Κριτική: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη – Η επιστροφή των νεκρών

Το μακρινό πια 2001 η ουαλική μπάντα Manic Street Preachers κυκλοφόρησε το βίντεοκλιπ του “So why so sad”. Ήταν η εποχή του πολέμου στο Ιράκ και στο μουσικό βίντεο απλώνεται μια παραλία όπου συμβαίνουν δυο αντιθετικές δράσεις: η νωχέλεια των λουόμενων στην ειρήνη συμβαίνει ταυτόχρονα με την απόβαση των στρατιωτών που ανατινάσσονται από βόμβες. Ο χρόνος συντέμνεται και γίνεται ιδεολογικός χρόνος, ο χώρος φέρει τις αντιφατικές στιγμές διαλεκτικά, εφόσον “η ειρήνη τους και ο πόλεμος τους/ μοιάζουν όπως ο άνεμος και η θύελλα”, έλεγε ο Μπρεχτ. Δεκαέξι χρόνια μετά, που μετρούνται σε δεκάδες πολέμους και εκατομμύρια θύματα, για την ποιήτρια Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη: “η ανθρωπότητα γεννιέται και πεθαίνει λες και δεν της έχει ξανασυμβεί τέτοια επανάληψη και πολεμάει λες και δεν είναι δυνατή και απατά σαν να μην πιστεύει ότι τέτοια πράγματα γίνονται καθημερινά” (σελ. 53).

Με αφορμή τους Preachers μπαίνουμε, λοιπόν, στο εξαιρετικό βιβλίο της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη, “Η επιστροφή των νεκρών”. Δεν είναι μόνο το ποίημα “Διασχίζοντας τη Μάγχη” που αντιπαραθέτει το παρόν της ειρηνικής παραθαλλάσιας Μάγχης με παρελθοντικές της εμπόλεμες εικόνες, αλλά στα περισσότερα ποιήματα του βιβλίου υπάρχει ένας δυισμός και μια αντιπαράθεση, της διαχείρισης δηλαδή του ιστορικού με τον παρόντα και μέλλοντα χρόνο, του προσωπικού με το συλλογικό, του έρωτα με τον θάνατο. Έτσι το εναρκτήριο ποιητικό συμβάν είναι δηλωτικό της πρόθεσης του βιβλίου και του τίτλου του, όπου μέσω των δύο μεγάλων ποιητών, μετασχηματιζόμενων σε σημεία, του Απολλιναίρ και του Σεντράρ -αμφότεροι μαχητές του Α’ παγκοσμίου- δίνεται η θυσία με την απώλεια και την επιβίωση, όπως αυτά μετασχηματίζονται σε τέχνη:

(…)κι έτσι
έχουν μείνει οι νεκροί
να τραγουδούν ακόμα- ο ένας
απο το πανί, ο άλλος στα βιβλία
απ’ το αυτοκινητάκι του Ρουβέρ
” (σελ.13)

Με καθαρή λυρική αφήγηση και άψογα οικοδομημένη φόρμα εισάγει και αναδημιουργεί ποιητικά το ιστορικό γεγονός (ο Απολλιναίρ πέθανε λίγο πριν τη λήξη του πολέμου και ο Σεντράρ, απώλεσε το ένα χέρι του στη μάχη) μέσω την ίδιας αυτής μετουσίωσης του, δηλαδή κάνει τέχνη αναφερόμενη στην τέχνη που γέννησε ο πόλεμος (εδώ η άντιπολεμική ταινία του Αμπέλ Γκάνς “J’ accuse” από το 1919, όπου παρελάβνουν οι νεκροί του πολέμου).

