Αλέκος Συσσοβίτης: «Όσοι δεν καταλαβαίνουν τη Lulu θα θεωρήσουν ότι είναι ένα πορνογράφημα, αλλά αυτοί εκτίθενται»

Με αφορμή την παράσταση «Lulu», σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, ο Αλέκος Συσσοβίτης, ένας εκ των πρωταγωνιστών, μας μιλάει για τον ρόλο του και το διαχρονικό μήνυμα του έργου. Σε μια κατάθεση ψυχής, ο ηθοποιός μας συστήνει την δική του εκδοχή για το «αδιαπραγμάτευτο» του έρωτα και την ανθρώπινη διάσταση του. Παραμένει αισιόδοξος για το μέλλον της ελληνικής μυθοπλασίας και μέσα από σκληρή προσωπική δουλειά ετών δηλώνει παρών.

Ο φετινός θεατρικός χειμώνας σας βρίσκει στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης και στην παράσταση Λούλου, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά. Ένα έργο που μιλάει για τα αναρίθμητα πρόσωπα του έρωτα και της κυριαρχίας του. Πείτε μας δυο λόγια για τον ρόλο σας και για το πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;

Καταρχάς, ο Γιάννης ο Χουβαρδάς με έβαλε στο θέατρο. Πριν αρκετά χρόνια, όταν είχε το Αμόρε με κάλεσε να παίξω στο Μπελβεντέρε του Χόρβαρντ που είχε κάνει και ουσιαστικά από εκεί ξεκίνησε και του χρωστάω πολλά, είναι το δεύτερο κάλεσμα που μου κάνει μετά από καιρό αλλά σε ένα ρόλο που έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και σε μία δουλειά που πιστεύω ότι θα είναι σημαντική και θα καταγραφεί μέσα στις καλές παραστάσεις του χειμώνα. Η σχέση η προσωπική που έχουμε είναι διαχρονική και σε πολύ καλό επίπεδο και εκτιμώ και τη φιλία παρόλο που δεν βρισκόμαστε και πολύ συχνά. Νομίζω ότι σε μένα, κάτι που μπορώ να ανταπεξέλθω στο συγκεκριμένο ρόλο, μιλάμε για έναν σαλτιμπάγκο του τσίρκου, οπότε χρειάζεται κάποιες σωματικές ικανότητες και μία λαϊκότητα η οποία βοηθάει μερικές φορές κάποιους ρόλους όταν είναι άτομα χαμηλής αστικής τάξης και τους δίνει κάτι πιο αυθεντικό και πηγαίο, κάτι πιο ζωώδες, κάτι που προέρχεται από το ένστικτο και όχι τόσο πολύ από τη λογική, χαρίσματα του ρόλου που φυσικά ένας ηθοποιός πρέπει να βρίσκει τις ευκολίες να το καταφέρει για να το κάνει. Οπότε είπα “ναι” και φυσικά και ο Γιάννης ας πούμε με βοηθάει σε μία διαδρομή πολύ ενδιαφέρουσα. 

Το «Lulu», ως προς το περιεχόμενο του, έχει δεχτεί στο παρελθόν έντονη λογοκρισία. Κάποιοι το θεώρησαν πορνογράφημα και μάλιστα σε κάποιες χώρες είχε απαγορευτεί. Τι είναι αυτό που καθιστά το κείμενο τόσο αιρετικό; Η τέχνη έχει όρια;

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Καταρχάς για την εποχή του, γιατί μιλάμε ας πούμε στα τέλη του 1800, αρχές του 1900, είναι ένα έργο που σχολιάζει καυστικά μια φαλλοκρατική κοινωνία και είναι από τα πρωτόλεια έργα που αναδεικνύουν έναν επερχόμενο φεμινισμό. Άρα, για την εποχή εκείνη το να τολμήσει μια γυναίκα να υψώσει ανάστημα απέναντι σε άντρες που ήταν κυρίαρχοι πάνω στο γυναικείο φύλο, αλλά και γενικά στις κοινωνίες και ορίζανε μια πολιτική και κοινωνική διαδρομή για τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης ήταν μια αιρετική στάση. Αυτό συνέβαινε τότε. Διαχρονικό γίνεται λόγω του ότι όποιο έργο καταπιάνεται με τις δυαδικές σχέσεις των δύο φύλων σίγουρα θα παραμένει διαχρονικό, ποτέ δε θα είναι αναλώσιμο και από κει και πέρα έχει να κάνει πολύ με τη γραφή του Βέντεκιντ. Όσοι δεν καταλαβαίνουν τη γραφή του θα μείνουν σε ένα πρώτο επίπεδο και θα θεωρήσουν ότι είναι ένα πορνογράφημα, αλλά αυτοί εκτίθενται και το μόνο που κάνουν είναι να προσβάλλουν έναν πολύ σημαντικό συγγραφέα, γιατί όλο το ουμανιστικό και υπαρξιακό πεδίο, όλες οι ανθρώπινες ανησυχίες και τα ερωτήματα κατατίθενται στο έργο ακόμα και σε φιλοσοφικό επίπεδο σε κάποιους χαρακτήρες πολύ πιο έντονα από κάποιους άλλους, αλλά μιλάμε για τη μεγάλη πάλη της χαμηλής τάξης απέναντι στην άρχουσα τάξη, απέναντι σε μια μπουρζουαζία η οποία κυριαρχεί και κάνει και ελέγχει τις μάζες, άρα για μένα είναι και ένα βαθιά πολιτικό έργο. Πως μπορούμε οι αδύναμοι να σηκώσουμε ανάστημα απέναντι στους δυνατούς και αν συμβαίνει και είθισται και υφίσταται κάτι τέτοιο ή αν η οποιαδήποτε αντίδραση θα είναι άτοπη και θα πάει στα τάρταρα. Άρα λανθάνουσα εκτίμηση κάνουμε. Επειδή δεν είναι τυχαίο που ο Γιάννης ο Χουβαρδάς ασχολείται τρίτη φορά με το συγκεκριμένο έργο, δε νομίζω με ένα πορνογράφημα να είχε μια τέτοια ενασχόληση ούτε ένα θίασο σαν αυτό που μάζεψε. 

