Κριτική: «Belfast» του Kenneth Branagh

(3,4)

Μπέλφαστ, Αύγουστος 1969: Καθώς η δεκαετία του 1960 πλησιάζει προς το τέλος της, ακόμα και όταν ο άνθρωπος έχει φτάσει μέχρι το φεγγάρι, οι σκληρές μέρες της εποχής που διανύει ένα εννιάχρονο αγόρι, θα μετατρέψουν τα παιδικά του όνειρα σε εφιάλτη. Συγκεκριμένα, η «μικτή» κοινότητα στην οποία ανήκει ο εννιάχρονος ήρωας, αν και δείχνει να ζει αρμονικά, «παρασύρεται» εξαιτίας των κοινωνικοπολιτικών διαταραχών που ξεσπούν εντός του πλαισίου της.

Ο κόσμος του μικρού αρχίζει να αλλάζει καταιγιστικά όταν όλα όσα είχε προλάβει να μάθει για τη ζωή, παίρνουν μια απρόσμενη τροπή. Όσα αγαπούσε λοιπόν και του έδιναν ασφάλεια ,η μουσική, η αγάπη των οικείων του, το γέλιο ή ακόμα και η μαγεία του κινηματογράφου, δείχνουν να εξανεμίζονται. Ο άδικος νόμος επαγρυπνεί και καθημερινά απειλούνται αθώες ζωές.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η κοινωνική δυσαρέσκεια που σιγοβράζει, ξαφνικά εκρήγνυται στην γειτονιά του και κλιμακώνεται γρήγορα. Πρώτα μια επίθεση με κουκουλοφόρους, μετά μια ταραχή και, τέλος, μια σύγκρουση σ’ όλη την πόλη, με την θρησκεία να πυροδοτεί το μίσος. Προτεστάντες  εναντίον Καθολικών, σε μια χώρα που όλοι έγιναν θανάσιμοι εχθροί μεταξύ τους. Το μικρό αγόρι όμως ξέρει τι να περιμένει από τους ήρωες του! Έχει περάσει εξάλλου ώρες μπροστά σε γουέστερν όπως «Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές» (“High Noon”) και  «Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς» (“The Man Who Shot Liberty Valance”)…

Βασισμένος στις αναμνήσεις του, οι οποίες και αφορούν τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην γνωστή και ως διχασμένη πόλη του βορρά, το Μπέλφαστ (“Belfast”), ο σκηνοθέτης Κένεθ Μπράνα (“Kenneth Branagh) «εστιάζει» στο ομώνυμο φιλμ του, στα ανεξίτηλα «τραύματα»,  που άφησαν οι σκοτεινοί εκείνοι καιροί του «διχασμού», στην παιδική του ψυχή…

Η ιστορία συγκεκριμένα την οποία πραγματεύεται, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, ο σκηνοθέτης, έχει ως «επίκεντρο» την ζωή ενός ζευγαριού της εργατικής τάξης και του εννιάχρονου γιού τους σε μια εκ των (μέχρι πρότινος «ουδέτερων») κοινοτήτων του Μπέλφαστ, την στιγμή ακριβώς  που ξεσπούν οι «Ταραχές» (aka“ The Troubles”) ανάμεσα σε καθολικούς και προτεστάντες.. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ενόσω λοιπόν το εν λόγω ζευγάρι παλεύει να τα βγάλει πέρα (ο πατέρας εργάζεται μάλιστα στην Αγγλία, προσπαθώντας να βγάλει αρκετά χρήματα για να στηρίξει την οικογένεια), το εννιάχρονο αγόρι καλείται με την σειρά του να χαράξει, ήδη από πολύ νωρίς, τον δύσκολο δρόμο στη ζωή του. Δεν λείπουν βέβαια από τον δυσχερή του μεν βίο και οι κινηματογραφικές δε ταινίες από το Χόλιγουντ, που εξάπτουν την φαντασία του μικρού, ο οποίος δείχνει να μαγεύεται κυριολεκτικά από την μεγάλη οθόνη!

