Γλιστρούσε από τα χέρια μου
κι έπρεπε
να έχω μεγάλη τέχνη στην απόχη.
Όχι βαρύ καμάκι, θα πονέσει.
Όχι το αγκίστρι, θα ματώσουν
τα καλοδουλεμένα του βράγχια.
Κι ενώ ήταν ξένος και βουβός και κρύος
ασήμιζαν τα μάτια μου όταν τον κοιτούσα
κι όταν χανόταν στα βαθιά, πνιγόμουν
από τα φιλντισένια του κόκαλα.
«Αντίο» και «πρόσεχε, θα βρέξει»
σε ποια γλώσσα να πω.
Στεγνή ομηρία τα πόδια μου
στο χώμα ριζωμένα.
Από είδος σε είδος, δίχως μεταλλάξεις
θα περπατά η σιωπή.
Ίσως να συναντιόμαστε, καμιά φορά, στις όχθες.
Από τη συλλογή «Περισσεύει ένα πλοίο» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016)