Μια ματιά στο βιβλίο του Δημήτρη Οικονόμου «Ο τελευταίος φύλακας»

Εκδόσεις Ίκαρος, 2020

Ἒχω διαβάσει δύο ἀκόμη βιβλία τοῦ Δημήτρη Οἰκονόμου:  ‘’Οἱ ἐγκλωβισμένοι’’ (2016) ἀπό τίς ἐκδόσεις ‘’Ἲκαρος’’ ἐπίσης καί τό ‘’Ἡ πόλη τοῦ ἀναστέλλοντος ἡλίου’’ (2009) ἀπό τίς ἐκδόσεις ‘’Μελάνι’’.

Ἀπό τήν ἀρχή ἡ γραφή του μέ ἕλκυσε. Στά μυθιστορήματα δέν εἶναι τό πρωτεῦον γιά μένα τόσο ἡ θεματολογία. Χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὃτι ἀδιαφορῶ πλήρως. Κυρίως μέ κερδίζουν ἢ ὂχι , συχνά μέ ἐνθουσιάζουν ἢ μέ ἀπογοητεῦουν , ἡ γλώσσα, τό ὓφος, ἂν ὑπάρχει ροή στό κείμενο. Ἂν ὁ γράφων ἒχει μιάν σεβαστική πρός τόν ἀναγνώστη στάση, ἂν ἦταν θέση σ’ἓναν χῶρο θά ἦταν σέ μιάν γωνία χωρίς φωνασκίες , ἂν ἦταν βλέμμα θά ἦταν συνεσταλμένο, γλυκεία ἀνθρώπινο. Ὃλα αὐτά εἶναι αὐστηρῶς προσωπικά καί δύσκολα στήν ἐπεξήγησή τους, τό γνωρίζω.

Αὐτά τά χαρίσματα ἒχουν τά γραπτά τοῦ Οἰκονόμου, ἒτσι θαρρῶ ἒχουν τά πράγματα. Ἐκτός τοῦ ἐπιθέτου καί ἡ ἲδια ἡ γραφή του ἒχει ἓνα ἀξιοζήλευτο μέτρο , μιάν οἰκονομία. Χωρίς περιττές αἰσθηματολογίες, κάθε λέξη εἶναι ἀπαραίτητη, κάθε φράση ἒχει τό βάθος πού ἀρκεῖ γιά νά περιγραφεῖ κάθετί. Ἂραγε , καί ἡ Ἠπειρώτικη καταγωγή του πόσο θά ἐπηρέασε;!!!

‘’Ο  τελευταίος φύλακας’’ εἶναι ἓνα ἱστορικό μυθιστόρημα. Δύσκολο εἶδος. Γιά νά στηθεῖ ἓνα τέτοιο ἒργο θέλει πολλή δουλειά. Ὧρες πολλές στίς βιβλιοθῆκες καί στά ἀρχεῖα γιά νά συλλεγεῖ τό ὑλικό. Κοπιαστική μελέτη, καλό ξεκαθάρισμα τῶν οὐσιωδῶν ἀπό τά ἐπουσιώδη. Ὃμως γιά νά παρουσιαστεῖ κάτι ἂξιο λόγου τό σπουδαιότερο ὃλων εἶναι ὃτι μετά τό πέρας τῶν ἐργασιῶν αὐτῶν θά πρέπει ὃλ’αὐτά νά χωνευτοῦν , νά κατασταλάξουν. Διότι πολλοί συνέλεξαν , κοπιωδῶς ἐργάστηκαν ἀλλά ἒδωσαν τά ἱστορικά στοιχεῖα μή ἐνσωματωμένα γόνιμα στίς ζωές τῶν ἡρώων τοῦ μυθιστορήματος. Τό εἲδαμε συχνά νά συμβαίνει , δυστυχῶς. Μέ τόν Οἰκονόμου συμβαίνει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Ἁρμονικά δένουν τά ἱστορικά τεκμήρια μέ τίς ζωές τῶν ἡρώων , μέ τήν μυθοπλασία.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Παρακολουθοῦμε τίς ζωές τοῦ Γιώργη Μπάκα  , ‘’ γνωστός στό Νησί με το παρατσούκλι ‘’Μπάρκος’’  ‘’, καί τοῦ γιοῦ του Ἀνδρέα. Ὁ Γιώργης εἶναι ὁ πιό γρήγορος κωπηλάτης στή λίμνη τῶν  Ἰωαννίνων, πολύ καλός ψαρᾶς κι ἀλάνθαστος σκοπευτής:‘’Πολλοί έλεγαν πως τον είχαν δει να πετυχαίνει σπίρτο στα τριάντα μέτρα ή πως με μια ριξιά χαλούσε είκοσι πουλιά’’. Ἒχει δύο βάρκες, τή μικρή καί τή μεγάλη. Μέ τήν μικρή βγάζει τά ἀπαραίτητα γιά τόν βιοπορισμό του κι ὃταν, ἀργότερα ,δημιουργεῖ οἰκογένεια γιά τήν ἀνατροφή της. Ἐνῶ μέ τήν μεγαλύτερη βάρκα διοργανώνει περιηγήσεις , συνοδεύει στό κυνήγι πουλιῶν ἐξέχοντα μέλη τῆς κοινωνίας τῶν Ἰωαννίνων. 

