Γιώργος Κατσής: «H παράσταση “Πιο δυνατός κι από τον Σούπερμαν” μ’ έχει μαλακώσει μέσα μου»

Ταλαντούχος, νέος και με έντονη κοινωνική άποψη. Ο Γιώργος Κατσής φέτος τον χειμώνα βρίσκεται στο σύγχρονο θέατρο στα έργα «Με λένε Έμμα» και στο «Πιο δυνατός κι από τον Σούπερμαν». Για άλλη μια φορά δεν διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομα τους και να τα βάλει με τα κακώς κείμενα. Παράλληλα, κάνει λόγο για την νέα του συνεργασία με την Ελένη Σκότη στο έργο «Βασίλισσα της ομορφιάς».

Κύριε Κατσή, για δεύτερη συνεχή χρονιά πρωταγωνιστείτε στην παράσταση «Πιο Δυνατός κι από τον Σούπερμαν». Μια τρυφερή ιστορία, που έχει στο επίκεντρό τον ανάπηρο προ-έφηβο Άρη και τις περιπέτειες του. Πείτε μας δυο λόγια για το έργο. Το έργο είναι γραμμένο από τον Roy Kift, είχε δημιουργήσει την δεκαετία ‘80 και ‘90, τόσο στην Αγγλία όσο και στη Γερμανία – στο Θέατρο GRIPS στο οποίο την παρουσιάσαμε τον περασμένο Ιούνιο – βαθιά τομή στις αντιλήψεις πάνω στο θέμα της αναπηρίας προτείνοντάς την ως μέρος της ανθρώπινης ποικιλομορφίας και συνέβαλε στην αποδόμηση παγιωμένων συμπεριφορών, προκαταλήψεων και φόβων. Ο Άρης, η αδελφή του (Ζήλη) και η μητέρα τους έχουν μετακομίσει λίγο μετά τον θάνατο του παππού τους (που ήταν μεγάλο στήριγμα για εκείνους) σε νέο σπίτι. Ο Άρης θέλει να πηγαίνει στο σχολείο της γειτονιάς του αντί για το ειδικό σχολείο που τον στέλνουν με το σχολικό και δεν μπορεί να καταλάβει την αναγκαιότητα διαχωρισμού των «υγειών» παιδιών και των ανάπηρων. Παράλληλα τον απασχολεί ο φόβος του ότι ίσως γίνεται βάρος για την οικογένεια του και ότι μπορεί να τον στείλουν σε κάποιο ίδρυμα. Θα γνωρίσει μαζί με την αδελφή του τον Φάνη, ένα άλλο παιδί, και θα τον μυήσουν στην καθημερινότητα τους. Μαζί θα έρθουν αντιμέτωποι με βασικά κοινωνικά εμπόδια ένταξης της αναπηρίας και την αποδοχή της διαφορετικότητας στον κόσμο. Κάπως έτσι.

Στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης βρίσκεστε σε αναπηρικό αμαξίδιο. Πόσο δύσκολο σας ήταν να μπείτε σε αυτό τον ρόλο και πώς αντιδρούν τα παιδιά σε αυτό. Σας έχει επηρεάσει σε προσωπικό επίπεδο; Ήταν κοπιαστικό και βαθιά ψυχαγωγικό. Δεν ένιωσα καμία δυσκολία όμως. Το αμαξίδιο για μένα είναι σκηνικό αντικείμενο, στολή, ουσιαστική ταυτότητα  του χαρακτήρα, θα μου ήταν πιο δύσκολο να μου δώσει κάποιος ένα μπαλάκι και να μου ζητήσει να παίζω όλη την ώρα επί σκηνής με αυτό. Το αμαξίδιο είναι επέκταση του σώματος μου κατά την διάρκεια της παράστασης. Αυτό παίζει πολύ περισσότερο από μένα, κι έτσι θα ‘πρεπε. Έχω βγάλει κάλους στα δάχτυλα, έχω σκίσει τα χέρια μου, έχω πέσει αμέτρητες φορές στις πρόβες, όλα από βαθιά περιέργεια κι αληθινή έγνοια για το αν αποτυπώνεται σωστά η βλάβη του Άρη. Έχω τεράστιο άγχος όταν έχουμε ανάπηρους θεατές και με συνθλίβει όταν δεν τους πείθω. Ο Βασίλης Κουκαλάνι (ένας από τους δύο σκηνοθέτες της παράστασης) μου μιλούσε γι’ αυτό το έργο δύο χρόνια πριν το ανεβάσουμε και μου έλεγε συνεχώς ότι πρέπει να παίξω αυτόν τον ρόλο. Όλη αυτή η διαδρομή, η εμπιστοσύνη και το περιεχόμενό του λοιπόν σαφώς με έχει επηρεάσει σε προσωπικό επίπεδο. Με έχει μαλακώσει μέσα μου η παράσταση αυτή. Με έχει κάνει πιο ευαίσθητο.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δεύτερη χρονιά και για το «Με λένε Έμμα», όπου υποδύεστε τον Πολ, έναν τοξικομανή. Σκληρό έργο και βαθιά ρεαλιστικό. Και οι δυο ρόλοι –για διαφορετικούς λόγους ο καθένας- έχουν να κάνουν με ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες και κυρίως τον ρόλο τους μέσα στην κοινωνία. Πιστεύετε πως υπάρχει η ανάλογη παιδεία και πρωτοβουλία για την ένταξη αυτών των ομάδων; Οφείλουμε, πρώτα απ’όλα στον εαυτό μας, να παραδεχτούμε ότι αν μας ενοχλεί η εικόνα ενός ναρκομανή ή ενός ανάπηρου, κατά πάσα πιθανότητα μας φοβίζει η διαφορετικότητα. Αν αποστρέφεσαι τον ναρκομανή ή τον ανάπηρο αποστρέφεσαι τον πρόσφυγα, τον μετανάστη, τον ομοφυλόφιλο, τον μουσουλμάνο… Δυστυχώς – και με θλίβει αφόρητα –  η ελληνική κοινωνία είναι σε άθλια κατάσταση. Δεν υπάρχει τίποτα. Υποδομές, εκπαίδευση, αυτοκριτική, θάρρος, πολιτική σκέψη, αξιοπρέπεια,ευγένεια, τίποτα, τίποτα, τίποτα.Το τι δειλία, τι ημιμάθεια, τι μισογυνισμός, τι πάμφτωχο λεξιλόγιο, τι εκμετάλλευση, τι ολοκληρωτική παράνοια επικρατεί, είναι ανείπωτο. Ποιά πρωτοβουλία, ποιά ένταξη; Σε τι; Στη ζούγκλα; Σαφώς όχι. Όπου υπάρχει Έλληνας, σπάνια υπάρχει πλέον κάτι πέρα από βαθύ και αθεράπευτο φασισμό, ακραίο ιεραρχικό φετιχισμό ή την απόλυτη παράδοση στις χειρότερες κοινωνικές επιρροές και τον απανθρωπισμό. Σέβομαι ωστόσο πρέπει να πω πολύ περισσότερο τον ετοιμοθάνατο και αμετανόητο ναρκομανή στη μέση ενός πεζόδρομου παρά έναν μεσοαστό με καλή δουλίτσα, που έχει παιδιά φυτά και ψηφίζει Κούλη.

