ’ αυτά κι ακόμη τόσα δίδονται με τη ματιά του παιδιού , μ’ έναν τρόπο αξιοζήλευτο μέσα από την πένα του Γκροσδάνη στο βιβλίο του με τίτλο «Συνέβη στο Πράβι» για το οποίο θα πώ δυό λόγια παρακάτω.

Στη Θεσσαλονίκη λοιπόν, που αποτελεί τον τόπο-καταφύγιο, τον τόπο που σταδιακά όλα όσα ονειρεύτηκε ο μικρός Νικόλας αρχίζουν να εκπληρώνονται, φθάνει κυνηγημένος από την επαρχιώτικη κατάντια της μετεμφυλιακής κατάστασης και χτίζει ένα ένα τά αξιόλογα έργα του. Στην αρχή είναι δύσκολα πολύ τά πράγματα. Σιγά σιγά παίρνουν μια καλύτερη τροπή, χωρίς να λείπουν οι ανατροπές. Διαβαίνει «μεγάλη πόρτα», όπως θα έβλεπε μια γυναίκα στα σημάδια του καφέ στο φλιτζάνι. Εργάζεται ως σερβιτόρος στο μεγαλύτερο και πιο αρχοντικό ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης, το «Μεντιτεράνιαν Πάλλας».  Φοιτά στο ιδιότυπο αυτό πανεπιστήμιο, όπου έχει την ευκαιρία να συναναστραφεί ένα πλήθος ανθρώπων, να αλληλοεπιδράσουν μεταξύ τους, να μάθει, να διδαχτεί και από τον καθένα να εισπράξει κάτι, μικρό ή μεγαλύτερο, από τον πιο ασήμαντο φαινομενικά και άσημο υπάλληλο του ξενοδοχείου έως τις διάσημες , φωτεινές προσωπικότητες πού καθημερινώς συναναστρεφόταν, με κορύφωση τις ημέρες πού στην πόλη άνοιγε τις πόρτες του το Φεστιβάλ κινηματογράφου. Εκεί γνωρίζεται από κοντά με όλα τά πρόσωπα πού διάνθισαν τον πολιτισμό της χώρας μας και δόξασαν τ ’ όνομά της στα πέρατα της γής με την τέχνη τους. Τον δάσκαλό του , πρώτα πρώτα, τον Μάνο Χατζιδάκι. Την Μελίνα, τον Ντασέν, τον Κούνδουρο, τον Τσαρούχη, τον Παπαστάθη, τον Βούλγαρη και την Καρυστιάννη.Καί τόσους ακόμη. Ο Γκροσδάνης αναπτύσσει θερμή σχέση φιλίας, άλυτο δεσμό πνευματικής αγάπης με όλους αυτούς τους ανθρώπους. Το κλίμα , η θολή ατμόσφαιρα των δεκαετιών του ’50, ’60 και ’70 μας το δίνει με κέντρο αυτό το ξενοδοχείο σ’ ένα άλλο του βιβλίο με τίτλο «Οδός Μεντιτεράνιαν Πάλας» με τρόπο καθηλωτικό , ευθυκρισία και απίστευτης επικέντρωσης παρατηρήσεις και  ανατόμου της ανθρώπινης φύσης ,λεπτομέρειες  και διακριτικότητα.  Έπειτα, ακολουθούν πολλά και ωραία, οι ραδιοφωνικές εκπομπές , τά άρθρα σ’ εφημερίδες και περιοδικά, το φεστιβάλ κινηματογράφου. Με ό,τι καταπιάστηκε ο Νικόλας Γκροσδάνης άφησαν ένα αποτύπωμα τρυφερότητας, ευαισθησίας, ποιότητας και στάση υπερήφανου ανθρώπου. Ένα νήμα με αρώματα και μοσκοβολιές, χρώματα απειράριθμης αισθαντικότητας στο πέρασμα του και στα χνάρια του.