Η τέχνη καταγράφει τη ζωή και όπως η ζωή δεν έχει όρια, για μένα δεν θα έπρεπε να έχει ούτε η τέχνη, άρα όπως είμαστε υπόδουλοι μιας ζωής που έχει ένα τέλος και νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν είμαστε ταγμένοι για να ελέγξουμε τη μοίρα μας, αντίστοιχα και στην τέχνη θα έπρεπε να βρίσκουμε τον τρόπο να φλερτάρουμε αισιόδοξα με το άγνωστο, να κάνουμε πράγματα πέρα από εμάς, πέρα από τις δυνατότητές μας και πέρα από το αναμενόμενο γιατί έτσι γινόμαστε αληθινοί και έτσι καταγράφουμε με έναν πολύ δυνατό και πραγματικό τρόπο την ζωή αυτή καθεαυτή. Τώρα κάθε τέχνη πρέπει να έχει έναν έλεγχο για να μη γίνουνε πράγματα επί σκηνής τα οποία δε συνάδουν ένα θετικό τελικό αποτέλεσμα αλλά αυτό είναι ένα τεχνικό κομμάτι και όχι ένα ουσιαστικό. Αν γίνομαι κατανοητός. Δηλαδή σε παράδειγμα έχω ακούσει ότι στη Ρωσία επί σκηνής ηθοποιός είχε σκοτώσει άλλον ηθοποιό, γιατί έχασε τον έλεγχο και, μάλλον μπήκε σε μια διάσταση πολύ διαφορετική, εκτός άμα ήτανε το άτομο προβληματικό. Μπορεί να συμβεί και αυτό. Αλλά αυτό μπορεί να είναι και ανέκδοτο και να μην είναι πραγματικότητα. Πάντως κάθε τέχνη θέλει τα καλούπια της για να μπορέσει να αποτελέσει έργο. 

Το έργο του Φρανκ Βέντεκιντ, περιγράφει με τρόπο, μάλλον, οδυνηρό την συνύπαρξη έρωτα και ανθρώπου. Ο Ευριπίδης στο 3ο χορικό της Μήδειας αναφέρει ότι καμιά αρετή δεν μπορεί να προκύψει από τον έρωτα. Εσείς τι πιστεύετε; Μπορούμε να ζήσουμε ανέραστοι και μόνοι;

Ο Σοπενάουερ έλεγε ότι ο άνθρωπος είναι ταγμένος να υποκύπτει στον έρωτα, για να μπορέσει να συνεχίσει αυτή η γενετική αλυσίδα την οποία αναφέραμε και πριν, άρα είναι δέσμιος της ύπαρξης αυτής καθαυτής. Και εφόσον το σημαντικότερο σε αυτή την πλάση και στο σύμπαν είναι η διαιώνιση αυτού του είδους και εμείς ανήκουμε μέσα σε μία γενετική αλυσίδα, νομίζω ότι ο έρωτας είναι απαραίτητη προϋπόθεση και συστατικό αδιαπραγμάτευτο, οπότε δεν πιστεύω ότι μπορεί να εκλείψει και ο άνθρωπος να το τιθασεύει, να τον βγάλει από τη ζωή του και να συνεχίσει χωρίς αυτόν. Καταρχάς δεν νομίζω ότι διαχωρίζω τον άνθρωπο από τον έρωτα. Νομίζω ότι μιλάμε για το ίδιο πράγμα, κατ’ εμέ. Και το αιτιολόγησα ξεκινώντας από την αναφορά του Σοπενάουερ. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Είστε ένας ηθοποιός, που αν και δεν έχετε τελειώσει κάποια δραματική σχολή, παρ’ όλα αυτά έχετε μια σταθερή παρουσία στο χώρο και μάλιστα με αξιώσεις. Τελικά, τι είναι αυτό που χρειάζεται για να γίνει κάποιος καλός ηθοποιός;

