Κριτική: Emmanuelle Bayamack-Tam – «Αρκαδία» (Εκδόσεις Πόλις)

Το μυθιστόρημα της Emmanuelle Bayamack-Tam με τίτλο «Αρκαδία» έρχεται να μας υπενθυμίσει πως η ανθρώπινη υπόσταση στην αυτοσυνειδησία της μοιάζει με αίνιγμα το οποίο δεν έχει ακόμη απαντηθεί. Αίνιγμα το οποίο τοποθετεί το υποκείμενο σε μία διελκυστίνδα αντιφατικών προλήψεων και ερμηνειών, δίχως, ωστόσο, να έχει τεθεί επί τάπητος η ταυτότητά του (βλ. υποκειμένου). Η τελευταία αναπαράγεται σε μαζική κλίμακα και διαφοροποιείται σε χαρακτηριστικά τα οποία μεταπλάθουν την πολυμορφία της πραγματικότητας δίχως να την αμφισβητούν. Εν προκειμένω, το μυθιστόρημα διαιρείται σε τρία επάλληλα επίπεδα, το κάθε ένα εκ των οποίων διατηρεί την αυτονομία της θεματικής του, περιστρεφόμενα ταυτοχρόνως γύρω από έναν κοινό βηματισμό, ο οποίος απηχεί την έννοια της σεξουαλικότητας. Στο πρώτο επίπεδο και το πλέον ευλογοφανές, παρατηρούμε την είσοδό μας στον κόσμο της ουτοπικής κοινότητας αποκομμένης από τις τεχνολογικές και εν πολλοίς τεχνικές κατασκευές της σύγχρονης κοινωνίας του 21ου αιώνος. Μία πολιτεία η οποία περιστρέφεται στην εμβρυακή θέση της αντίστοιχης, άνευ προσδιορισμού, ωστόσο, «ελευθερίας» και η οποία εκκινά από την εφηβική ηλικία της αναζήτησης για να καταλήξει στην τρίτη ηλικία επιβεβαίωσης του κύκλου της φύσης. Μέσα από τα μάτια της/του ηρωίδας/α αναπτύσσεται εντός μίας οριακής προσωπικής διαστρωμάτωσης (ιεραρχία με ενδιάμεσους παραλήπτες) με κεντρικά πρόσωπα τους ίδιους πρωταγωνιστές σε μία ετεροκατευθυνόμενη εναλλαγή θέσεων και ατομικοτήτων, δίχως σε κάθε περίπτωση να υπονομεύεται ευθύνη του καθενός/καθεμιάς έναντι του συνόλου. Με άλλα λόγια, στην ουτοπική κοινότητα του έργου η κοινωνική πραγματικότητα, μολονότι απαρνείται τις εξωτερικές διασυνδέσεις μίας υλιστικής καταπίεσης, εξακολουθεί και διαγράφει μία πορεία αντιστοιχιών στα περιορισμένα πλαίσια αναφοράς της κοινότητας. Η ίδια η ουτοπική κοινότητα διαβαθμίζεται και ιεραρχείται στο πνεύμα της αναγκαιότητας, έχοντας ως παρακαταθήκη την «ελευθερία» των συμμετεχόντων στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και των ενδιαφερόντων αντιστρέφοντας τις εξωτερικές δεσμεύσεις της σύγχρονης κοινωνίας. Αυτό ακριβώς το σημείο ισορροπίας υπονομεύεται και εν τέλει καταργείται στη στάση της πλειοψηφίας των μελών