Άκης Δήμου – …και Ιουλιέτα

Επιμέλεια: Γιώργης Χαριτάτος
hardim93@gmail.com

Μ’ έκαιγε η σκέψη του, ο ύπνος μου γέμιζε νερά, χανόμουν στο βυθό του. Με μάγευε αυτή μου η αφοσίωση. Μπέρδευα τις κινήσεις μου, το σάλιο μου μαλάκωνε, γλιστρούσαν οι κουβέντες μου υγρές, σκόρπιζαν πριν προλάβω να μιλήσω. Τριγυρνούσα στο σπίτι αδιάφορη στα φλύαρα βλέμματα των υπηρετών που σχολίαζαν μ’ αυτόν τους τον τρόπο την απουσία οποιουδήποτε λόγου να βρίσκομαι συνεχώς ανάμεσα στα πόδια τους. Τα μαλλιά μου μπλέκονταν στα έπιπλα όπως τα κέρατα του ελαφιού στα κλαδιά των θάμνων. Μέτραγα την ανάσα μου κι απορούσα: τόσο λίγη που ήταν πώς γινόταν και ζούσα ακόμη; Άνεμοι τρυφεροί με ταξιδεύανε, με κάθιζαν στα γόνατα κι ύστερα, πάνω μου περνώντας, με κουρσεύανε. Τον έφερνα κοντά μου, πλάι μου, τον κρατούσα μέσα μου με μια τυφλή ορμή, μια δύναμη αντρική, αταίριαστη στο φύλο μου.

Έφτανε μια στιγμή να τον σκεφτώ και σα να κέρδιζα ύψος – όχι ανεβαίνοντας όμως, πετώντας ναι, μα κατευθείαν αγκαλιάζοντας το χώμα. Μ’ έβρισκε η παραμάνα αναίσθητη στο πάτωμα, ξέπνοη. Όταν συνερχόμουν, παραδινόμουν σε μια ατέλειωτη ρέμβη. Ήμουνα μόνη μου ξανά κι ήμουνα δυο αγκαλιασμένοι σφιχτά μέσα στο αίμα μου. Μυρμήγκιαζαν οι φλέβες μου και στο κορμί μου άνθιζε ένας δροσερός πυρετός που έκανε τα πόδια μου να τρέμουν, να συνηθίζουν δρόμους που μακραίνανε.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

[…] Ερχόταν καλοκαίρι. Κατέβαινα να γνέσω στο πηγάδι, μπλεκόταν το φεγγάρι στην ανέμη μου, αστέρια πέφταν στα νερά και η κλωστή μου γέμιζε μπουμπούκια. Μια πένθιμη χαρά με κατοικούσε. Και μ’ αναστάτωνε βαριά, σα να μηνούσε έναν χαμό λυτρωτικό, μια νύχτα φόνου. Ήρθε από τότε τέσσερις φορές. Με παραφύλαγε και μ’ έβρισκε πάντοτε μόνη.

[…] Σας στενοχώρησα, το βλέπω. Ελάτε, μη λυπάστε. Τουλάχιστον όχι για μένα. Υπάρχει τόσος έρωτας γύρω σας και μέσα σας που και η ελάχιστη θλίψη για τη δική μου ερημιά είναι μια ανώφελη σπατάλη.Φυλάξτε τα δάκρυά σας, θα τ’ αναζητήσετε αργά ή γρήγορα. Τότε θυμηθείτε με για λίγο. Και κλάψτε μόνος σας μετά. Όχι για τη δική μου ορφάνια, μα για τον δικό σας ανεκτίμητο καημό.

[…] Αν είχε αστέρια απόψε, θα πήγαινα μια βόλτα στη λίμνη με την άμαξα ή με τη μηχανή του γιού του επιστάτη. Ίσως τον συναντήσατε καθώς ερχόσασταν, είναι ένα όμορφο, λίγο θαμπό αγόρι, όλο χέρια. Θα ήθελα πολύ να βυθίσω τα πόδια μου στην άμμο, να μείνω ώρα έτσι, παρατηρώντας τους κωπηλάτες να λάμνουν ιδρωμένοι. Έχετε δει ποτέ νυχτερινή κωπηλασία; Θα σας μάγευε η κίνηση των κουπιών, η αυστηρή τους συμμετρία καθώς λογχίζουν τα νερά σκάβοντας ασημένιες λακκούβες στην ήρεμη επιφάνεια της λίμνης.

