Για την άνοιξη που θα έρθει, θα φύγει και θα μας νικήσει:
Το προμήνυμα της κερασιάς
Φλεβάρης, που απεκδύεται τον καθωσπρεπισμό και φορά τα προσωπεία του καρναβαλιού, της μνήμης για τα αγαπημένα μας πρόσωπα, της μυστικής συνουσίας. Της αμυγδαλιάς και του απαλού ανέμου που πνέει στα πέταλά της. Της μανταρινιάς και της λεμονιάς με τα μοσχοβολιστά άνθη. Των χεριών που μυρίζουν νοτισμένο χώμα, των νέων και των ρωγμών. Φλεβάρης των κερασιών, δέντρων και καρπών, που ανθίζουν τόσο όσο χρειάζεται, ώστε να βιάζεται ο κορμός να «ματώσει» απ’ το χρώμα τους. Θέλεις η σκέψη από τον τίτλο της ποιητικής συλλογής του Γιώργου Δομιανού πως «δεν είναι η εποχή των κερασιών», θες η ταινία «1917», ο σκηνοθέτης της οποίας έπαιξε αριστοτεχνικά με το μοτίβο της κερασιάς και της πρόωρα χαμένης άνοιξης, ως αντιστικής εικόνας δίπλα στη σκουριά, τα χώματα και τις στάχτες του πολέμου, θες η μια κερασιά που κάποτε είχαμε στη Ρίζα, στο χωριό μου, και κόπηκε βίαια, επιστρέφω στις κερασιές και περιμένω. Άλλωστε, όπως έχει γράψει και ο Μάνος Ελευθερίου «αιμορραγούν οι αισθήσεις όταν θυμόμαστε.» Για αυτές τις τόσο φωτεινές και αναπόδραστα σκοτεινές στιγμές του Φλεβάρη και καθώς περιμένουμε την άνοιξη, που θα έρθει, θα μας νικήσει και θα φύγει, οι κερασιές ας αποτελέσουν ορόσημο για επιστροφή στην ποίηση και στην εσώτερη επαφή με τη φύση και τον κόσμο μας. Κι ας αιμορραγούν μαζί μας κάνοντας γλυκύτερο κάθε πόνο μας.
Ακολουθούν 5 + 1 ποιήματα για αυτό το τόσο απαλά σκληροτράχηλο δέντρο.
Χρίστος Λάσκαρης, «Διαβάζοντας ένα ποίημα»
Διάβαζα ένα ποίημα για την άνοιξη
όταν την είδα να έρχεται από μακριά:
μισή γυναίκα,
μισή όνειρο.
Κατέβαινε το μονοπάτι κάτω
στεφανωμένη
με άνθη κερασιάς.
Τότε κατάλαβα
τι δύναμη έχουν τα ποιήματα.
Γιώργου Σεφέρη, «L’ angolo franciscano»
Ανάμεσα στις μέρες του κερασιού και τις μέρες του βύσσινου,
όταν αρχίζουν τα βερίκοκα να γίνουνται
και δεν ακούς να πέφτουνε τα μήλα,
το μικρό περιβόλι χωρίς ορίζοντα
κι οι φυλλωσιές δίνουν τα χέρια ολούθε και σε κλείνουν.
Ανάμεσα σε τούτα τα βουνά με χρώμα πέρα απ’ τη ζωή
σ’ αυτές τις ερημιές, στεγνούς βυθούς
από πελάγη που άλλοτε θα να ‘χες αρμενίσει,
στο μικρό περιβόλι, να οι καρποί
να τα παιδιά της θρησκείας·
άγουρες προσφορές ώριμες προσφορές, προσφορές σάπιες.
– Πώς γίναμε έτσι;
Ρώτα καλύτερα
τους επωδούς τους μάγους και τους φαρμακούς,
για μένα φτάνει
να βλέπω αυτή τη φυλλωσιά, τούτο το σώμα·
άγουρες γωνιές ώριμες γωνιές, γωνιές χτυπημένες.
Τα κεράσια πέρασαν τα μήλα θ’ αργήσουν ακόμη
και το φεγγάρι με θολωτά φτερά περιστεριού
στα λινά ντυμένο
καθώς ακούω στη μικρή δεξαμενή την ακατάπαυτη στάλα,
κομπολόι μαθητευόμενου, χάντρες από φτωχό πανηγύρι-
κι η πόρνη κρατώντας τσακισμένο γυαλί τα μύρα
κάτω στις ιτιές των Σοδόμων.
Ευγένιος Σπαθάρας, «Κερασιές»
Μπορεί αυτός ο κόσμος
να είναι ένα λάθος
αλλά οι κερασιές ανθίζουν
είπες Κομπαγιάσι Ίσσα
Μας λείπω
θέλω να πω εμάς τους δυό μαζί
όπως οι κερασιές λείπουν στην άνοιξη
Από μια μικρή ιδιοτροπία
από ένα πείσμα αρνούνται ν’ ανθίσουν
Ανόητες Κερασιές
«Οι κερασιές θ’ανθίσουν και φέτος», Μενέλαος Λουντέμης – απόσπασμα.
Οι κερασιές θ’ ανθίσουνε και φέτος στην αυλή
και θα γεμίσουνε με άνθη το παρτέρι.
Πικρή που είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που ‘ν’ η ζωή!
Άνοιξε το παράθυρο στην πρωινή γιορτή,
για νάμπουν οι μοσκοβολιές από το περιβόλι.
Αχ, κάθε του τριαντάφυλλο και μια πληγή από βόλι,
είναι για σε, ποιητή!
Πικρή που είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που ‘ν’ η ζωή!
Vladislav Hristov, μτφρ. Εμίλια Αβγκίνοβα
τρίτη ημέρα άπνοιας
να μη πέσει
το τελευταίο άνθος της κερασιάς
+1: Κι ένα δικό μου ποιητικό τέχνασμα. Με κάθε επιφύλαξη και κάθε άδεια έκφρασης.
Κρύφτηκα ανάμεσα στις κερασιές
που ακόμα άνθιζαν.
Όχι για να αποφύγω το φως
ή το βλέμμα σου,
αλλά για να χορτάσω
-έστω για λίγο-
τον παράδεισο
μακριά από τα διάφανα μάτια
των αγγέλων.
Τώρα ψηλαφίστε τες. Παρατηρήστε τα άνθη της. Χαϊδέψτε το βελούδο των πετάλων της. Και προπαντός μην ξαστοχήσετε της πορείας σας. Κρατήστε ένα κλαράκι στο πέτο σας.
Αφήστε τες να μοσχοβολούν.
Αφήστε τες ορόσημο, για νέες καταιγίδες.