Εάν η ποιήτρια Θεοδώρα Βαγιώτη έγραφε στις αρχές του 19ου αιώνα και δη στη Γαλλία, θα εντάσσονταν με χαρακτηριστική άνεση στην κατηγορία του πρώιμου ρεαλισμού. Στο ίδιο αυτό λογοτεχνικό ρεύμα στο οποίο, τη δεκαετία του 1830, εμφανίζονται οι πρόδρομοι του ρεαλισμού και συγκεκριμένα οι Stendhal και Balzac, αντιμετωπίζοντας το λόγο ως καθρέφτη των ηθών της εποχής.
Ως στάση και θέση μέσα στη λογοτεχνία ο ρεαλισμός αποκρυσταλλώνει τα διακριτά του χαρακτηριστικά ταυτόχρονα με σειρά κοινωνικών γεγονότων, μέσω των οποίων μεταβάλλονται τόσο η οπτική θέασης των πραγμάτων όσο και αποτύπωσή τους στο δημόσιο χώρο. Ανάμεσά τους καταγράφονται η επανάσταση του 1848 η οποία επανάφερε στο προσκήνιο το περιεχόμενο της λαϊκής βούλησης, αλλά και υπέδειξε τα όρια των μαζών· η ανακάλυψη της φωτογραφίας που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι έβλεπαν τον κόσμο· η ζωγραφική του Courbet, ο οποίος αντιτάχθηκε σε μεθοδεύσεις εξιδανίκευσης της τέχνης· ο θετικισμός του Comte κ.α. Προφανώς, δεν θα επεκταθούμε στον επιστημονισμό συνώνυμο του οποίου υπήρξε η αντίληψη περί ρεαλισμού. Θα περιοριστούμε στα δεδομένα τα οποία η τέχνη του λόγου όρισε ως αυστηρό πλαίσιο αυτού.
Κι αν ο Damian Grant, στο έργο του «Ρεαλισμός», (εκδ. Ερμής, Αθήνα 1988 (2η έκδ.), 91-92) γράφει: «Η μελέτη του ρεαλισμού αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση […] μέρος του γενικότερου προβλήματος των σχέσεων ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη. […] ο απλοϊκός ρεαλιστής φαντάζεται ότι μπορεί να γίνει η αναπαράσταση του κόσμου με λέξεις, ή με κάποιο άλλο μέσον, κι ότι μπορεί να επιτύχει την αναπαράσταση αυτή δηλώνοντας ότι το κάνει, κι υποσχόμενος να εργαστεί με απλότητα κι ειλικρίνεια. […] Μα είναι εύκολο να αποδειχτεί πως η αναπαράσταση αυτή είναι ακατόρθωτη τόσο τεχνικά όσο και φιλοσοφικά», ευτυχώς η ποίηση τον διαψεύδει και μάλιστα εκδικητικά. Εάν στην εγχώρια παραγωγή η ποίηση έχει βυθιστεί άνευ χάρτη και προορισμό στο συναίσθημα και την απαξίωση της εικόνας, ορισμένοι επιμένουν να δημιουργούν με γνώμονα την αυστηρή ανάλυση των δεδομένων της πραγματικότητας.
Ανάμεσά τους η ποιήτρια Θεοδώρα Βαγιώτη. Αναπαριστά την εικόνα της βιωμένης εμπειρίας με τέχνη εικαστικής λεπτομέρειας. Προσεγμένη στο μέγεθος της ποιητικής ταυτότητας και με χρονική καταγραφή μίας συντελεσμένης ενέργειας σε διάσταση από τον παρελθόντα χρόνο, η ποιήτρια κυριολεκτικά μαγνητίζει πρόσωπα, καταστάσεις και διαδραματιζόμενα γεγονότα. Δεν επιτρέπει στο συναίσθημα να τυφλώσει την κρίση της. Έχει λάβει αποστάσεις ασφαλείας, τέτοιες που αντικειμενικά πια προσεγγίζει τα υπαρξιακά φερέφωνα της σκέψης. Τα δεδομένα με τα οποία συγκολλά τις πτυχές μιας προσωπικότητας στο λόγο είναι αυθεντικά. Δεν αφήνεται να παρασυρθεί από τον κρότο των ψυχικών αντιθέσεων. Έχει μεσολαβήσει ανάμεσα στην επιθεώρηση των αισθήσεων και την κριτική δομή των προσλήψεων. «Επισκέπτομαι τον τάφο/του πατέρα κάθε/ψυχοσάββατο, του φτιάχνω/στάρι, τον ταΐζω στο στόμα/τον φιλώ στο μέτωπο» (σελ. 19) και η περιγραφή/οι περιγραφές που ακολουθεί/ούν είναι συγκλονιστικές μιας ζώσας πραγματικότητας. Στη θέση της φαντασίας τοποθετεί την εξονυχιστική παρατήρηση. Δεν καταλήγει στην απομόνωση της οπτικής των αιτιών. Αντίθετα, με αφετηρία τις αισθήσεις, υπερβαίνει τον στενό ορίζοντα των συναισθηματικών απολήξεων και αναπλάθει το περιεχόμενο της πράξης στον καμβά του χωροχρόνου. Αφαιρεί το πλαίσιο για να ανακαλύψει, με θάρρος, την προοπτική που κρύβεται πίσω από την συντελεσμένη ενέργεια των προσώπων.