Ἀπό τό κυνήγι καί τό ψάρεμα ἒχει ἓνα καθόλου εὐκαταφρόνητο ἒσοδο :’’ Τίς Παρασκευές δούλευε με τους μουσουλμάνους πελάτες , που είχαν την αργία τους, το Σάββατο με τους Εβραίους και την Κυριακή με τους Χριστιανούς Ιωαννίτες. Αν και οι καλύτεροι πελάτες και καλοπληρωτές ήταν με διαφορά οι μουσουλμάνοι , αν και προτιμούσε για κουβέντα τους Εβραίους , γιατί πολλοί από αυτούς ήταν σπουδαγμένοι στο εξωτερικό , Παρίσι, Τεργέστη, Βιέννη, και του διηγούνταν ιστορίες για θάματα ξακουστά της τεχνολογίας , εκείνοι που τελικά προτιμούσε ήταν οι Έλληνες , όχι για κανέναν άλλο λόγο , παρά επειδή μπορούσε να είναι ο εαυτός του , να απομακρύνεται από την πολυκοσμία και , καθώς οδηγούσε τη βάρκα του μέσα από τη διώρυγα της λίμνης της Λαψίστας , της μικρής αδελφής της Παμβώτιδας , μακριά από δραγουμάνους και ντόπιους καλοθελητές , να βγάζει το φέσι του και να νιώθει ελεύθερος ‘’Ω καπετάν Γιώργη , τί κάν’ς αυτού  ; ‘’ του έλεγαν οι πιο πολλοί. ‘’ Ξαναβαλ’το αμέσως! ‘’. Όμως εκείνος δεν τους άκουγε ‘’(σελίς 52)

Εἲμαστε πρός τό τέλος , τῆς μακρᾶς γιά τήν Ἢπειρο περίοδο, τῆς Τουρκοκρατίας. Ἒτσι , μ’αὐτά τά προτερήματα του ὁ Γιώργης , δηλαδή , ἂριστος σκοπευτής καί κωπηλάτης, καθώς καί μέ διασυνδέσεις καί καλές σχέσεις μέ ὃλες τίς θρησκευτικές , ἐθνοτικές καί κοινωνικές ὁμάδες τῶν Ἰωαννίνων, καί κυρίως μέ τήν ἀγάπη του γιά τήν πατρίδα πού τοῦ καίει τά φυλλοκάρδια του, ἐπιλέγεται ἀπό τήν Ἡπειρωτική Ἑταιρεία πού ἒχει σκοπό της νά προετοιμάσει τό ἒδαφος γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου, γίνεται μέλος της καί ὁρκίζεται ‘’Ἐλευθερωτής’’ , στήν πρώτη ἀπό τίς τρεῖς βαθμίδες τῆς ὀργάνωσης.

Τοῦ ἀναθέτουν ἀποστολές , ἀγωνιοῦμε κι ἐμεῖς διαβάζοντας σελίδα τή σελίδα, λέξη τή λέξη γιά τήν καλή ἒκβαση , μέ κάθε κουπιά γρήγορη, κοφτή κι ὃσο τό δυνατόν πιό ἀθόρυβη , σέ ἀσέληνες νύχτες , ὁμιχλώδη καί παγερά ξημερώματα , ἀνάμεσα σέ καλαμιῶνες , κρυφά περάσματα καί βαλτοτόπια. Κάποτε συλλαμβάνεται , φυλακίζεται μέ ἂλλους σέ μπουντρούμια , ἀγρίως βασανίζεται . Δέν προδίδει , ὡστόσο, τούς συντρόφους του καί τελευταία στιγμή γλιτώνει τή ζωή του. Γυρνᾶ στή γυναῖκα καί τό παιδί του, στήν ἀγαπημένη του λίμνη καί τόν πολυαγαπημένο του τόπο, τό Νησί του, σακατεμένος, ἓνας ἂλλος ἂνθρωπος. Ὑπερήφανος ὡστόσο , καί λεύτερος πρίν φθάσει ἡ λευθεριά, ἒχοντας ἐπιτελέσει τό καθῆκον του στό ἀκέραιο.  

