Κριτική: «Girls and boys» σε σκηνοθεσία Άννας-Μαρίας Στεφαδούρου / Στη δίνη της πατριαρχίας

Το έργο του Άγγλου συγγραφέα Ντένις Κέλι «Girls and boys» παρουσιάζεται πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε μετάφραση και σκηνοθεσία της Άννας-Μαρίας Στεφαδούρου, με τη Δώρα Παρδάλη στον πρωταγωνιστικό ρόλο, στο θέατρο 104 (Ευμολπιδών 41, Γκάζι).

Πρόκειται για ένα έργο σύγχρονο και επίκαιρο, που καταπιάνεται με ένα θέμα πολυσύνθετο και -παρόλο, που προσπαθεί να θίξει ταυτόχρονα πολλά άλλα ζητήματα- κατορθώνει να μην χάσει ποτέ τη θεματική του εστίαση. Ο τίτλος του έργου, δεν προϊδεάζει, σε καμία περίπτωση, για αυτό που πρόκειται να δεις, το οποίο ξεκινά ως ανάλαφρος γυναικείος μονόλογος -μια φλύαρη ανασκόπηση νεανικών «ανδραγαθημάτων»-, για να αναδειχτεί σε ψυχογράφημα που διερευνά την εξέλιξη της ηρωιδάς μέσα στο ατομικό, επαγγελματικό και συζυγικό πλαίσιο· καταλήγοντας ένας αγωνιώδης στοχασμός επάνω στους οικογενειακούς δεσμούς, τους έμφυλους ρόλους, την κτητικότητα, τη βία και τις πατριαρχικές σχέσεις εξουσίας.

Μέσα από μικρές, διάσπαρτες, σκηνές, αρχικά οικογενειακής ευτυχίας και επαγγελματικής επιτυχίας, φτάνει σταδιακά στην αναπαράσταση επεισοδίων που αποκαλύπτουν την προβληματική συνύπαρξη του ζευγαριού και την διατάραξη της έγγαμης συμβίωσης, για να οδηγηθεί στην αντιπαράθεση των φύλων και, τελικά, στο ακραία βίαιο φινάλε.

Η ιστορία ξεκινά ιδανικά. Ένας επιτυχημένος γοητευτικός άνδρας, ερωτεύεται μια δυναμική και πνευματώδη γυναίκα, παντρεύονται, χτίζουν την κοινή τους ζωή, αποκτούν δυο παιδιά και, για ένα διάστημα, ζουν ευτυχισμένοι και περήφανοι ο ένας για τον άλλον. Μέχρι τη στιγμή, που ο σύζυγος αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα (ενώ η ηρωίδα απολαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερη επαγγελματική επιτυχία) και τα πάντα αρχίζουν να καταρρέουν. Η σχέση τους, βέβαια, παρουσιάζεται εξαρχής θυελλώδης (ένας αληθινά παθιασμένος έρωτας), αλλά, καθώς ανατρέπονται οι ισορροπίες, εξελίσσεται σε κρεσέντο αντιπαλότητας με απροσδόκητη κατάληξη.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η γυναίκα μας διηγείται τη ζωή της και την εξέλιξη του γάμου της, σε μια κατάθεση ψυχής, και, καθώς οι αναμνήσεις της ξεδιπλώνονται μπροστά μας, αποκαλύπτεται η πορεία της από την ξεγνοιασιά των νεανικών χρόνων, μέχρι την ωρίμανση, τον έρωτα, τη συμβίωση, τη μητρότητα, την επαγγελματική αναγνώριση και την κορύφωση του δράματος, με την τραγική κατάληξη. Η διαδρομή της αυτή, αποδίδεται -τόσο από το κείμενο, όσο και από την ερμηνεία της Δώρας Παρδάλη- με ζωντάνια και καυστικό χιούμορ, που επιτρέπει στα δραματικά στοιχεία του έργου να αποκτούν την πρέπουσα βαρύτητα. Το πρόβλημα στη σχέση, όταν έχει πια παρουσιαστεί, επικεντρώνεται στην ανικανότητα του συζύγου ν’ ανταποκριθεί στην βαθύτερη ανάγκη του για επαγγελματική καταξίωση (μέσα από την οποία θα νιώθει ανώτερος), γεγονός που τον οδηγεί να αισθάνεται πως απειλείται η εξουσία του και να βασανίζεται από αισθήματα μειονεξίας (όντας αδύναμος να επιτελέσει τον ρόλο του, ως προστάτη και κορυφή της οικογένειας, με βάση τα φθίνοντα, μα ακόμη κυρίαρχα έμφυλα στερεότυπα).

