Τζον Γουίλιαμς – Ο Στόουνερ, του Θοδωρή Μπόνη

«Αν τύχει και κάποιος φοιτητής συναντήσει το όνομα Γουίλιαμ Στόουνερ, ενδέχεται να αναρωτηθεί γενικά και αόριστα ποιος να ήταν αυτός· η περιέργειά του πάντως σπάνια θα ξεπεράσει το επίπεδο της απλής ερώτησης. Οι συνάδελφοι του Στόουνερ, οι οποίοι δεν του είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση όσο ζούσε, τώρα πια τον αναφέρουν σπανίως· στους μεγαλύτερους το όνομά του λειτουργεί ως υπενθύμιση του αναπόφευκτου για όλους τέλους, για τους νεότερους είναι απλώς ένας ήχος που δεν ανακαλεί τίποτε από το παρελθόν ούτε τους θυμίζει κάποιον που είχε σχέση με τους ίδιους ή με τη σταδιοδρομία τους».

Η απορία που ενδεχομένως να προκύψει σε κάποιον κατά την ανάγνωση του βιβλίου είναι γιατί να το διαβάσει. Από την πρώτη κιόλας σελίδα του γίνεται γνωστός ο θάνατος του πρωταγωνιστή, ο οποίος, εξάλλου, δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης στο περιβάλλον του πανεπιστημίου και επρόκειτο μάλλον για έναν αδιάφορο καθηγητή. Η περίπτωση του Γουίλιαμ Στόουνερ μας παρουσιάζεται χρονικά μία γενιά πριν τον συγγραφέα του, Τζον Γουίλιαμς (John Williams). Η γέννηση του Στόουνερ τοποθετείται το 1891 σε ένα μικρό αγρόκτημα κοντά στο χωριό Μπούνβιλ του κεντρικού Μιζούρι. Μοναχογιός μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας, ο Στόουνερ ξεκίνησε από την ηλικία των έξι ετών να προσφέρει τις πολύτιμες κτηνοτροφικές και αγροτικές του βοήθειες. Μετά από παρότρυνση του πατέρα του, ο νεαρός Γουίλιαμ εγγράφεται στο Γεωπονική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κολόμπια. Κατά το δεύτερο έτος φοίτησης καλείται να παρακολουθήσει ένα υποχρεωτικό μάθημα που έφερε τον τίτλο «Επισκόπηση της Αγγλικής Λογοτεχνίας». Η επαφή του με το εβδομηκοστό τρίτο σονέτο του Σέξπιρ τον ωθεί να εγκαταλείψει τις γεωπονικές του σπουδές και να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία. Τα επόμενα χρόνια τον βρίσκουν καθηγητή για σαράντα χρόνια στο ίδιο πανεπιστήμιο. Εκεί θα αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τον Γκόρντον Φιντς κοσμήτορα του πανεπιστημίου. Η εικόνα του στον ευρύτερο χώρο του πανεπιστημίου θα δοκιμαστεί οξύτατα από την έχθρα του με πρόεδρο του τμήματος Χόλι Λόμαξ και από τη σύντομη εξωσυζυγική του σχέση με τη φοιτήτρια Κάθριν Ντρίσκολ ενώ ήταν παντρεμένος με την Ίντιθ και πατέρας της νεαρής Γκρέις. Στα 65 του χρόνια μαθαίνει ότι πάσχει από καρκίνο και λίγες εβδομάδες αργότερα, πεθαίνει στο κρεβάτι του περιτριγυρισμένος από τα βιβλία που αγαπούσε με πάθος.