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ἀπό τήν ἀρχή κιόλας τοῦ βιβλίου παρακολουθοῦμε ταυτόχρονα τή ζωή τοῦ γιοῦ του Ἀνδρέα. Ὁ ἲδιος τή διηγεῖται, ἢ ὁ πατέρας του θυμᾶται τόν Ἀνδρέα μικρό, ἂλλοτε ὁ ἀφηγητής προχωρᾶ τήν ἐξιστόρηση προκαλώντας τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀναγνώστη. Ἀντιστοίχως καί ὁ Ἀνδρέας ἀναθυμᾶται καί ἀφηγεῖται στιγμιότυπα , περιστατικά τῆς  ζωῆς του καί βρίσκουμε τόν πατέρα του σέ διαφορετικές ἡλικιακές στιγμές καί περιόδους τῆς ζωῆς του. Στό βιβλίο αὐτό τό μπρός –πίσω στόν χρόνο εἶναι κανόνας στή ροή καί ἐξέλιξη τῆς ἐξιστόρησης. 

Ὃμως ὃλα αὐτά γίνονται μέ τέτοιον  ἁρμονικό τρόπο ὣστε ὃλα δένουν χωρίς χάσματα οὒτε ὡς πρός τήν χρονική ἀκολουθία , οὒτε ὡς πρός τήν ψυχολογική κατάσταση τῶν ἡρώων  καί τήν ὃλη ἀρχιτεκτονική τοῦ βιβλίου. Μεγάλη μαστοριά, χτίσιμο λέξη λέξη καί φράση τή φράση σάν μιάν πέτρινη τοξωτή γέφυρα, ἢ ἐκκλησιά ἢ ἀρχοντόσπιτο, ὃπως τοῦ τόπου πού ἑδράζει τό μυθιστόρημα. Ροή καθάρια , πρόοδος τῆς ἐξιστόρισης καί ἂνετη παρακολούθηση τῆς ζωῆς τῶν ἡρώων, ὃπως ρέουν τά νερά , ὁλοκάθαρα , γοργά καί κρυστάλλινα , στά ποτάμια τῆς Ἠπείρου.

‘’Κάθισε στο αγαπημένο του αγνάντιο . Μια πέτρινη πεζούλα κάτω ακριβώς από ένα πεύκο στο τέρμα του μικρού δρόμου , μακριά από το τελευταίο σπίτι του χωριού . Από εκεί ψηλά μπορούσε να βλέπει τον Αώο , το λατρεμένο ποτάμι , που, αν και Οκτώβρης, άφριζε πέρα στο βάθος καθώς ξεπρόβαλλε ανάμεσα στις πλαγιές της Γκαμήλας και του Σμόλικα , περνούσε την πεδιάδα της Κόνιτσας και κατευθυνόταν προς τον Σαραντάπορο , στα σύνορα με την Αλβανία. Ό,τι πιο πολύτιμο στη ζωή του είχε να κάνει με τούτο το ποτάμι. Δίπλα σε αυτό, πριν από οχτώ  περίπου χρόνια, γνώρισε τη γυναίκα του, και δίπλα σε αυτό γεννήθηκαν τα παιδιά του. Κι ας ήταν τώρα πια ένα άλλο ποτάμι , ο Άραχθος , αυτό που έβλεπε από το καινούργιο του σπίτι, στο χωριό της γυναίκας του.’’(σελίς 19)

Ὁ Ἀνδρέας παρότι μεγαλώνει δίπλα στόν δουλευτάρη καί ἂξιο πατέρα του , πού τοῦ μαθαίνει τά μυστικά τῆς ψαρικῆς , τόν ἂψογο χειρισμό τῶν ὃπλων , τήν ζωή στήν λίμνη, τά σημάδια τοῦ καιροῦ , τήν τεχνική τῆς κωπηλάτησης καί τόσ’ἀκόμη πρακτικά καί σπουδαῖα , ἐκεῖνος ἀγαπᾶ τά γράμματα καί τ’ὂνειρο του εἶναι νά γίνει δάσκαλος. Μελετᾶ  ἀγόγγυστα καί γίνεται δεκτός στό διδασκαλεῖο Ἰωαννίνων.