Θα επέστρεφα προτού χαράξει, θα τίναζα την άμμο απ’ τα πόδια μου, το πάτωμα θα γέμιζε απ’ την ξανθή της σκόνη. Δεν θα βιαζόμουν καθόλου να καθαρίσω. Θα την άφηνα εκεί, να τρίζει ελαφρά κάθε φορά που θα πατούσα πάνω της ξυπόλητη…Θα την άφηνα να μου θυμίζει τότε που…εκεί, στη λίμνη, ένα βράδυ…εγώ, με τ’ όνομά μου ολόκληρο, ολόκληρο τ’ όνομά μου μέσα στο άλλο όνομα, μέσα σ’ εκείνο το θάμβος…με όλα μου τα μάτια και τα χέρια και με την καρδιά μου όλη να με καταπίνει…μ’ όλη μου τη ζωή σ’ ένα βράδυ, προτού ο θάνατος…προτού εγώ μισή, καλέ μου, κι από μισή πιο λίγη, προτού μόνη μου και τίποτα, τίποτα πια…κανένας, κανένας πουθενά…πουθενά μέσα μου κανείς…μέχρι κι εγώ να λείπω απ’ το κορμί μου…

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Να μην ξανάρθετε εδώ. Μ’ αναστατώνει κάθε ξένη παρουσία. Όποτε μιλώ, σα να σκάβω το ίδιο μου το σώμα, σα να βυθίζομαι στη σάρκα μου κι όταν ξαναβρίσκω τον κόσμο γύρω μου είμαι άδεια, ρημαγμένη και άοπλη, μ’ όλα μου τα μέλη κατεστραμμένα, με κλονισμένες τις αισθήσεις, δίχως όψη.

Δε σας ζητώ παρά να με ξεχάσετε. Φύγετε, σας παρακαλώ! Δε με λυπάστε; Θα δύσουνε τα χρώματα, θα ξημερώσει αέρας, τις μέρες μου θα διώξει που λυπήθηκα. Με φύλλα δυόσμου θα στολίσει την ανάσα μου. Θα έρθει μια νύχτα μόνιμη, προσωπική μου νύχτα, όλη δικιά μου, μακριά από άγρια μεσημέρια κι ενοχλητικά ηλιοβασιλέματα. Δε θα με γδέρνει πια η απουσία. […] Θα ‘χω φιλιώσει με τον ίσκιο σου, δεν θα τον πολεμώ που μου κρατάει κρυμμένο το κορμί σου. Θα ζεις κι εσύ μαζί μου, εδώ, όπως άλλοτε τόσες φορές ονειρευτήκαμε. Θα έχουμε πια γιατρευτεί από εκείνον το θάνατο. Θα κάθεσαι κοντά μου, ξαπλωμένος στα πόδια μου, μικρό πουλί, αναμνηστικό μιας νεκρής από αιώνες ηλικίας. Θα μου τραγουδάς σαν άνθρωπος: αιθέρια ψέματα, απίστευτες αλήθειες. Ξελογιασμένα θα υπόσχεσαι σμιξίματα. Θα ξεκουμπώνεις τα φτερά σου να ελαφρύνεις, τα φώτα θα ραμφίζεις να μη μας δει κανείς – δεν είμαστε εμείς για τους ανθρώπους. Ύστερα θα κουρνιάζεις στο κρεβάτι μου. Θα σου φέρνω νερό, ζεστό καφέ, τριμμένα παξιμάδια. Τινάζοντας τις στάχτες απ’ τα μάτια μου, θα σε κοιτώ που θα γελάς. Θα σ’ αγκαλιάζω και θα φεύγει ο μαύρος χρόνος τρομαγμένος.

Κάποιος να ποτίσει τα’ αγάλματα απόψε. Έχει τόση φωτιά εκεί έξω… Και οι βροχές –το νιώθω – θ’ αργήσουνε πολύ να επιστρέψουν.

..και Ιουλιέτα (Μονόλογοι, εκδ. Σοκόλη 2016)