«Συνέβη στο Πράβι»

Το 2006 κυκλοφορεί το βιβλίο από τις εκδόσεις «Καστανιώτης». Με τά μάτια ενός παιδιού , ενός παιδιού πού είναι περισσότερο αθώο από τους συνομηλίκους του  , με ρομαντική διάθεση, με λατρεία χωρίς όρια για τη φύση, τη μουσική , τον κινηματογράφο και για καθετί πού το εντυπωσιάζει και ερεθίζει, πού πιστεύει στο κισμέτ, τις νεράιδες των πηγών κι έχει τη γιαγιά του- τη σοφή αυτήν και γενναία γυναίκα- προστάτιδα  στα όνειρα ,σ’ένα νήμα απίστευτων συμβάντων, περιστατικών και τραγωδιών  παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον και αγωνία για τις τύχες των ηρώων την αβίωτη ζωή μιάς οικογένειας κατατρεγμένης λόγω αριστερών πεποιθήσεων σε μιάν  θεόσωστη- για να θυμηθούμε και τον Ιωάννου-ελληνική  επαρχία του μετεμφυλίου. Δικαίως η γιαγιά Βαγγελιώ είναι το τιμώμενο , το πρόσωπο πού έχει πρωταγωνιστικό ρόλο μαζί με τον μικρό Νικόλα. Είναι η γυναίκα αυτή πού πάνω στους ώμους της  πέφτει όλο το βάρος των άσχημων καιρών, αυτή πού θα εμψυχώσει , θα στυλώσει την οικογένεια, θα ηγηθεί αταλάντευτα και ακλόνητα στον δρόμο της αξιοπρέπειας, της ανθρωπιάς . Εκείνη είναι πού καταλαβαίνει απόλυτα τον εγγονό της , με μια ματιά της αρκεί, για να τά καταλάβει, να τά νιώσει όλα.  Είναι το ιερό πρόσωπο του σπιτιού, της εστίας, πού ενώνει με τρόπο μαγικό , ευφάνταστο και καρποφόρο τά μέλη της οικογένειας. Η δε γενναιόψυχη αντίδραση της απέναντι στα δεινά και τους κακόβουλους εχθρούς είναι αξιοθαύμαστη. Ο φύλακας-άγγελος του μικρού Νικόλα για τη βεβαιότητα ότι θα ξημερώσει μια μέρα φωτεινή και τότε τά όνειρα θα γίνουν πράξη.

Ήδη από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, σελίδες 24 έως 28, ο αναγνώστης μπαίνει στο κλίμα πού επικρατούσε καθώς με την περιγραφή μιάς εφόδου πέντε-έξι ένοπλων ανδρών με βία, ύβρεις και ωμότητα στο σπίτι , κυρίως με τον διάλογο ανάμεσα στους άνδρες και τη γιαγιά Βαγγελιώ, αναπαριστάται ανάγλυφα , με ένταση και δραματικότητα το περιστατικό: « Η Βαγγελιώ στάθηκε απέναντί τους σηκώνοντας τη μαγκούρα και, σφίγγοντας τά δόντια , τον έφτυσε. Σκούπισε αυτός τη φτυσιά και με το άλλο χέρι έπιασε έναν από τά «παλληκάρια» του πού ήταν έτοιμος να χτυπήσει τη γριά. Εκείνη, κρατώντας πάντοτε τη μαγκούρα, φώναξε: – Έλα , μπρέ παλληκαρά, χτύπα! Χτύπα, τι κάθεσαι; Μόνο γυναίκες ξέρεις να χτυπάς! Στάθηκες ποτέ μπροστά σε αληθινό άνδρα;
Την ακούς, καπετάν-Γιώργη; Την ακούς τη σκρόφα; Άσε με να τη λιανίσω…
Σταμάτα, ρε! Πρώτα θα μας πεί πού έχει κρυμμένα τα όπλα.
  Η Βαγγελιώ έβαλε τα γέλια, νευρικά, γέλια όχι χαράς αλλά αγανάκτησης.
Ποια όπλα , μπρέ; Ποια όπλα; Πάλι τά ίδια παραμύθια;
Ξέρεις εσύ ποια. Αυτά πού δεν πρόλαβε ο γιός σου να πάει στους κατσαπλιάδες. Λέγε πού τά κρύβεις. Γιατί αυτήν τη φορά δε θα μπορέσω να τους συγκρατήσω. Λέγε, παλιόγρια…