Ὡστόσο: ‘’ Τα μαθήματα τα έβρισκε ανιαρά και ανούσια. Στα Θρησκευτικά μάθαιναν τα άμφια των ιερωμένων , στη Γεωγραφία τα μήκη όλων των ποταμών της Ελλάδας, στη Φιλοσοφία τις θεωρίες των Προσωκρατικών ‘’ και, ‘’ Στα Αρχαία Ελληνικά , ο καθηγητής τους έβαζε να υπογραμμίζουν τις εκφράσεις με υψηλό νόημα και περιεχόμενο  , όπως έλεγε. Οι σποδαστές έπρεπε να μάθουν απέξω να τις χρησιμοποιούν σε κάποια πρόταση. Την επόμενη μέρα τους σήκωνε σε τριάδες και τους έβαζε να απαγγέλουν ό,τι είχαν αποστηθίσει’’ , ἐνῶ, ‘’ Ένας άλλος εφιάλτης για τον Ανδρέα ήταν η Γυμναστική . Όχι επειδή δεν του άρεσε να ασκεί το κορμί του , αυτός, που ήταν , από τους νεώτερους, ο καλύτερος κωπηλάτης του Νησιού , αλλά επειδή έπρεπε να απομνημονευουν τις ασκήσεις’’ (σελίς 97)

Στό διδασκαλεῖο ἀποκτᾶ ἓναν καρδιακό φίλο,  τόν Γιάννη Δημητρίου. Ὀ ὁποῖος θά παίξει στή ζωή τοῦ Ἀνδρέα σημαντικό ρόλο σέ κρίσιμες στιγμές. Τήν ἀνία , τήν βαρεμάρα, σκεφτόταν ἀκόμη καί νά παρατήσει τίς σπουδές του ὁ Ἀνδρέας, διαλύει ,σάν ὁλόχρυσος ἣλιος τήν ὁμίχλη καί τήν καταχνιά, ὁ νέος διευθυντής τοῦ Διδασκαλείου , Εὐριπίδης Σούρλας :  ‘’ Ο Ανδρέας από το παράθυρο της νέας του τάξης ατένιζε την αυλή. Ο νεοφερμένος διευθυντής , μόνος, χωρίς τη συνοδεία άλλων καθηγητών, που συνήθως ακολουθούσαν σαν αυλοκόλακες τον προηγούμενο , περπατούσε ανάμεσα στους σπουδαστές και τους σταματούσε για να μάθει το όνομα και την τάξη του καθενός. Με το καινούργιο κρεμ κουστούμι του ξεχώριζε σαν ανάσα δροσιάς ανάμεσα στα μαύρα των άλλων καθηγητών’’ (σελίς 143).

Ὁ Ἀνδρές ἑφοδιασμένος γερά μέ τίς γνώσεις ἀπό τό διδασκαλεῖο , μέ τή φωτισμένη ὢθηση τοῦ διευθυντή Εὐριπίδη Σούρλα , εἶναι πανέτοιμος γιά τι μάχες πού καλεῖται νά δώσει. Διορίζεται δάσκαλος σέ ὀρεινά χωριά τῆς Ἠπείρου, ὃπως ἐκεῖνος ζήτησε. Ἓνας διαφορετικός δάσκαλος ἀντίθετα ἀπό τά εἰωθότα τῆς ἐποχῆς. Χαμογελαστός, πράος, ἐπικεντωμένος στίς ἀνάγκες τοῦ παιδιοῦ. Δέν περιορίζεται στά καθήκοντά του μέσα στίς στενές  αἳθουσες τοῦ σχολείου ἀλλά μέ ἒγνοια περιλαμβάνει καί τό σύνολο τῆς τοπικῆς κοινωνίας. Δίνει μάχες κατά τῶν ρουμανόφωνων καί τῆς ἐπεκτατικῆς πολιτικῆς τους στόν χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης καί τῆς γλώσσας.

