Μια στιγμή στη μέρα / Eλένη Βακαλό – Ἀντίνοος

Σὰν ὁ Ἀντίνοος ξαπλώθηκε
Ὅπως ἕνα μεγάλο σκυλὶ
Ποὺ ἡ μακριὰ ράχη του ἡσυχάζει
Μ’ ἀλλεπάλληλα ρίγη
Ποὺ γυαλίζουν στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ
Καθὼς σὲ νερὰ ἀκροθαλασσιᾶς
Πρὶν ἀρχίσει τὸ σκοτάδι τῶν κυμάτων
Ποὺ φουσκώνουνε πιὸ βαθιὰ
Ὁ νεκρὸς
Προχωρώντας στὸ δρόμο φοβόμουνα ποὺ ἀκολουθοῦσαν
τὰ βήματά μου
Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ὁ ἔμπορος καὶ νὰ ’ναι ὁ φονιὰς
Γιατί τὴ νύχτα φωνάζουνε κι οἱ σκιὲς ὅταν ἀγγίξουνε
ἡ μιὰ τὴν ἄλλη
Λένε
Ὑπῆρξε ἐρωμένος ἢ ἐραστής;
Σέρνουνε παραβάλλοντας σώματα ποὺ δὲν ἔχουν σχέση
Μ’ αὐτὸ τὸ ποίημα ἤθελα νὰ καλύψω τὴ μοναξιὰ
Γιατί
Ἀντίνοος
Ἀνάμεσα σὲ νεκροὺς θὰ πλανιέται μὲ τὴν ἴδια ἀπόσταση
τῆς μιᾶς ἀπ’ τὴν ἄλλην σταλαματιᾶς
Θὰ ξεχνᾶ
Σὰν ἐκεῖνα τὰ δάκρυα τοῦ ὕπνου ποὺ σταματοῦν καὶ
τότε τὰ βλέφαρα ὅπως λίμνες θολὲς
Μέσα τους τρέμοντας κρατοῦν τὸ νερὸ
Πρῶτοι καραγωγεῖς
(Αὐτοὺς ποὺ ὑποχρέωσαν νὰ ξεφορτώσουν, καὶ νὰ
ὁδηγήσουν στὴν πόλη τοὺς νεκρούς)
Σ’ αὐτὸν τὸν τόπο τ’ ἀγάλματα διαδέχονται τοὺς φονιάδες
Νεκρὸς
Τὸ χέρι σου ἂν ἄγγιζα στὴν ἄκρη ἀπ’ τὰ δάχτυλα…
Πῶς μπορεῖ
Περισσότερο νὰ πονέσω παρὰ τότε ποὺ ἄλλο σημάδι
ἐπάνω μου δὲν ἤτανε δυνατὸ
Σ’ αὐτὴν τὴ γῆ καθὼς ἀκουμποῦνε τ’ ἀγάλματα
Τὸ στῆθος τους εἶναι τοπίο ἐρημιᾶς
Κάτω ἀπ’ τὰ δέντρα λάμπουνε στὴ σκιὰ
Εἶναι ἀπροσδόκητα κάποτε τὰ πιὸ λαμπρὰ
Στὴ μέση μιᾶς ἔξαφνης γῆς
Εἶναι κομμένα γύρω τοὺς τὰ χόρτα
Σὰν τὸ βυθὸ φεγγαριοῦ
Ἐκεῖ ἔρχονται
Τὸν τελευταῖο σιωπηλό τους κύκλο χαράζοντας τὰ πουλιὰ

«Ἡμερολόγιο τῆς ἡλικίας», 1958