Φυσικά, η εξομολόγηση της ηρωίδας είναι μεροληπτική, δεν μαθαίνουμε ποτέ την πλευρά του συζύγου (το λέει και η ίδια κάποια στιγμή, προς το τέλος του έργου, «…αυτή είναι η μία μεριά, η δική μου»), αλλά η κατάληξη του δράματος, το καθιστά αυτό άνευ σημασίας. Η πράξη του άνδρα είναι τόσο ξεκάθαρα κατακριτέα, εν τέλει, που δεν χωρούν ελαφρυντικά ή δικαιολογίες. Το μόνο που έχει σημασία είναι η κατανόηση, η εξεύρεση των αιτιών που οδήγησαν στην τραγωδία· και η αποκάλυψη των αιτιών αυτών, θα ήταν αυτό που θα είχε τη μεγαλύτερη σημασία και για τους θεατές.

Στο σημείο αυτό, όμως, είναι που ξεκινούν τα προβλήματα με το κείμενο. Στο έργο, τα κοινωνικά στερεότυπα παρουσιάζονται ως απόρροια της βιολογικοποιημένης κοινωνικής ζωής, και σε κάθε αναφορά στη βία, την κτητικότητα και τον εξαναγκασμό, καταγγέλλεται η έμφυτη έμφυλη τάση και όχι η κοινωνική της μετουσίωση. Η ώση του ατόμου για κτήση και εξουσιασμό του άλλου, αποτυπώνεται ως φυσική οδηγία (την οποία θα πρέπει να αντιπαλέψουμε, καταστέλλοντας τα ένστικτά μας). Τελικά, η πατροπαράδοτη πατριαρχία, παρουσιάζεται υπαίτια για κάθε κακό, αλλά δεν αποτελεί μια κοινωνικοοικονομική κατασκευή, αλλά κτίσμα του βιολογικού κελεύσματος. «Η πατριαρχία εγκαθιδρύθηκε λόγω της ανάγκης των ανδρών για εξουσία ή για να μας προστατέψει από τους άνδρες», αναρωτιέται κάποια στιγμή η ηρωίδα, και καθίσταται ξεκάθαρο πως ο κοινωνικός σχηματισμός γίνεται αντιληπτός ως αποτέλεσμα της «ανθρώπινης φύσης» και, όχι αντίστροφα, ο άνθρωπος ως αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών.

Ο βιοκεντρισμός αυτός, οδηγεί σε υπεραπλουστεύσεις που αποκαλύπτονται σταθερά, σε έναν, καθοριστικό για το κείμενο, διπολισμό ανάμεσα στη γυναικεία και την αρσενική «φύση» (η βία που, υποτίθεται, πως ενυπάρχει στην ανδρική φύση, αποτυπώνεται ακόμη και στο παιχνίδι των δυο παιδιών της ηρωίδας, όπου το κοριτσάκι προσπαθεί να κατασκευάσει ένα κάστρο, ενώ το αγόρι παίζει με όπλα, καταστρέφοντας τις χειροτεχνίες της αδερφής του) που καταδεικνύει την σχηματοποιημένη θεώρηση του συγγραφέα (άλλωστε, ο ίδιος έχει αναφέρει: «Δεν έχω υπάρξει ποτέ βίαιος, αλλά μόνο επειδή δεν ήμουν καλός σε αυτό. Δεν υπήρξα ποτέ ο σκληρός τύπος, αλλά πιθανώς να υπάρχει κάπου μέσα μου ένα κομμάτι που να επιθυμεί να σκοτώσει κάποιον… Υπάρχει κάτι στους άντρες που τους ωθεί στη βία και η ανατροφή και η επίγνωση είναι τα αντίδοτα. Οι άνδρες χρειάζονται την αρρενωπότητα και οι γυναίκες τη θηλυκότητα.» Απόσπασμα συνέντευξης στην εφημερίδα The Guardian). Παρά τις θεωρητικές του αστοχίες, όμως, το κείμενο κατορθώνει να παρουσιάσει εξαιρετικά πειστικά ένα φλέγον κοινωνικό ζήτημα, προσφέροντας αρκετή τροφή για σκέψη.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Εισερχόμενοι στην θεατρική αίθουσα, συναντάμε την ηθοποιό να αναμένει καθήμενη σε ένα σκαμπό (σχεδόν μπροστά από τη σκηνή και κοντά στα καθίσματα των θεατών. Η αίσθηση, κατά τη διάρκεια του μονολόγου της, πως αφήνει τη σκηνή πίσω της, για να προσεγγίσει το κοινό, είναι μονίμως παρούσα. Ουσιαστικά, η ηθοποιός γίνεται μέρος του σκηνικού, μόνο όταν παρουσιάζει αναδρομές στο παρελθόν, όπου αλληλεπιδρά με άλλους χαρακτήρες – όπως τα παιδιά ή το αφεντικό της, τους οποίους, φυσικά, δεν βλέπουμε ποτέ), γεγονός που προκαλεί μια ελαφριά αμηχανία (νιώθεις σαν να μπήκες νωρίτερα από την έναρξη της παράστασης και πέτυχες τους συντελεστές σε κάποιο διάλειμμα ή εν μέσω πρόβας), η οποία, αφού ξεκινά το έργο, ενισχύει την αμεσότητα, σε μια, όπως αποδεικνύεται λεπτό το λεπτό, καλοδουλεμένη παράσταση και στιβαρή ερμηνεία.