Νεαρός ἂνδρας ἐπιστρατεύεται μέ τήν κήρυξη τοῦ ἑλληνοιταλικοῦ πολέμου , συμβάλλει κι αὐτός στό μεγάλο Ἀλβανικό Ἒπος. Εἶναι ἡ ὣρα του, νά ἐκπληρώσει τό καθῆκον του, ὃπως μερικές δεκαετίες νωρίτερα ἒπραξε ὁ Γιώργης, πού ἒδωσε τόν δικό του ἀγώνα κατά τῶν Τούρκων. Ἓνας ἂξιος φύλακας στά χνάρια τοῦ πατέρα του. 

Στίς πρῶτες ἀκόμη σελίδες τοῦ βιβλίου καί ἀκολούθως σέ πάρα πολλά κεφάλαιά του βρισκόμαστε στήν ἑλληνοαλβανική μεθώριο καί μέσα ἀπό τήν συναρπαστική γραφή τοῦ Οἰκονόμου μετέχουμε στίς ἱστορικές στιγμές τοῦ ’40-’41, μέ ὃλη τήν παλέτα τῶν ποικιλόχρωμων συναισθημάτων : μέθεξη γιά τίς νίκες, τήν τραγικότητα καί σκληράδα τοῦ πολέμου, στιγμές ἀπόλυτης μηδαμινότητας κάθε ἀνθρώπου πού παίρνει μέρος σέ κάτι ὑπέρτερο καί συντριπτικό, στίς στιγμές πού ὁ ἂνθρωπος μετατρέπεται σέ θεριό , φέρεται, πράττει καί στέκεται μεγαλιῶδης , ξεπερνῶντας ὃρια , ἀντοχές καί περιορισμούς τῆς πεπερασμένης του φύσης. 

‘’Όλη η διμοιρία ξεκίνησε να βάλει . Σχεδόν ταυτόχρονα μπήκε στον χορό ο Γίγας με το Τάγμα Κονίτσης , βορειότερα. Οι Ιταλοί αιφνιδιάστηκαν . Πολλά κορμιά έπεσαν. Κάποιοι προσπάθησαν να ανταποδώσουν , τρέχοντας να καλυφθούν και να στήσουν πολυβόλα , αλλά τα πυρά ήταν τόσο έντονα που δεν τους άφηναν να οργανωθούν. Δεν ήξεραν από πού τους έρχονταν. Από μπροστά τους ήταν ο Δημητρίου, από δεξιά ο Βασιλάς με τον Βερσή και από πίσω τους ο Γίγας. Βρέθηκαν περικυκλωμένοι και ακάλυπτοι, εύκολη λεία για τον εχθρό, και, χωρίς άλλη επιλογή , άρχισαν να τρέχουν πίσω στην ασφάλεια του στρατοπέδου τους. 

Ο σαματάς από τα πολυβόλα σταμάτησε . Για λίγο επικράτησε σιωπή. Οι άνδρες του Δημητρίου , μόλις είδαν την οπισθοχώρηση , άρχισαν να ξεφωνίζουν. Οι πιο θαρραλέοι ξεμύτισαν από τις κρυψώνες τους. ‘’ (σελίς 126).

Σέ πολλά σημεῖα τοῦ βιβλίου θά μποροῦσα νά σταθῶ, σέ τόσα πολλά μάλιστα πού δυσκολεύομαι στήν ἐπιλογή. Θά μποροῦσα ἐπίσης νά ἐπισημάνω πολλά ἀκόμη χαρακτηριστικά τοῦ βιβλίου καί τῆς  γραφῆς τοῦ Οἰκονόμου,-γιά τά τοπωνύμια, τήν τοπιογραφία, τό πανόραμα τῆς φυσικῆς ὀμορφιᾶς τῆς Ἠπείρου καί κάμποσα ἀκόμη θέματα -ὃμως θαρρῶ ἒδωσα , ὃσο τό κατάφερα, τήν ἐνθουσιῶδη πρόσληψη πού εἶχε αὐτό τό βιβλίο σέ μένα, κάποια ἐρεθίσματα , μέ σκέψεις μου καί συναισθήματα πού γεννήθηκαν ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου. 

Ὃσο γιά τόν ‘’Τελευταίο Φύλακα’’ ἀφήνω νά τόν ἀνακαλύψετε ἐσεῖς διαβάζοντας τό ἀξιολογότατο αὐτό βιβλίο.