σχετικά με την φροντίδα και την βοήθεια σε μετανάστες και πρόσφυγες που έφταναν στα πρόθυρα της κοινότητας. Είναι το σημείο τομή κατά το οποίο η κοινωνική πραγματικότητα, στην αρνητική της εκδοχή, επανεμφανίζει τις κλίμακες επιρροής αυτής στις προσπάθειες αυτονόμησης του Λόγου. Πλέον, τα κηρύγματα περί αγάπης και αλληλεγγύης υπό το φόβο μίας ανατρεπτικής «εισβολής» νέων συνηθειών και προτεραιοτήτων οδηγούν στην κατασκευή μίας τεχνητής άμυνας με τα ίδια υλικά των τοπικιστικών παραδόσεων. Είναι τα θεμέλια της κοινότητας που απειλούν το Εγώ των πρωταγωνιστών τα οποία, στην πρώτη απόπειρα διασάλευσης της τάξης, ενεργοποιούν κατάλοιπα του παρελθόντος, δείγμα της δυναμικής την οποία συντηρούν τα πρώτα ψήγματα συνείδησης στο ασφυκτικό περιβάλλον των εκάστοτε παραδόσεων που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. «Πράγματι, μεγάλωσα στη Δημοκρατία του ελεύθερου έρωτα, με την ιδέα ότι η μονογαμία οδηγεί στην αγωνία της ψυχής, και ότι το δράμα του κόσμου πηγάζει από μια υποκριτική και στενόμυαλη ηθική. […] εξακολουθώ να συμφωνώ με αυτές τις δογματικές βάσεις, δηλαδή ότι πρέπει να ποθούμε άφοβα, να αφήνουμε ανεξέλεγκτες τις εκρηκτικές σεξουαλικές μας δυνάμεις, να πνίγουμε όλα τα πλάσματα σε έναν χείμαρρο αγάπης, να διορθώνουμε τους ζωντανούς, να ξεπεράσουμε το συλλογικό τραύμα, για να κάνουμε όλοι μαζί, συμπεριλαμβανομένων και των ζώων, ένα χαρωπό άλμα προς τα μπρος, έξω από το τεχνολογικό τέλμα» (σελ. 316) και οι προθέσεις υπερβαίνουν τα όρια αυτών. Διότι, η ουτοπική κοινότητα την οποία περιγράφει η/ο πρωταγωνίστρια/ής με τρόπο τέτοιο που να διαχέεται πέραν των συνόρων του πολιτικού, οικονομικού και πολιτιστικού εκφυλισμού της τεχνολογικής μετα-κοινωνίας σκοντάφτει τις πτυχές μίας λεπτομέρειας. Η τελευταία απαντά στο ζήτημα των σχέσεων εξουσίας μεταξύ των ατόμων και φυσικά, στο ζήτημα της ιδιοκτησίας. Ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η άρνηση του υλιστικού μοντέλου των σύγχρονων κοινωνιών στιγματιστεί και μετατραπεί σε άρνηση, η εναλλακτική πρόταση διαχείρισης των ανθρωπίνων σχέσεων δεν αντικρούει τις βαθύτερες αιτίες που λειτουργούν ως πηγή καταπίεσης και εκμηδένισης της ατομικής προσωπικότητας αλλά, αντίθετα, σωματοποιεί την εκάστοτε μορφή «ελευθερίας» ως πρόταγμα σεξουαλικής απελευθέρωσης. 

