Μια στιγμή στη μέρα / Γιώργος Χρονάς – Καφετέρια «Μινιόν»

Πέφτει ὁ ἥλιος πάνω στό πρόσωπό σου
καί χθές ἔλεγαν πώς θἄχει συννεφιά
Βρέχει πίσω ἀπό τήν πλάτη σου
τά νερά τρέχουν πάνω σέ πλαστικά
οἱ τεχνητοί πίδακες μπροστά σου.
Ἄν σηκωθείς μπορεῖς νά πιάσεις
τά ψάρια πού κυνηγιοῦνται στή λίμνη αὐτή
πού εἶναι ἀνοιγμένη στά πόδια σου.
Ἀνάβεις τὄνα τσιγάρο πάνω ἀπ’ τ’ ἄλλο
καί βλέπεις πίσω ἀπό τά γυαλιά
πού πῆρες ἕνα κατοστάρικο στήν Πατησίων.
Ἡ κολώνια πού φορᾶς διώχνει τά κουνούπια
τά χέρια σου μέσα στά γράσα.
Πῶς σ’ ἄφησαν στήν εἴσοδο τοῦ μαγαζιοῦ
σ’ αὐτό τό χάλι νά μπεῖς;
Δέν σέ εἶδαν; Εἶσαι ἀόρατος;
Δέν σέ πρόσεξαν; Ποιόν; Ἐσένα;
Εἶναι μεσημέρι καί πεινᾶς
δυό δεκάρικα ἔχεις στήν τσέπη.
Τό μοσχαράκι ραγού, ἐτελείωσεν.
Τό φρικασέ, ἀπεσύρθη.
Φωνάζουν τά μεγάφωνα. Παρακαλῶ, στή σειρά σας.
Πεινᾶς καί σηκώνεσαι νά πᾶς στίς τουαλέττες
Στέκεσαι μπροστά στίς λευκές ἀπό τά ἀπορρυπαντικά λεκάνες
καί σάν ἀρχαῖος κωπηλάτης στό μέσον τοῦ πελάγους
ἀρχίζεις νά κωπηλατεῖς
περιμένοντας νά φτάσεις.
Τό σπέρμα σου πετιέται στά πλακάκια
σάν πρωινό στεφάνι
σ’ αὐτή τήν καφετέρια τοῦ Χάους.

«Κατάστημα Νεωτερισμών», 1997.