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

 Στο βιβλίο ένα πλήθος ανθρώπων παρελαύνουν. Εκτός από τά κύρια πρόσωπα, τον Νικόλα, τη γιαγιά Βαγγελιώ, τη μάνα , τον πατέρα, τον «μεγάλο», τον μεγαλύτερο αδελφό του Νικόλα που με τον αντίθετο απολύτως χαρακτήρα του δυναμώνει ο χαρακτήρας του Νικόλα, τον γερο-δάσκαλο, μια μορφή αέρινη και τραγική, υπόμνηση του καλού, αγαθού και ηθικού στον κόσμο της αδικίας και του κακού, τον εξόριστο θείο, ένα πρόσωπο συνεχώς παρόν μέσα από τα γράμματά του και τις θύμισες της γιαγιάς Βαγγελιώς, δίδονται εναργέστατα και οι «δευτεραγωνιστές» και «τριταγωνιστές» ακόμα. Οι Παυλίδινες, η Μαριάνθη και η Λουκία, οι γειτονοπούλες που έχουν ραδιόφωνο, ηλεκτρισμό και περιοδικά, ενώ έχουν ταξιδέψει κι έχουν παρακολουθήσει κινηματογράφο και θέατρο. Ο τσαγκάρης Πενθέας, γεροντοπαλίκαρο, πικρόχολος και κουτσομπόλης. Η γουρσούζα ,φαρμακόγλωσσα Σόνια, ο Χατζηθωμάς, ο μεγάλο-μαγαζάτορας,  τσιγκούνης και φιλάργυρος, ο διευθυντής του σχολείου, ένα τέρας , ένα κτήνος, ο δάσκαλος της τάξης , αυστηρός και δύστροπος, η νεαρή δασκάλα, με το χαμόγελο στα χείλη, την ευγένεια και το φως που φέρει στη τόση σκοτεινιά και μαυρίλα. Στον κινηματογράφο «Ορφέα» τα τρία πρόσωπα : Ο κυρ-Χαράλαμπος , ο προβολαντζής. Η φιλία πού αναπτύσσει με τον Νικόλα, τον εμψυχώνει σε κρίσιμες στιγμές. Η στριφνή , μουντρούχα ταμίας και ο άντρας στην είσοδο με το χαμόγελο. Ο Μάρκος , ο νεαρός δάσκαλος της μουσικής, ο συμφεροντολόγος, ο άκαρδος. Ο πατέρας του Μάρκου, ένας γέρος πού φοβίζει τον Νικόλα με το μονίμως αγέλαστο πρόσωπο, το σκυθρωπό βλέμμα, τα’ άσπλαχνα λόγια και κυρίως τις απάνθρωπες πράξεις, να βάζει φόλες και να χαίρεται με τον μαρτυρικό θάνατο των οικόσιτων ζώων της γειτονιάς. Η  γυναίκα του, η κυρά-Μαίρη, που βοηθά , έστω και με κουτοπονηριά να μάθει ακορντεόν ο μικρός Νικόλας. Ο Γιώργος, ένας φίλος με συγγενική ματιά, κοινά ενδιαφέροντα, ευγένεια και κατανόηση. Ένας συνομιλητής.  Ο κύριος και η κυρία Χρηστίδη : «Κι αυτή κι ο άνδρας της ξεχώριζαν στη γειτονιά. Μορφωμένοι,  πρωτευουσιάνοι ήτανε, γι’ αυτό και το σπιτικό τους ήταν γεμάτο βιβλία», «Ήταν οι μόνοι στη γειτονιά που είχαν πικάπ έπιπλο κι ένα μεγάλο ραδιόφωνο», «Μια τέτοια μέρα ήτανε που περίμενε το κέρασμα για τα ψώνια που της είχε φέρει , όταν άκουσε την εκφωνήτρια από το ράδιο να λέει:  ‘ θ’ ακούσετε την εκπομπή Το θέατρο στο ραδιόφωνο του Αχιλλέα Μαμάκη ‘».