Με αυτό το σκεπτικό περνάμε στο δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης του έργου στο οποίο το Εγώ της/του πρωταγωνίστριας/ή προσλαμβάνει εξωτερικά την σωματοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης και δη στην τελευταία στροφή της ιστορίας αυτού. Συγκεκριμένα, η εφηβεία με τις μεταβολές τις οποίες επιφέρει ως προέκταση της φύσης στο σώμα, τη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά του ατόμου μεταβάλλεται σε πειραματική σκηνή αναζήτησης προσανατολισμών. Κι ενώ οι τεχνητές προδιαγραφές της τεχνολογικής μετα-κοινωνίας επιβάλουν έναν ομοιόμορφο τρόπο σκέψης και στάσης έναντι των πραγμάτων, στην ουτοπική κοινότητα τα μέλη (μοιάζουν με συνειδητά εξόριστους από το υπόλοιπο σύνολο), τα οποία μεταφέρουν τις κοινωνικές προκαταλήψεις της προηγηθείσας κοινωνικοποίησης, απελευθερώνονται από τα νοητά και συναισθηματικά δεσμά του υλιστικού πολιτισμού για να καθορίσουν εκ του μηδενός την αξία της ανθρώπινης υπόστασης. Ωστόσο, σε αυτή την πορεία των πραγμάτων αυτοκαταργούνται οι ηλικιακές αποστάσεις, οι καθετοποιημένες γραφειοκρατικές πολιτικές και οι αυτοπροσδιορισμοί με γνώμονα τα «είθισται» του οικονομικού παράγοντα, για να δώσουν τη θέση τους σε μία προβολή του Εγώ στα ατομικά προτερήματα και τη συλλογική προσφορά. Είναι η εξωτερική θέαση της εσωτερικής δομής της ουτοπικής κοινότητας καθότι αναγνωρίζει, εκ των πραγμάτων, την ατομικότητα ως αυτοτελή παρουσία στα διαδραματιζόμενα γεγονότα της καθημερινότητας. Πίσω απ’ την οπτική αυτή επαναφέρει διαρκώς στο προσκήνιο η/ο συγγραφέας την σεξουαλικότητα ως βασικό παράγοντα αναγνώρισης του προσώπου από το σύνολο. Το τελευταίο μεταφράζει την πρώτη ως ελευθερία ηθικής και προβολής βαθύτερων επιθυμιών στο σώμα του έτερου Εγώ με σκοπό την αυτογνωσία. Υπό μία έννοια, η σεξουαλικότητα στην ουτοπική κοινότητα καθρεφτίζει την σεξουαλική ενοχή του πολιτισμού, όπως ακριβώς την αποτυπώνει στις συνειδήσεις των ατόμων προτού αυτά επενδύσουν στην αναζήτηση και τον πειραματισμό, μόνο που στην περίπτωσή μας το σώμα ενεργοποιεί τα αντανακλαστικά προτού θεωρητικοποιηθεί ο έρωτας ως συνείδηση (έστω και τεχνητή). Η σεξουαλικότητα της κοινότητας, η οποία επανέρχεται αδιαλείπτως, εφαρμόζει την ηθική της στην «ελευθερία» των επιλογών καταλήγοντας, ωστόσο, να κοσμεί την φυσική διάταξη των ενορμήσεων του σώματος και των παθών ανεξέλεγκτα. Η αίσθηση του κριτηρίου έχει απονεκρωθεί και η κοινότητα διολισθαίνει ολοένα στην αντικατάσταση του συναισθήματος με την σωματική εκτόνωση. Ενδόμυχα, η/ο ηρωίδα/ας αναζητούν καταφύγιο στην συναισθηματική ωριμότητα της ευθύνης των συναισθημάτων και όχι στην απείθαρχη εκτόνωση των φυσικών επιθυμιών του σώματος. Όμως, επανέρχεται διαρκώς το ζήτημα της σεξουαλικότητας ως πειραματική σύζευξη ετεροκατευθυνόμενων προοπτικών μέσα απ’ τις οποίες το δρων υποκείμενο καταργεί φαινομενικά τα όρια της κοινωνικού ελέγχου για να βρεθεί, εν τέλει, δέσμιο μίας άνευ όρων αποδοχής του εκάστοτε έτερου Εγώ. Είναι, πράγματι, η αδυναμία καθορισμού του Εγώ (στη νοητή υπαρξιακή του διάσταση) που μεταβάλει άρδην τις δυναμικές αποκαθήλωσης του σώματος ως προτεραιότητα. «Είμαι δεκαπέντε ετών και δεν θέλω να πεθάνω, εξυπακούεται, τουλάχιστον όχι από κάποιο πολυβόλο ούτε μέσα στα συντρίμμια ενός αεροδρομίου που ανατινάχτηκε από βόμβα. Όμως δεν θέλω να ζω ούτε απολύτως και αιωνίως προστατευμένη, ή για να το πω αλλιώς: είμαι δεκαπέντε ετών και δεν έχω