Παρόλο το νεαρό της ηλικίας σας έχετε παίξει σε πολλά και διαφορετικά είδη θεάτρου, από κωμωδία μέχρι αρχαίο δράμα. Ο ηθοποιός πρέπει να “κατατάσσεται” σε ένα είδος ή αυτό αποτελεί απαρχαιωμένο κατάλοιπο μιας άλλης γενιάς; Τίποτα δεν «πρέπει». Το είδος του θεάτρου σπανίως με ενδιαφέρει όταν διαβάζω. Είναι θεωρητικό, όχι δημιουργικό ούτε καλλιτεχνικό να αντιλαμβάνεσαι έτσι τα κείμενα. Με αφορά πέρα απ΄το είδος που κατατάξαμε ένα έργο τι γίνεται, οι ηθοποιοί που συμμετέχουν, ο σκηνοθέτης και οι προθέσεις τους. Ο τρόπος. Η αλήθεια είναι ότι απ΄την γενιά μου δεν έχω ακούσει κάποιον να κρατάει σκορ για τον αριθμό των ειδών θεάτρου που έπαιξε ή θα’θελε να παίξει. Μάλλον παλιακό μου ακούγεται.

Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε αρκετούς ηθοποιούς να ασχολούνται και με την σκηνοθεσία. Ως διαδικασία θεωρείτε πως είναι απαραίτητη η μετάβαση από το χτίσιμο μιας παράστασης στο ερμηνευτικό κομμάτι; Είναι κάτι που βοηθάει αμφότερα τους δημιουργούς; Η κατά κόρον στροφή στη σκηνοθεσία είναι για τους περισσότερους ζήτημα νευρωτικό και συμπλεγματικό. Είναι η βαθιά ανάγκη για έλεγχο, πατερναλισμός. Αυτοανακύρηξη αυθεντίας είναι. Δεν προκύπτει από ανάγκη. Είναι θέμα στάτους. Υπάρχει μεγάλη σκηνοθετολατρεία στην Ελλάδα. Μιλάς με ηθοποιούς και θα σου πουν θέλω να δουλέψω με έναν, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε σκηνοθέτες χωρίς ποτέ να επιθυμούν να συναντηθούν με άλλους ηθοποιούς. Δεν σου λένε ποτέ θέλω να παίξω με τον τάδε. Δεν αγαπάνε την σκηνή επειδή δεν είναι ίνστραγκραμ, ή θεωρούν πως δεν τους εκφράζει ο άνθρωπος που τους καθοδηγεί κι έτσι κατεβαίνουν οι ίδιοι κάτω και μεταμορφώνονται σε ενα συνονθύλευμα πολλών κακών σκηνοθετών με τους οποίους δούλεψαν, μιας και οι άξιοι είναι μετρημένοι. Κάνουν επιλογές κειμένων και δουλεύουν με τρόπο που δεν εμπεριέχει κανενός είδος μαχητική, ρίσκο ή θέση. Πας και παίζεις με έναν θίασο και δεν σε κοιτάει κανείς στα μάτια, δεν αναπνέει, απευθύνεται στα ντουβάρια, δεν έχεις την ίδια αξία για εκείνον όσο η ατομική του δουλειά με τον σκηνοθέτη, την επιδοκιμασία του ή την ανάγκη για τα λεφτά που θα πάρει. Δεν έχει να κερδίσει κάτι από σένα.  Ήξερα – πες – σαράντα ανθρώπους που δώσαν στο Εθνικό ως ηθοποιοί και δεν πέρασαν ή τέλειωσαν άλλες δραματικές σχολές κι όλοι όταν άνοιξε το Εθνικό Θέατρο σχολή σκηνοθεσίας έδωσαν ξανά επειδή είχε μεγαλύτερο ηλικιακό όριο. Αυτό δεν λέει κάτι; Δεν περιγράφει απόλυτα τους μπερδεμένους αυτούς καλλιτέχνες; Δεν τους ενδιαφέρει με κανέναν τρόπο να είναι και να πράττουν ως καλλιτέχνες, κυνηγούν απεγνωσμένα μία θέση, μια εικόνα, ένα συμβάν που θα το επιβεβαιώσει στα μάτια των άλλων και θα το έχουν ως τεκμήριο. Δεν είμαι και δεν θέλω να είμαι σκηνοθέτης με αυτόν τον τρόπο. Για να σκηνοθετήσω σημαίνει ότι δεν με ενδιαφέρει αν θα κάνει ντόρο η παράσταση ή αν θα έρθουν παραγωγοί που θέλουν να την αγοράσουν για του χρόνου και «αυθεντίες» του χώρου να μας νουθετήσουν. Δεν κάνω πρωταγωνιστικό θέατρο ούτε παραστάσεις της χρονιάς που δεν πρέπει να χάσεις. Όταν έκανα με φίλους το Έξυπνο Πουλί δυστύχησα με τον εαυτό μου γιατί ξεγελάστηκα για μεγάλο διάστημα πιστεύοντας ο ίδιος αυτά που η παράσταση πλήρωσε την επικοινωνία να φέρει κριτικούς/δημοσιογράφους να γράψουν. Ο κόσμος γελούσε και γέμιζε το θέατρο και η παντελής απουσία περιεχόμενου και βάθους με γονάτισαν όταν τα αυτιά μου ήταν έτοιμα να το ακούσουν, τα μάτια μου έτοιμα να το δουν κι η καρδιά μου έτοιμη να το παραδεχτεί. Ζητάω πίστη, σύμπνοια απ΄τους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργάζομαι, κι αυτοί είναι οι όροι που βάζω για να αρχίσω να δουλεύω κάτι δικό μου. Μόνο έτσι μπορείς να’σαι ζωντανός στη σκηνή, κι αυτό ακριβώς εκδικούνται συχνά στο θέατρο.  Ότι είσαι ζωντανός. Ελεύθερος. Επομένως είναι μια διαδικασία που θα σε βοηθήσει αν είσαι άνθρωπος προσγειωμένος στην πραγματικότητα κι έχεις το σθένος να στρέφεις το βλέμμα σου τακτικά στον εαυτό σου και να παραδέχεσαι ότι είσαι χαρτοπετσέτα (όπως λέει κι ένας νέος φίλος) κι όχι ο Μότσαρτ, ούτε η Αλίκη Βουγιουκλάκη του μοντέρνου θεάτρου (όπως λέει ένας άλλος).