Το βιβλίο ρέει, οι διάλογοι είναι άφθονοι και ζωηροί, οι χαρακτήρες είναι ακμαίοι και σε μεγάλο βάθος σμιλευμένοι. Οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη με μαστοριά – ήχοι, μυρουδιές ,χρώματα – είναι τόσο ζωντανές που θαρρείς είναι τά πλάνα ταινίας πού μπροστά στα μάτια σου προβάλλεται.

«Οδός Μεντιτεράνιαν πάλλας»

Το άλλο βιβλίο  του Νικόλα Γκροσδάνη για τ’ οποίο έκανα λόγο παραπάνω κυκλοφόρησε πάλι από τις εκδόσεις «Καστανιώτης». Είχε προηγηθεί έξι χρόνια πρίν το «Συνέβη στο Πράβι», δηλαδή το 2000. Εδώ έχουμε με τις ίδιες αρετές: ροή, πλήθος χαρακτήρων με ζωηρά χρώματα πλασμένοι, διάλογοι ευάριθμοι , απόδοση κλίματος με μαεστρία, κινηματογραφικής υφής εικόνες, ευαισθησία και ανθρωπιά.

Με κέντρο το ξακουστό για την ομορφιά του και την αρχοντιά του ξενοδοχείο, στολίδι στο παραλιακό μέτωπο της Θεσσαλονίκης, παρακολουθούμε τις ζωές των υπαλλήλων του, με κεντρικό πρόσωπο τον Νικόλα, ο οποίος είναι πιά ένας νέος άνδρας με την ίδια αγάπη για ζωή, εραστής της τέχνης, του ωραίου , ενός ανθρώπου που γεύεται τη ζωή στο μεδούλι της, και κάθε προσώπου που με θετικό ή αρνητικό τρόπο, πρόθεση και διάθεση τον πλησιάζει και αλληλοεπιδρά μαζί του.  Είναι αξιοσημείωτο ότι έχουμε μια λεπτομερειακή εικόνα  από τά «μέσα», στην καθημερινότητά τους, τις ευχάριστες και δύσκολες στιγμές, τον κόπο και ιδρώτα από ένα σύνολο ανθρώπων, μια μυρμηγκοφωλιά ή κυψέλη με μέλισσες που εργάζονται για έναν κοινό σκοπό, τους υπαλλήλους του ξενοδοχείου: σερβιτόροι, μπάρμαν, αρχισερβιτόροι, μάγειρες, καμαριέρες, θυρωροί, καθαρίστριες, υπαλλήλων στο τηλεφωνικό κέντρο και επί της υποδοχής. Σπανίως συναντάμε την ευκαιρία να δούμε από κοντά στη λογοτεχνία μας αυτούς τους «άσημους» βιοπαλαιστές και μάλιστα σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Δεν το έχω συναντήσει. Αφήνω ένα παράθυρο ανοικτό μήπως υπάρχει κάτι ανάλογο σε κάποιο βιβλίο που δεν έπεσε στα χέρια μου.

Έχουμε ακόμα τα φερσίματα, τον τρόπο διασκέδασης, ντυσίματος, γούστου ή συνήθως έλλειψης αυτού για την υψηλά ιστάμενη κοινωνία της Θεσσαλονίκης, η οποία μπαινοβγαίνει στο ξενοδοχείο, δίδει ραντεβού , κάνει πάρτυ, τρώει μεσημεριανό ή παίρνει το δείπνο της , πίνει και χορεύει, δίνει δεξιώσεις. Η «μπουρζουαζία» , όπως μας τους καταγράφει ο συγγραφέας του βιβλίου. Ένα κύμα νεόπλουτων που διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα από τους αληθινά αστούς και αρχοντάνθρωπους που είναι λίγοι συγκριτικά με τους πρώτους και η αγωγή, η αισθητική τους είναι αξιοθαύμαστες.