πρόβλημα να πεθάνω αλλά όχι πριν με αγαπήσουν, όχι πριν ακουμπήσει κάποιος τον αντίχειρά του στο ζυγωματικό μου» (σελ. 78) για να μετατρέψει το άγχος γνώσης του Εγώ σε σεξουαλική μεταμόρφωση. Η γνώση αυτή περνά μέσα από την σωματοποίηση του πειραματισμού των επιλογών δίχως, ωστόσο, να επενδύει στη γνώση (εξάλλου η γνώση έχει μετατραπεί σε σκεύος οικονομικής ηδονής) που έχει συσσωρευτεί και τα δίκτυα (ελεγχόμενης κατεύθυνσης και διακίνησης) αυτής. Για το λόγο αυτό τόσο η μία όσο και η άλλη προτεινόμενη λύση (της πολιτιστικής στερεότυπης πορείας των πραγμάτων) και της «ελεύθερης» βίωσης της εμπειρίας των επιλογών καταλήγει σε μία κοινή ομολογία αποτυχίας του ανθρώπου συνολικά να αντιμετωπίσει την απλότητα της ύπαρξης, μεταθέτοντας σε κάθε περίσταση την ιεραρχία των κοινωνικών συναλλαγών ως ταυτότητα των ατομικών όντων. Με άλλα λόγια, η σεξουαλικότητα την οποία επικαλείται η/ο ηρωίδα/ας δεν διαφοροποιείται από την τεχνητή αποκτήνωση της σύγχρονης πραγματικότητας. Μόνο που προσφέρεται υπό τον μανδύα μίας ανεύθυνης «ελευθερίας» καταλήγοντας στην απονεύρωση τόσο της πρόθεσης όσο και της στάσης του ατόμου έναντι των επιλογών του στις οποίες εκ των πραγμάτων θα επιστρέψει. 

Το τρίτο και τελευταίο επίπεδο ανάγνωσης του έργου σχετίζεται με το Εμείς. Το συλλογικό σώμα της ουτοπικής κοινότητας καθρεφτίζεται στο άγνωστο πρόβλημα των ανθρωπίνων σχέσεων όταν μετατρέπονται από σχέσεις επικοινωνίας και κοινωνικοποίησης σε σχέσεις ασύνειδης εξουσίας και χειριστικής επιβολής. Η ουτοπική κοινότητα φαινομενικά έχει υπερκεράσει τα σύνδρομα του τεχνολογικού/υλιστικού μικρόκοσμου. Ωστόσο, αδυνατεί να υπερβεί την ατέλεια της κοινωνικής συνύπαρξης η οποία αναγνωρίζει το πρόσωπό της στην έννοια της επιθυμίας. Διότι, η επιθυμία της «ελευθερίας» με φυσικές προδιαγραφές της ατομικότητας εξελίσσεται σε νέου τύπου υπαγωγή σε δεδομένα μίας ιεραρχικής ελευθεριότητας εξίσου προσποιητής με την πολιτισμική αποδέσμευση του Εγώ από τα συμφραζόμενα του κοινωνικού όλου. «Οι άγραφες εντολές του Liberty House, οι πλάκες του νόμου που έχουν χαραχτεί στον αέρα και στην άμμο, υπαγορεύουν το εντελώς αντίθετο: να εναλλάσσεις τους συντρόφους, να μη δένεσαι με κανέναν, να μη δένεις κανέναν, να αποφεύγεις τη σταθερότητα, την αποκλειστικότητα, τη σχέση συγχώνευσης. Όμως εμένα, απεναντίας, με ελκύει η συγχώνευση. Αν είναι να εξαφανιστώ, ας είναι τουλάχιστον για καλό σκοπό, απορροφημένη από ένα ξένο σώμα, λιωμένη μέσα του όπως το χιόνι» (σελ. 240). Το Εμείς εξακολουθεί να αντιστέκεται στις προθέσεις καθώς αδυνατεί να απεγκλωβιστεί από τις σχέσεις ιδιοκτησίας τις οποίες η ανθρώπινη κοινωνία ορίζει η αξιακή χρήση. Με τον όρο ιδιοκτησία δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στις υλικές συνθήκες κατοχής αλλά περαιτέρω στην κατασκευασμένη «ανάγκη» του δρώντος υποκειμένου να ανήκει σε κάτι/κάποιον, κατέχοντας την πρωτοβουλία στις σχέσεις εξουσίας που διαμορφώνει γύρω του. Για το λόγο αυτό η ουτοπική κοινότητα του μυθιστορήματος αντιγράφει επί της ουσίας τους ίδιους κώδικες επικοινωνίας με την πολιτεία την οποία εν τοις πράγμασι επιχειρεί να αρνηθεί. Το Εμείς εξειδικεύεται σε κάθε περίσταση σε μία αφηρημένη αίσθηση του Εγώ (του εκάστοτε Εγώ) συγχωνεύοντας σε ομοιομορφία την προσωπικότητα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής έως ότου το Εγώ επαναστατήσει ζητώντας όχι πια «ελευθερία» αλλά αγάπη στην ολική αποδοχή άνευ όρων και προϋποθέσεων. 

Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε τη χρήση της γλώσσας, του χρόνου και του χώρου ως μία τέταρτη οπτική του έργου. Και τα τρία σημεία διαπλέκονται και σταθμίζουν τις προτεραιότητες του θέματος της ιστορίας καθώς διακλαδίζονται σε πολλαπλότητες. Ο χρόνος και ο χώρος, μολονότι εντάσσονται σε στιγμιαία περιβάλλοντα αναφοράς, ουσιαστικά εκλείπουν από την μυθοπλασία ακολουθώντας νοερά τον βηματισμό της δημιουργού, ενός βηματισμού ο οποίος στην αφαιρετική του πρόσληψη καταργεί το πλαίσιο για να προσδώσει έδαφος στη ροή εναλλαγών και κινήσεων σα σε θεατρική σκηνή. Το ζήτημα της γλώσσας, ωστόσο, δεν αντανακλάται στην αντίστοιχη χωροχρονική απουσία διότι ο Λόγος μεταβαίνει από τη λόγια και εν πολλοίς λογοτεχνική γραφή στην υπονομευτική μαζικότητα μίας απύθμενης καθημερινότητας, άνευ διακρίσεων και σκοπών. Το βασικό λάθος, το οποίο επαναλαμβάνεται σε αντίστοιχα έργα με έντονη την εγωκεντρική ερμηνεία της θεματικής, βρίσκεται στο γεγονός κατά το οποίο η μαζική αποδοχή ενός φλέγοντος ζητήματος απορρυθμίζει την λογοτεχνικότητα του Λόγου, μία οπτική η οποία αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα ως αυτόνομη επανάληψη της βιωμένης εμπειρίας την οποία ασπάζονται οι αναγνώστες. Και είναι λάθος αυτού του είδους η προσέγγιση διότι ο αναγνώστης δεν αναζητά στις σελίδες της λογοτεχνίας τα ίδια αποτελέσματα της διανοητικής και συναισθηματικής υποβάθμισης τα οποία συναντά καθημερινά γύρω του αλλά, αντίθετα, αναζητά την εναλλακτική πρόταση στην ολική απομάγευση αυτής δίχως να ισορροπεί σε ψευδαισθήσεις. Δηλαδή, ο χειρισμός της γλώσσας στο επίπεδο μίας φιλικής συνάθροισης δεν προσδίδει υπεραξία ούτε στη θεματική ούτε στο έργο συνολικά. Το ζήτημα εντοπίζεται στην ταύτιση του αναγνώστη με τους σκοπούς του θέματος και όχι η ενσυναίσθηση αυτού με την εξωτερική επιφάνεια των όσων διαδραματίζονται, άνευ κριτηρίων, σε μία εναλλαγή των μέσων προβολής της ίδιας βιωμένης πραγματικότητας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Emmanuelle Bayamack-Tam
«Αρκαδία»
Μετάφραση: Χαρά Σκιαδέλλη
Σελίδες: 376
Ιsbn: 978-960-435-712-3
Τιμή: 16 ευρώ