Τι ζητούνε, όμως, οι νεκροί που επιστρέφουν; “αν μάθανε οι ζωντανοί/ να ζουν μετά τον πόλεμο», λέει η ποιήτρια και αυτή είναι η υπαρξιακή και πολιτική ουσία του βιβλίου της. Γιατι η ποιήτρια γνωρίζει καλά πως ρόλος της δεν είναι να πείσει, αλλά να παρακινήσει. Ομνύει στις πράξεις των πολλών, στη δράση, αναδεικνύοντας αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη να πει, αυτό που ως βιωμένη εμπειρία διατρέχει τις ζωές όλων μας και με τα εχέγγυα της πολιτικής επιστήμης έχει την ψυχραιμία να διακρίνει τις πτυχώσεις της γεωγραφίας των γεγονότων και των φαινομένων:

Οι νέες εποχές της βίας που έρχονται από τη «Φονκοσάν με το Κόκκινο νερό και τις πηγές / Το μέρος απ’ όπου πάντα γίνονταν οι εισβολές» (Το αυτοκινητάκι [Γκιγιώμ Απολλιναίρ])

την Ευρώπη όπου «Για να στεριώσει, της βάλαμε χάλυβα γαλλογερμανικό» , που επίσης «και στα γεροκομεία της Στουτγκάρδης / όπου τελειώσανε ειρηνικά την πολύχρονη ζωή τους/ χιλιάδες απλοί φονιάδες των Ες Ες» (EINSATZGRUPPEN)

τους βολεμένους από την εξουσία επαναστάτες που άλλοτε «κι έπιναν τούτοι ένα κρασί, χλωρό ήτανε, / από χαρτόκουτο, όχι σαν των άλλων, των λίγων/ τα εκλεκτά και τα ωραία» (Τα δόκανα)

μαζί με αυτά και άλλα ποιήματα για την οικονομική κρίση, για το σκανδιναβικό μοντέλο σωφρονισμού, την απάτη της οργανωμένης θρησκείας και της εξουσίας της, τα εγκλήματα της αμερικάνικης πολεμικής μηχανής, αλλά και το ξερίζωμα των Σύρων προσφύγων από το ματοκύλισμα της χώρας τους. Μαζί με τις ποιητικές της εικόνες παραθέτει φωτογραφίες – τεκμήρια από ναζιστικές θηριωδίες και τονίζει έτσι, μέσω των ντοκουμέντων, την ανάγκη εγρήγορσης σε αρμονία φωτογραφικής εικόνας και λεκτικού συμβάντος με το απαραίτητο, φυσικά, κενό που θα συμπληρώσει ο αναγνώστης ανάλογα την κρίση του και τον συναισθηματικό του κόσμο.

Υπάρχουν όμως και άλλα δύο, καίριας σημασίας υλικά για την αισθητική της Γλυνιαδάκη: είναι το αστικό τοπίο της και ο έρωτας. Κι εδώ, τί χρώμα και πύκνωση πραγμάτων και στοιχείων, άλλο πράγμα αυτό το χρώμα που βλέπεις στη Μόσχα της ποιήτριας:

στο πάρκο των Κοσμοναυτών,
με το σφυροδρέπανο στην είσοδο να φωτίζεται μια μπλε,
μια πράσινο, μια κόκκινο -σαν ντισκομπάλα. Πίσω απ’ την πλάτη του
χάλκινοι εργάτες κι εργάτριες σήκωναν στάχυα δέκα μέτρα ύψος
και πιτσιρίκια έκαναν ποδήλατο με βοηθητικές ρόδες
και ροζ κράνη.
(Γράμμα από τη Μόσχα)

Είναι ένα μαγικό ταξίδι αυτό στην πρώην σοσιαλιστική Ρωσία. Χωρίς να αρνείται, με κάποια ειρωνεία, πως η Ρωσία είναι «ο μύχιος οδηγητής αιώνια απογοητευτικός» η ποιήτρια προχωρά σε μια φιλμική σχεδόν ανάδυση της Μόσχας, με έντονα Pop στοιχεία (νάιλον μπουφάν με επένδυση, σφυροδρέπανα με νέον φώτα, ροζ ποδηλατικά κράνη), να τα φέρει πάνω του σαν εικόνες και πραγματικότητα ένας ηλικιωμένος πολίτης και αυτά να συνυπάρχουν με την παραγωγική διαδικασία, την εργασία από «τους δεκατρείς χιλιάδες εθελοντές της Κομσομόλ/ και τους τόνους χώματος που κουβάλησαν σε κα-/ ρότσια με τα χέρια σκάβοντας το». Εδώ, κάνοντας φυσικά της κριτική της η ποιήτρια, δεν μπορεί παρά να παραδώσει στο ονειρικό ποιητικό της σύμπαν την πρώτη προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον προηγούμενο αιώνα και μάλιστα την τελευταία δεκαετία ύπαρξης της.