Έχετε επανειλημμένα εκφραστεί δημόσια κατά κριτικών (κειμένων) και κριτικών (προσώπων). Είναι τελικά η κριτική ένα από τα προβλήματα του χώρου; Με τον ίδιο τρόπο που μπορεί ένας κριτικός θεάτρου να γράψει τα καλύτερα για τους φίλους του, χωρίς να το πιστεύει. Να το υποστηρίζει, χωρίς να το πιστεύει. Με την ίδια ευκολία που απογειώνει μετριότητες, καταβαραθρώνει αυτούς που αξίζουν. Έτσι οι άνθρωποι χάνουν το γούστο τους. Δεν έχουν πια γούστο κι αυτό γίνεται συνήθεια. Αποκτάς μια σιγουριά και γίνεσαι πρόχειρος. Δεν μπορείς να γράφεις ψέματα ότι σου αρέσει κάτι που στην πραγματικότητα δεν αξίζει. Για να μπορέσω να σε πείσω για κάτι που δεν αξίζει, μπαίνω στην ίδια διαδικασία που μπαίνει ένας ηθοποιός. Άμα το κάνω εκατό φορές, γίνομαι στο τέλος αυτό που παριστάνω. Έτσι, εγώ μεν πιστεύω αυτό που γράφεις, αλλά η τιμωρία σου είναι ότι γίνεσαι κακόγουστος. Αυτό είναι μέσα στην κοινωνία. Θέλαμε να σπουδάσουμε όλοι και να τι έγινε.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Έτσι είχε πει σε μια συνέντευξη ο Λευτέρης Βογιατζής. Κι αυτό που αντιλαμβάνομαι διαβάζοντας το είναι ότι δεν πρόκειται για πρόβλημα του «χώρου». Αλλά για πρόβλημα βαθιά κοινωνικό.