Το παραπάνω αυτό και αρκούντως «ανέμελο» κομμάτι της ταινίας του Μπράνα είναι και το σκηνοθετικό τέχνασμα που ο δημιουργός εφευρίσκει , προκειμένου αντισταθμίσει την «βίαιη ωρίμανση» του πρωταγωνιστή του (ο οποίος δεν αποτελεί βέβαια παρά «αντανάκλαση» του ιδίου)! Ο ρομαντισμός δηλαδή που αποπνέει η «παρουσία» των χολιγουντιανών ταινιών εντός του φιλμ του, δεν αποτελεί παρά την «σανίδα σωτηρίας» της διατήρησης της παιδικότητας (της απλότητας και της χάρης) του κεντρικού του ήρωα, ο οποίος καλείται ήδη από μια τόσο τρυφερή ηλικία, να έρθει αντιμέτωπος με την «προοπτική» ενός εμφυλίου πολέμου.

 Και αξίζουν εδώ τα εύσημα στον Κένεθ Μπράνα, ο οποίος «ορμώμενος» από τις παιδικές του αναμνήσεις  χειρίζεται με ιδιαίτερη «μαεστρία», τον τρόπο με τον οποίο επιλέγει να προσεγγίσει τα τεκταινόμενα εκείνου του Αυγούστου του 1969.Το θέμα βέβαια εδώ είναι πως όλα τα παραπάνω διαδραματίζονται, χωρίς  κάποια περαιτέρω προοπτική…

Και για να γίνει κανείς σαφής ως προς αυτό, πέραν μιας (οσκαρικού μεν τύπου) εισαγωγικής σκηνής (και κάποιες άλλες διάσπαρτες), που φέρνουν βέβαια και την κύρια «αφορμή» του ξεσπάσματος των «Ταραχών» στο φως (με τους προτεστάντες  να επιθυμούν «διακαώς» τους καθολικούς εκτός των ορίων της επικράτειας τους, πράττοντας κιόλας τ’ ανάλογα), δεν διαθέτει κάποιος  τίποτε άλλο, το οποίο να προμηνύει την πραγματικότητα και τα όσα επακολούθησαν και έμελλαν να ταλανίσουν επί τριάντα και βάλε συναπτά έτη, την Βόρεια Ιρλανδία.

Οφείλουμε βέβαια  να αναγνωρίσουμε εδώ,  πως αν και ο σκηνοθέτης και ο κύριος συντελεστής της ταινίας αυτής επιλέγει την μέση (αν όχι την μεσοβέζικη) οδό, καταφέρνει «αναπόφευκτα» , μέσω φυσικά των ίδιων του των πρώιμων εμπειριών, να αναδείξει τις κατά καιρούς «μαφιόζικες» πρακτικές του προτεσταντικού  όχλου (“mob”) εις βάρος των καθολικών…

Και «χρωστάει» φυσικά εν συνόλω  να παραδεχτεί  κανείς, την τόσο προσεγμένη παραγωγή των λοιπών συντελεστών του φιλμ, οι οποίοι σχεδόν αριστοτεχνικά και με μιαν επίσης «παιδική» (χωρίς αυτό να σημαίνει παιδιάστικη) διάθεση, αφήνουν να «αναδυθούν» και με τον τρόπο τους να «αποδομηθούν», κρυμμένες πτυχές μιας (μετεμφυλιακής πλέον)κατάστασης που συνεχίζει ως και σήμερα να διαιωνίζεται στην Βόρειο Ιρλανδία και στης οποίας τον «πυρήνα» βρίσκεται φυσικά, η θρησκεία… 

Σκηνοθεσία – σενάριο: Κένεθ Μπράνα Πρωταγωνιστούν: Κατρίνα Μπαλφ, Τζούντι Ντεντς, Τζέιμι Ντόρμαν, Κίραν Χάιντς, Τζουντ Χιλ Παραγωγή: Λώρα Μπέργουικ Μπέκα Κόβασιτς, Ταμάρ Τόμας, Κένεθ Μπράνα Διάρκεια: 98’

  • Αυτή είναι η 18 η ταινία που σκηνοθετεί ο Κένεθ Μπράνα. Ο ίδιος έχει προταθεί για 5 βραβεία Όσκαρ (σε 5 διαφορετικές κατηγορίες) και για 5 Χρυσές Σφαίρες. Έχει κερδίσει συνολικά 3 βραβεία BAFTA και 2 βραβεία Emmy.
  • Τη μουσική της ταινίας υπογράφει ένας θρυλικός τραγουδοποιός του Μπέλφαστ, ο Βαν Μόρισον.

Η ταινία βγαίνει στους κινηματογράφους την Πέμπτη 27 Ιανουαρίου από την Tulip.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.