Τα αστικά τοπία της Γλυνιαδάκη είναι κυρίως Αθηναικά και φυσικά είναι κοσμοπολίτικα και πολυταξιδεμένα. «Όταν φτάνεις το βράδυ στην πόλη, αργά / κι αρχινάς να κατέβεις στο κέντρο/ η πόλη έχει ηρεμήσει» (Η ιδέα της Νίκαιας), λέει η ποιήτρια. Μπείτε τώρα στη θέση της, εκείνη τη στιγμή που ετοιμάζεστε, βάζετε ρούχα και έχει ήδη ιριδίσει το απόγευμα ως κάτω το Μοναστηράκι, το Μεταξουργείο και σκεφτείτε αυτή την ιδιαίτερη φράση που αιχμαλώτισε σε στίχο η ποιήτρια «κατεβαίνω στο κέντρο». Τί σηματοδοτεί άραγε στον καθένα μας, τί προοπτικές και τί μυρωδιές και χρώματα. Είναι όμως και η Αθήνα από το Παγκράτι, από κάθε τουρκομπαρόκ τετράγωνο της, όπου μπορείς να αφουγκραστείς τα σώματα, πλακωμένα και ιδρωμένα το ένα πάνω στο άλλο.Οι αρθρώσεις του βιβλίου, πρέπει να παραδεχτούμε, είναι ο ερωτισμός του. Ένας ερωτισμός που φέρει τη παγκόσμια γλώσσα της ένωσης των ανθρώπων και που στην «επιστροφή των νεκρών» αφηγείται το ξεκλείδωμα των επιθυμιών, την επικοινωνία των χεριών και κερδίζει στο συνεχές της ροής με την πιο απλή γλώσσα και τις λέξεις, όπως πρέπει στα ερωτικά ποιήματα, συντηρώντας το συνεχές της θερμοκρασίας του. Εδώ αποθεώνεται το θηλυκό, οι εντάσεις, η ανεμελιά, το ανατρίχιασμα του γυναικείου κορμιού με τρόπο πραγματικά πειστικό και συνδιαλέγεται με τον ζόφο του πολιτικού παρελθόντος και τους σεισμούς ενός μέλλοντος, όπου επαναλαμβάνεται η ανθρώπινη τραγωδία και φωνάζει η ανάγκη για δράση. Τα ερωτικά ποιήματα της συλλογής είναι η καυτή ανάσα και συγκολλητική ουσία του έργου.

«Η επιστροφή των νεκρών» έρχεται να ταιριάξει με τις αγωνίες πολλών σύγχρονων ελλήνων ποιητών, που διαχειρίζονται τα θέματα της εποχής, την αλλοτρίωση, την απειλή του φασισμού, τη ζέση για έρωτα και σώμα, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την προσφυγιά, την οικονομική κρίση, την αδρανή στάση της ολοένα και περισσότερο στριμωγμένης εργατικής τάξης. Είναι όμως και ένα βιβλίο που προτιμά να αναδείξει και να απαιτήσει δράση, κρατώντας ένα εποπτικό μάτι στην πρόσφατη ανθρώπινη ιστορία, βιβλίο αρμονικό, καλαίσθητο με ωραία δομή, στεγνή από φτιασιδώματα, με λεπτή ειρωνεία, όπως ακριβώς θα το προτιμούσε και η πολωνή ποιήτρια Βισλάβα Συμπόρσκα. Του απονεμήθηκε το κρατικό βραβείο ποίησης για το 2018. Κι αυτό ήταν δίκαιο, πολύ δίκαιο.

Δείτε επίσης