-Κοιτάξτε αυτά τα όμορφα κορίτσια στο ποτάμι, του λέω, για να του στρέψω την προσοχή αλλού.
Οι άντρες είναι όπως τα παιδιά: ξεχνούν τα πάντα όταν τους μιλήσεις για κάτι άλλο. Ο Αμερικάνος είχε ακόμη ζαρωμένα τα φρύδια του, βλέποντας όμως τη βάρκα να περνάει, η έκφραση του μακαλώνει. Τρία νέα κορίτσια, πάνω στη δροσιά της νιότης τους, γονατισμένα σε μια ψάθα τραγουδούν με τη συνοδεία ενός σαμιζέν, ένα παλιό λυπημένο τραγούδι.
-Γιατί είναι όμοια ντυμένες κι οι τρεις τους; ρωτάει ο Σαν – σαν.
-Είναι ορφανές. Φορούν τη στολή του ορφανοτροφείου, λέω, ελπίζοντας πως ο οικότροφος μου θα σταματούσε πια να κάνει άλλες τόσο ενοχλητικές ερωτήσεις. Υπάρχουν τόσα δυσάρεστα πράγματα στη Χιροσίμα.
-Τι είναι αυτό το μπουκέτο των λουλουδιών που κατεβαίνει στο ποτάμι Γιούκα – σαν;
-Ένα μπουκέτο; -νιώθω το πρόσωπο μου να παγώνει- είναι μαραμένα λουλούδια που κάποιος τα πέταξε στο νερό.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Τα λουλούδια της Χιροσίμα» σε μετάφραση του Νικηφόρου Βρεττάκου. Εκδόσεις Θεμέλιο, 1976.