Θέτει μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της ευθύνης. Ποιος/α διαθέτει τα εχέγγυα να αναμετρηθεί το περιεχόμενο της λέξης, προτού αυτή αποκτήσει σάρκα και οστά στις δράσεις των υποκειμένων της ιστορίας; Και απαντά η ποιήτρια, δεν στέκεται μετέωρη στο διάβα της ιστορικής μνήμης. Τι κι αν η ήττα, τόσο ατομική όσο και συλλογική, γυροφέρνει τις επιθυμίες; Εκείνη έχει αναγνώσει την ιστορία απ’ την ανάποδη τροχιά. Εκκινά με γνώμονα την απώλεια για να περισώσει τα θύματά της (βλ. ιστορία), όπως αυτά τεκμηριώνουν την ουσία της αποξένωσης. Όχι απλά δεν ξεθωριάζει την αντοχή της, αλλά παρεμβαίνει με τρόπο άμεσο και δεικτικό στις εξελίξεις. Αναμετράται με τον θάνατο, τον ξεμπροστιάζει στο μεγαλείο της ανθρώπινης ουδετερότητας προκειμένου να μετατρέψει τα συνθετικά του υλικά σε υποκείμενα μίας επερχόμενης καταιγίδας. Καταιγίδας ψυχικών συγκρούσεων, διότι η ποιήτρια επιθυμεί τη ζωή. Προβάλει και προωθεί το αίτημα αυτής σε διαστολή με την συνολική υπονόμευση την οποία αντιμετωπίζει στον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο.
Το πρόσωπο του πατέρα, για παράδειγμα, φέρει μέσα του την σκληρή γειτνίαση του ενστίκτου της επιβίωσης. Και αυτή η σχέση έχει μετατραπεί σε Αχίλλειο πτέρνα της έκφανσης των σωμάτων. Για το λόγο αυτό η ποιητική ωδή της δημιουργού επικεντρώνεται στην αποδέσμευση απ’ τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της πατρικής εστίας (κάθε άμεσης ή έμμεσης αντιστοιχίας με την έννοια και την δέσμη αξιών πατρικής εστίας) και υψώνει ανάστημα. «Όλα στο σφυρί/για λίγο ψωμί και ελευθερία/η βάσανος που μ’ έσφιξε στην πείνα και τον θάνατο» (σελ. 44) και το Μαρμαρογλυφείο αποκτά ουσία. Μετατρέπεται σε πεδίο αναφοράς για μία τεθλασμένη πρόσοψη της πραγματικότητας. Έχει μεταφερθεί πλέον σε νέα διάσταση η αίσθηση της υπόστασης. Δεν αρκούν οι λέξεις. Δεν αρκούν οι εικόνες. Απαιτεί η ποιήτρια φως. Οι στίχοι βρίθουν από την πηγαία ανάγκα για φως. Το παρελθόν της παιδικής ηλικίας μεταβαίνει στο παρόν της ενηλικίωσης, σε έναν κόσμο μόνιμης αποκτήνωσης.
Μα, δε σωπαίνει. Αποτυπώνει μία ιδιότυπη, κοινωνιολογικής και ψυχολογικής υφής, αιτιότητα στην ακρίβεια της περιγραφής και μετασχηματίζει την επικοινωνία σε τάση απογύμνωσης και αποκάλυψης. Η στιγμή αναγνωρίζεται ως πίνακας ζωγραφικής απεικόνισης. Κάθε στιγμή συμβολίζει την ισορροπία ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Η ίδια ακροβατεί πότε στη μία και πότε στην άλλη πλευρά της ιστορίας, δίχως ποτέ να αστοχήσει στις απαιτήσεις της προσωπικής της αντήχησης. Δεν αναμένει τη μεταφυσική απάντηση στα ερωτήματα τα οποία η ζωή θέτει με κόπο στον καθημερινό μόχθο της. Ταυτίζεται μαζί της και ανασκευάζει την προώθηση του μέλλοντος σε καιρούς δύσβατους. Κάθε τόσο αναπολεί, αλλά δεν ματαιοπονεί στη μονοτονία. Αναπολεί περασμένες στιγμές σε έναν χρονικό ορίζοντα μεγεθυμένων προθέσεων· ακριβώς, επειδή τις ίδιες στιγμές θα επεδίωκε να αναπαραστήσει σε κάθε δεύτερη, ίσως, ευκαιρία. Και καταλήγει να μετρά, στα δάκτυλα του ενός χεριού, τις αληθινές συσπάσεις της επιθυμίας, που η ζωή απλόχερα της χάρισε.
Το Μαρμαρογλυφείο, λοιπόν, καθρεφτίζει τα όνειρα και τις εμπειρίες της ψυχικής αφρόκρεμας των ανθρώπων, που ο χρόνος δεν υπονόμευσε την αλήθεια τους.
Βρείτε το βιβλίο εδώ.
Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.