Στο βιβλίο , το χορταστικό αυτό βιβλίο των πεντακοσίων πενήντα πέντε σελίδων, ο κινηματογράφος, μια τέχνη που ο ήρωας κοντεύει να χάσει τη ζωή του για να παρακολουθήσει την προβολή ενός έργου, η μουσική , με λατρεία , ιερή αφοσίωση σ’ αυτήν του Μάνου Χατζηδάκι, η ποίηση και η ανάγνωση βιβλίων, οι περίπατοι στην πόλη και ειδικότερα οι  περιγραφές στην Άνω πόλη , τα σοκάκια, τα τείχη , οι βυζαντινές εκκλησιές και τα ταβερνάκια της, αποτελούν και οι περίπατοι αυτοί και το κλίμα που μας δίδετε ως ονειρικές, μαγικές εικόνες μια ακόμη μορφή τέχνης. Ο κόσμος του κινηματογράφου και του θεάτρου περνάν μπροστά στα μάτια μας: ο Χατζηδάκις πρώτα , με πολλά χρώματα και σε διάφορες στιγμές του – δεν έχουμε , δηλαδή «αγιογραφία», παρόλη τη δεδομένη λατρεία του συγγραφέα για την προσωπικότητα και το έργο του συνθέτη- ίσα ίσα τον συναντούμε σε δύσκολες στιγμές, ζορισμένο από καταστάσεις και « αμφισβητούμενο» από κάποια πρόσωπα. Βρίσκονται στο βιβλίο σχεδόν όλα τα πρόσωπα της πρόσφατης μας καλλιτεχνικής ιστορίας και παροντικής συνέχειας.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο κόσμος της νεολαίας, ο φοιτητόκοσμος, με την πολιτική, καλλιτεχνική δράση του, για την περίοδο της Χούντας οι διώξεις , τα βασανιστήρια, το κρυφτούλι με τους διώκτες, αλλά και πολλά στοιχεία από την καθημερινότητά τους , το ντύσιμο, οι διασκεδάσεις τους, οι συγκεντρώσεις στα σπίτια με ανταλλαγές ποικίλες: ιδεών, βιβλίων, γνωμών, φιλικών διαθέσεων και αλληλοϋποστήριξης. Είναι πολλά τά σημεία πού μπορώ να σταθώ και ν’ αναλύσω περαιτέρω αλλά ας περιοριστώ σε αυτά.

 Ο Νικόλας Γκροσδάνης  μας έχει δωρίσει δύο ακόμη, επίσης πολυσέλιδα βιβλία, ανεκτίμητης αξίας κι αυτά. Το 2003 από τις εκδόσεις «Παρατηρητής» το βιβλίο με τίτλο: «Η μυθολογία των ειδώλων», θαρρώ εξαντλημένο, όπου με σεβασμό, αγάπη, τιμή και «απαλοσύνη» έχουμε τά πορτραίτα από προσωπικότητες της τέχνης , των γραμμάτων και του πολιτισμού που γοήτευσαν , αγάπησε και για χρόνια συγκέντρωσε κάθετί γι’ αυτούς- τα «χαρτάκια» του , όπως λέγαμε- ο Νικόλας Γκροσδάνης. Και το μόλις πρόσφατο βιβλίο του, με τον τίτλο : «Θυμάμαι… 32 χρόνια Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης» από τις εκδόσεις «Επίκεντρο».Εδώ όλη η ιστορία των πρώτων χρόνων του θεσμού ξετυλίγεται μέσα από τη ματιά , την απίστευτη παρατηρητικότητα του Γκροσδάνη. Ένα ιστορικών διαστάσεων τεκμήριο.

Φθάνω έως εδώ και σταματώ, λέγοντας με τις ακροτελεύτιες σκέψεις μου ότι ο Νικόλας Γκροσδάνης είναι ένας λογοτέχνης πού αξίζει να προσεχτεί, να διαβαστεί και μελετηθεί. Μια προσωπικότητα που έδωσε , δίνει και θα συνεχίσει να δίδει πολλά και μοσκοβόλα στο  πέρασμά του χνάρια!