Ο Τζον Γουίλιαμς συνθέτει το ολοκληρωμένο πορτρέτο τόσο του Στόουνερ όσο και των υπολοίπων χαρακτήρων από το οικογενειακό και εργασιακό του περιβάλλον σε σημείο που ο αναγνώστης γνωρίζει από την αρχή τις συμπεριφορικές τους τάσεις και τις αδυναμίες τους. Κανείς χαρακτήρας του βιβλίου δεν μπορεί να αναχθεί σε ηθικό πρότυπο και το πρόσωπο του Στόουνερ, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν αποτελεί εξαίρεση. Κατατάσσοντας το παρόν μυθιστόρημα στα crossover, παρατηρούμε το οδοιπορικό ενός ανθρώπου από τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέχρι και τον θάνατό του. Το συγγραφικό ύφος του Γουίλιαμς επιτυγχάνει να μας αποκαλύψει την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας και το αναπόφευκτο του θανάτου και, συνάμα, να ταυτιστούμε συναισθηματικά με τον ίδιο τον Στόουνερ. Η αναγκαιότητα της παιδικής εργασίας, η οικονομική ανέχεια, η δυστυχία του έγγαμου βίου και η θλιβερή πραγματικότητα των ανθρωπίνων σχέσεων ακόμα και εντός ενός ανωτάτου ακαδημαϊκού ιδρύματος εγγράφονται κοινωνιολογικά με ιστορικό φόντο τους δύο παγκόσμιους πολέμους, την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ από τον Ιαπωνικό στόλο, την άνοδο του φασισμού, την ποτοαπαγόρευση, το οικονομικό κραχ του 1929 και τη Μεγάλη Ύφεση.

Η ακαδημαϊκή του καριέρα ήταν πετυχημένη αλλά όχι λαμπρή. Αγαπούσε τη λογοτεχνία και η βαθύτατη μέθεξή του στον κόσμο αυτόν του προκαλούσε ένα αίσθημα πνευματικής αυτοεξορίας: «Ο Τριστάνος, η όμορφη Ιζόλδη περνούσαν μπροστά από τα μάτια του· ο Πάολο και η Φραντσέσκα στροβιλίζονταν στο στιλπνό σκοτάδι· η Ελένη και ο ζωηρός Πάρις, η έκφρασή του γεμάτη πίκρα για τις συνέπειες, έβγαιναν από τα σκότη. Κι εκείνος ήταν μαζί τους μ’ έναν τρόπο που ποτέ δεν θα ήταν με τους συμφοιτητές του, με όλους αυτούς που είχαν στήσει τη φωλίτσα τους στο μεγάλο πανεπιστήμιο, στην Κολόμπια του Μιζούρι, που έτρεχαν από μάθημα σε μάθημα και σουλατσάριζαν ανασαίνοντας τον αέρα των Μεσοδυτικών Πολιτειών».

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όντας μοναχική προσωπικότητα, ο Στόουνερ προσπαθούσε να ανακαλύψει τον εαυτό του σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής του. Ο έρωτάς του για την Ίντιθ κατέληξε σε έναν αποτελματωμένο γάμο. Από την άλλη πλευρά, η Ίντιθ αποτελούσε μία ομολογουμένως αντιπαθητική σύζυγο, με συνεχείς διακυμάνσεις στην ψυχοσύνθεσή της και ψυχρότητα απέναντι στον Στόουνερ. Αντιμετώπιζε συχνά με απάθεια τις αλλαγές στη ζωή της –τον θάνατο του πατέρα της αλλά και την κρυφή ερωτική σχέση του Γουίλιαμ με την Κάθριν– και επιβαλλόταν στον σύζυγο και το παιδί της για να καλύψει τις δικές της ανασφάλειες. Πέραν ορισμένων σύντομων χρονικών διαστημάτων ο έγγαμος βίος προξενούσε στον Στόουνερ ερωτική απονέκρωση και ο τελευταίος αναζήτηση τη δίκη του αναγέννηση στο πρόσωπο της νεαρής Κάθριν. Όταν όμως η σχέση τους προκάλεσε θυελλώδεις αντιδράσεις, οι δυο τους υπέκυψαν στις απειλές του Λόμαξ και αναγκάστηκαν να διακόψουν κάθε επαφή. Η θλιβερή συναισθηματική κατάσταση του Στόουνερ μοιάζει να δικαιολογεί εν μέρει στο βιβλίο την επιλογή μας εξωσυζυγικής σχέσης, καθώς στους κόλπους της νιώθει ότι είναι ο εαυτός του.