Ποιο είναι το πιο δύσκολο που έχει να αντιμετωπίσει ένας νέος καλλιτέχνης στο ξεκίνημα του; Εκτός βέβαια τον βιοπορισμό; Οι «δάσκαλοι» και «πατέρες» του χώρου που ζητιανεύουν για θαυμασμό που μπορεί να τους τον αρνηθείς. Οι βεντέτες που ακολουθούν και δεν τις ζήτησες. Οι παραγωγοί που σου πίνουν το αίμα. Η συκοφαντία και το κουτσομπολιό μεταξύ καλλιτεχνών στα μπαρ, στο δρόμο, στον χώρο της πρόβας. Οι κριτικοί. Οι καλλιτέχνες που ανεβάζουν καλές κριτικές που τους έγραψαν στον τοίχο τους. Οι ακροάσεις. Η ανάγκη που μπορεί να σε οδηγήσει σε κάτι τόσο φτωχό, αφαιμακτικό και αντιδημιουργικό όσο η τηλεόραση, η διαφήμιση και το Influencing στο instagram. Η κούραση από έναν δύσκολο, υπομονετικό, ειλικρινή δρόμο που μπορεί να σε εξωθήσει στο απόλυτο ξεπούλημα και τις κωλοτούμπες 180 μοιρών. Η υπεράσπιση των παραπάνω χάριν βολέματος και δημόσιων σχέσεων. Εκβιασμοί, χρωστούμενα, πεσίματα, θέατρα σε άθλια κατάσταση, κρύο, ζέστη, ανασφάλιστη εργασία… Πολλά… Πάρα πολλά.

Ποια ήταν τα πρώτα σας αναγνώσματα και ποιες οι επιρροές σας; Τα πρώτα μου αναγνώσματα είναι μύθοι του Αισώπου, παραμύθια των αδελφών Γκριμ και πολλά πολλά κόμικ και manga. Μου είναι αφάνταστα δύσκολο πλέον να μιλήσω για τις επιρροές μου. Πριν δύο χρόνια μπορεί να σου έλεγα πέντε δέκα ονόματα για τα οποία ήμουν σίγουρος. Πλέον δεν μπορώ να σκεφτώ έτσι. Ένας τρίτος ίσως μπορεί να δει καλύτερα από μένα κάποιες επιρροές. Εγώ δεν τις διακρίνω πια. Νομίζω δεν με νοιάζει κιόλας. Δεν έχει σημασία.

Αν σας ζητούσα να διαλέξετε την δυσκολότερη στιγμή που έχετε ζήσει στο θέατρο και την πιο δυνατή, ποιες θα επιλέγατε; Ο Λεόντιος και Λένα στο Θέατρο Σφενδόνη που σκηνοθέτησα και συμμετείχα και το Βουνό που έγραψα και σκηνοθέτησα στο Bios την περυσινή σεζόν. Διαλύθηκα. Με τσάκισαν αυτές οι παραστάσεις. Το καλοκαίρι που ακολούθησε ήταν ανυπόφορο.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας; Είμαι σε περίοδο προβών με την Ελένη Σκότη για τη Βασίλισσα της Ομορφιάς του Μάρτιν Μακντόνα που θα ανέβει από 13 Δεκέμβρη στο Επί Κολωνώ. Ταυτόχρονα με τον φίλο μου τον Χρηστάρα καιγόμαστε να παίξουμε ένα ελληνικό έργο που θα σκηνοθετήσω εγώ μέσα στους επόμενους μήνες (αν όλα πάνε καλά). Θα ήθελα πολύ επίσης όταν κατέβει από το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης το Εφηβικό Μανιφέστο που έγραψα και σκηνοθέτησα να βρω μια σκηνή να το φιλοξενήσει για κάποιες παραστάσεις κι εδώ στην Αθήνα. Θα δείξει. Δεν μπορώ να μιλήσω για κάτι άλλο όσο και να θέλω…

Ιnfo: Παραστάσεις Δευτέρα & Τρίτη «Με λέμε Έμμα» στις 21:00 και Κυριακή «Πιο δυνατός από τον Σούπερμαν» στις 14:30 στο Σύγχρονο Θέατρο.