Διαβάσαμε το μυθιστόρημα του Maurice Attia, «Η λευκή Καραϊβική» εκδ. Πόλις

Maurice Attia
Κείμενο: Θοδωρής Μπόνης (thodoris.bonis@gmail.com)

«Είχα την αίσθηση ότι, σ’ αυτό το νησί, η καχυποψία ήταν ο κανόνας, το ψέμα συνήθεια, η εξαπάτηση παγιωμένη συμπεριφορά. Λες και κάθε κοινότητα αισθανόταν υποχρεωμένη να υπερασπίζεται τα εδάφη της ενάντια στους εισβολείς.»

Έχοντας ζήσει στη γαλλική Αλγερία, ήξερα πόσο επικίνδυνη μπορούσε να αποδειχτεί η εσωστρέφεια, και πόσο το μίσος για τους άλλους εξαπλωνόταν σταδιακά στους πάντες… Πώς συνυπήρχαν απόγονοι δουλεμπόρων και απόγονοι σκλάβων; Πώς οι δημόσιοι υπάλληλοι, που είχαν έρθει για να δουν μια σημαντική αύξηση στους μισθούς τους, άντεχαν τη συμβίωση με μια μερίδα του ντόπιου πληθυσμού που έπεφτε θύμα εκμετάλλευσης ή ζούσε σε άθλιες συνθήκες; Πώς οι ιδιοκτήτες ιστιοπλοϊκών το έπαιζαν λαθρέμποροι με πλήρη ατιμωρησία; Πώς είχε θριαμβεύσει ο χριστιανισμός, ενώ είχε επιβληθεί διά της βίας;

«Ίσως η νησιωτική διάσταση τους αλλοτρίωνε όλους. Μένοντας εκεί, ο καθένας μετατρεπόταν σε νησί περικυκλωμένο από έναν εχθρικό ωκεανό, γεμάτο ορατές ή υποθαλάσσιες απειλές…»

Μετά το «Μαύρο Αλγέρι», την «Κόκκινη Μασσαλία» και το «Παρίσι Μπλουζ», ο Πάκο Μαρτίνεθ αποχωρεί από το αστυνομικό σώμα και εργάζεται ως κριτικός κινηματογράφου και δικαστικός ρεπόρτερ για τη γαλλική εφημερίδα Le Provencal ενώ η σύζυγός του Ιρέν διατηρεί επιτυχώς το κατάστημα με τα καπέλα. Η ζωή τους παίρνει νέα τροπή όταν ο Πάκο δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον πρώην συνεργάτη του, τον Κουπί Τιγκράν. Ο Κουπί κατέφυγε με την σύντροφό του Εύα στην Καραϊβική και εργάζεται ως νυχτοφύλακας. Ένα βράδυ γίνεται μάρτυρας δολοφονίας ενός επιφανή αρχιτέκτονα με πολιτικές φιλοδοξίες. Το κάλεσμα του Κουπί στον Πάκο για βοήθεια προς διαλεύκανση της υπόθεση βρίσκει άμεση ανταπόκριση και αργότερα θα τον ακολουθήσει η Ιρέν. Ο Πάκο θα συναντήσει στο πρόσωπο του Κουπί έναν απελπισμένο άντρα βυθισμένο στο αλκοόλ και μόνο, καθώς η Εύα τον εγκατέλειψε για κάποιον άλλο.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Η λευκή Καραϊβική» που κυκλοφορείται από τις εκδόσεις Πόλις και αποτελεί το πρώτο μέρος μιας καινούργιας τριλογίας του Maurice Attia που ξεκινά το 1976 και ολοκληρώνεται το 1981, ο συγγραφέας επιχειρεί να συγκεράσει την αστυνομική δράση με το κοινωνικό-ιστορικό πλαίσιο της ζωής στην Καραϊβική την περίοδο της soul, της jazz fusion και της ψυχεδελικής ροκ. Στην Καραϊβική της δεκαετίας του ’70, όπως την παρουσιάζει ο συγγραφέας, επικρατούν η διαφθορά, η βία, τα ναρκωτικά, το σεξ, ο πολιτικός αμοραλισμός, το λαθρεμπόριο και οι εμφανείς ταξικές ανισότητες. Σε ένα νέο αποικιακό καθεστώς παρουσιάζονται δύο διαφορετικοί κόσμοι –οι βίλες των πλουσίων και οι παράγκες του ντόπιου πληθυσμού. Στο βιβλίο εμπλέκονται χαρακτήρες διαφορετικών κατηγοριών: δολοφόνοι, αδίστακτες γυναίκες, χήρες, ερωμένες, πλούσιοι, δολοφόνοι και ζιγκολό. Η γραφή ταλαντεύεται ανάμεσα στις έξοχες περιγραφές χώρων και ερωτικών σκηνών και σε άχαρους προσωπικούς διαλόγους σε ημιεπίσημο ύφος. Ο μεγάλος αριθμός εμπλεκόμενων προσώπων –για το προφίλ πολλών εκ των οποίων γνωρίζουμε ελάχιστα και αυτό μάλλον προς εξοικονόμηση χρόνου– και οι διαρκείς ανατροπές κατά τη διάρκεια των ερευνών των πρωταγωνιστών μπερδεύουν εν μέρει τον αναγνώστη, γεγονός που εξισορροπείται από την παρουσία πολλών πρωτοπρόσωπων αφηγητών που μας μεταφέρουν πτυχές της ιστορίας.

Συγγραφέας: Maurice Attia
Τίτλος πρωτοτύπου: La Blanche Caraïbe
Τίτλος στην ελληνική έκδοση: Η λευκή Καραϊβική
Μετάφραση: Χαρά Σκιαδέλλη
Μακέτα εξωφύλλου-σχεδιασμός έκδοσης: Μαρία Τσουμαχίδου
Επιμέλεια-διόρθωση: Άννα Μαραγκάκη
Εκδόσεις: Πόλις (2018)
Σελίδες: 384