«Το πραγματικό θέμα είναι η εξουσία», λέει κάποια στιγμή η ηρωίδα και -ασχέτως του αν το κείμενο αποκαλύπτει τις πραγματικές αιτίες του φαινομένου ή όχι- το έργο (με όχημα την τραγική προσωπική ιστορία μιας γυναίκας), δίχως να πλατειάζει, μας παρουσιάζει μια μελέτη επάνω στις εύθραυστες ενδοοικογενειακό σχέσεις, που αναπροσαρμόζονται καθώς οι ρόλοι των φύλλων μεταλλάσσονται. 

Η Άννα-Μαρία Στεφαδούρου παραδίδει ένα άρτιο κατασκεύασμα, αποδίδοντας με ακρίβεια και επιτυχία τους ιδιόμορφους αστεϊσμούς και τους ξενόγλωσσους ιδιωματισμούς του αγγλικού κειμένου και δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε η ηθοποιός να καταθέσει μια ουσιαστική ερμηνεία, με ευαισθησία και συναισθηματική  δύναμη. Η σκηνοθετική προσέγγιση, παραβλέποντας την τάση για καταλογισμό ευθυνών, καταφέρνει να συγκαλύψει τις θεωρητικές αστοχίες του κειμένου και να μας φέρει αντιμέτωπους με την πραγματικότητα του φαινομένου, με το οποίο καταπιάνεται το έργο. Με γλώσσα αιχμηρή και ωμή εκφραστικότητα, κατορθώνει να διαμορφώσει το έργο οικείο προς τον θεατή και να τον κάνει συμμέτοχο στο προβληματισμό που εκείνο κομίζει.

Η Δώρα Παρδάλη είναι καθηλωτική από το πρώτο λεπτό που ξεκινά τον μονόλογό της, ενώ, στα σημεία που αλληλοεπιδρά με τα -ανύπαρκτα- παιδιά της (καλύπτοντας ένα ευρύ ερμηνευτικό φάσμα, αλλεπάλληλων συναισθηματικών μεταπτώσεων) είναι κάτι περισσότερο από καθηλωτική -έχεις την αίσθηση πως βλέπεις επί σκηνής τα παιδιά να κινούνται, να μιλούν και να αντιδρούν σε όσα τους λέει. Με την πλήρως ισορροπημένη ερμηνεία της και την μετρημένη χρήση των εκφραστικών της μέσων, κατορθώνει να μεταδώσεις όλες τις πτυχές του κειμένου και τις λεπτές διακυμάνσεις του ψυχισμού της ηρωίδας, μεταφέροντάς τες ως εικόνα στους θεατές, χωρίς να φτάσει ποτέ, σε ερμηνευτική υπερβολή ή επιτηδευμένη θεατρικότητα, που θα υπονόμευαν την αμεσότητα που είχε κατακτηθεί.

Τέλος, το λιτό σκηνικό της Ηλέκτρας Σταμπούλου (αποτελούμενο από έναν καναπέ και μερικά μαξιλάρια καλυπτόμενα από ένα μεταξωτό ύφασμα -σαν καλυμμένα σε σάβανο-, που επέτρεπε να χρησιμοποιηθούν ως παιχνίδια ή παιδικές φιγούρες), σε συνδυασμό με τον βολικό και σύγχρονο ρουχισμό της Βασιλικής Σύρμα, έδιναν την ελευθερία στην ηθοποιό να κινείται άνετα και να αξιοποιεί κάθε δυνατότητα που της πρόσφερε ο χώρος· ενώ οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου, αποφεύγοντας κάθε υπερβολή, ήταν πλήρως εναρμονισμένοι με την εξέλιξη του δράματος. 

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.