Παρόλα αυτά, η μοναδική πηγή σταθερής έμπνευσης ήταν για εκείνον η διδασκαλία. Η έλξη που του ασκεί η λογοτεχνία είναι κυρίως φιλολογικού χαρακτήρα. Όπως αναφέρει πολύ σωστά ο Άρης Μπερλής στο επίμετρο, ο Στόουνερ προσεγγίζει τη λογοτεχνία αναλυτικά και ιστορικά. Η ιστορικότητα της λογοτεχνίας, ιδίως κατά την περίοδο του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, αποτελεί για εκείνον τον θεματικό πυρήνα διδασκαλίας στο πανεπιστήμιο. Η μετάδοση αυτής της γνώσης, επομένως, λειτουργεί εξισορροπητικά μεταξύ της αναγνωστικής απόλαυσης και της οικονομικής του αποκατάστασης. Επεδίωκε να μην είναι αδιάφορος καθηγητής, να κινεί το ενδιαφέρον των φοιτητών του και να είναι συνεπής απέναντί τους. Ο Στόουνερ, ωστόσο, διακατεχόταν από ακλόνητη αυτοπεποίθηση αναφορικά με τις ακαδημαϊκές του αποφάσεις και το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι η αρνητική στάση που κράτησε απέναντι στον φοιτητή του Λόμαξ Τσαρλς Γουόκερ. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να θεωρηθεί ατυχής ή θέση του Ιρλανδού συγγραφέα John McGahern στην εισαγωγή του βιβλίου ότι κεντρική ιδέα του τελευταίου είναι ο έρωτας. Αντίθετα –και σε αυτό θα παραμείνει συνεπής μέχρι το τέλος της ζωής του– ο Στόουνερ αντιπαραθέτει στα πάθη της καρδιάς την απρόσκοπτη και αντικειμενική φύση της επιστημονικής γνώσης. Αν και είναι κάπως επισφαλής η θέση του συγγραφέα ότι ο ήρωάς του έζησε καλύτερα από τον περισσότερο κόσμο, είναι, εντούτοις, ορθή η επισήμανσή του για τη «συνείδηση του έργου, του επαγγέλματος που έχει ο Στόουνερ. Γι’ αυτόν η διδασκαλία είναι έργο –έργο με την καλή, την έντιμη έννοια της λέξης. Το επάγγελμά του τού έδωσε μια ιδιαίτερη ταυτότητα και τον έκανε αυτό που ήταν… Η αγάπη για κάτι είναι αυτό που μετράει. Αν αγαπάς κάτι, αργά ή γρήγορα θα το κατανοήσεις. Και αν το κατανοήσεις, θα έχεις μάθει πολλά».


Ο Τζον Έντουαρντ Γουίλιαμς γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1922 στο Κλάρκσβιλ του Τέξας και πέθανε στις 3 Μαρτίου 1994 από αναπνευστική ανεπάρκεια στο Φέιετβιλ του Άρκανσο. Δίδαξε λογοτεχνία και δημιουργική γραφή για τριάντα χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Ντένβερ. Στα μυθιστορήματά του συγκαταλέγονται τα Nothing but the night (1948), Butcher’s crossing (1960), Stoner (1965) και Augustus (1972). Εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές με τίτλους The Broken Landscape: Poems (1949) και The Necessary Lie (1965).

Συγγραφέας: John Edward Williams
Τίτλος: Ο Στόουνερ
Τίτλος πρωτοτύπου: Stoner
Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου
Εισαγωγή: John McGahern
Επίμετρο: Άρης Μπερλής
Εκδόσεις: Guternberg (2017)
Σελίδες: 416