Ο Αϊνστάιν έλεγε ότι το 90% της επιτυχίας στον άνθρωπο είναι η δουλειά και το 10% είναι το ταλέντο του. Και το έλεγε ο Αϊνστάιν (γέλια). Οπότε νομίζω δουλειά, δουλειά, δουλειά. Τρία είναι τα συστατικά. Και σαφέστατα ένα ένστικτο να μπορέσει κανείς να καταλάβει την ύπαρξη στο βαθμό που μπορεί και φυσικά αυτό είναι μια ατέλειωτη διαδρομή, το άγνωστο θα δηλώνει παρουσία μέχρι να κλείσουμε τα μάτια και παραπέρα. Αλλά να είναι καλός παρατηρητής της ζωής, των άλλων ανθρώπων, του εαυτού του, μέσω των άλλων της δικής του προσωπικότητας, γιατί πολλές φορές στα μάτια των άλλων καθρεφτιζόμαστε εμείς. Αυτό ψάχνουμε, αυτό κοιτάμε, για αυτό είμαστε περίεργοι, για αυτό συνδιαλεγόμαστε με τους ανθρώπους, για να μάθουμε ποιοι είμαστε εμείς. Και αυτά είναι λόγια φιλοσόφων και όχι του Αλέκου, αλλά νομίζω ότι το βασικότερο είναι να μπορέσει κανείς αν τα καταφέρει, όσο τα καταφέρνει, να ξεπηδάει από την παρωπίδα του εαυτού του και να γίνεται ένας καλός παρατηρητής του όλου. Σε συνδυασμό με τη δουλειά, δηλαδή, και αυτή είναι η δουλειά, αυτός είναι ο λόγος της δουλειάς. 

Το 2011 ανοίξατε το Faust-Bar-Theatre-Arts. Ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος όπου φιλοξενεί νέους καλλιτέχνες. Πως προέκυψε η ιδέα ενός τέτοιου πολυχώρου;

Σε συνεργασία με άλλους τρεις και από τις ανάγκες μας, βλέποντας εγώ προσωπικά ότι η τηλεόραση θα πέσει σε κρίση, το θέατρο, τουλάχιστον σε μένα, δεν έφερνε τα πράγματα που εγώ ήθελα και έπρεπε κάπως να αυτονομηθώ. Συνδυαστικά με τα οικονομικά τα οποία μας ζόριζαν και την κοινωνική κατάσταση της χώρας η οποία ήταν μελλούμενη αλλά αρκετά ξεκάθαρη, είπαμε να στήσουμε ένα concept το οποίο πραγματικά θα διαφοροποιηθεί από τους προηγούμενους χώρους της πόλης και να παρουσιάσουμε ένα bar theatre σαν να είναι ένα φουαγιέ θεάτρου, όπου συμβαίνουν κάποια πράγματα μουσικοθεατρικά. Όταν βρήκα το χώρο, ο χώρος μπορούσε να φιλοξενήσει στο δεύτερο όροφο και ένα θέατρο 70-80 θέσεων, οπότε αποφασίσαμε ότι μπορούμε να συνδυάσουμε μία μουσική σκηνή στο ισόγειο και ένα θέατρο στο δεύτερο όροφο με ένα μπαρ παράλληλα και να δώσουμε τρία σε ένα, που ήταν μία πρόταση πολύ καλή για την περίοδο της κρίσης και μας βοήθησε να βγάλουμε την κρίση και όχι μόνο. 

Άρα δεν σας τρόμαξε η οικονομική κρίση. 

Μας ανησύχησε. Το μισθωτήριο για το χώρο το υπογράψαμε την εβδομάδα που όλοι έβγαζαν τα χρήματά τους στο εξωτερικό και από τα λίγα που είχαμε δεν ξέραμε αν θα πρέπει να ανοίξουμε το χώρο ή όχι. Αλλά τελικά το αποφασίσαμε, το κάναμε και δικαιωθήκαμε. 

Έχετε πρωταγωνιστήσει σε μεγάλες παραγωγές της τηλεόρασης. Ενδεικτικά να αναφέρω ¨Χορεύοντας στη σιωπή¨, ¨Αίθουσα του θρόνου¨ και η πιο πρόσφατη ¨Ο Πρίγκιπας της φωτιάς¨. Έχουν αλλάξει τα πράγματα μετά την τελευταία δεκαετία; Η ελληνική μυθοπλασία έχει αρχίσει να επιστρέφει;

Τα πρώτα σημάδια ήταν πέρυσι αμυδρά και φέτος πιο καλά, με τις «Άγριες Μέλισσες» και με το «Κόκκινο Ποτάμι». Σε πιο κλασικά εννοώ πράγματα, γιατί τα κομεντί και τα καθημερινά έχει τρία τέσσερα χρόνια τα οποία επανήλθαν και πηγαίνουνε πάρα πολύ καλά. Αλλά μιας και αναφέρθηκατε σε σίριαλ ήταν μεταφορές μυθιστορημάτων, δραματικές σειρές και τα λοιπά, βλέπω ότι φέτος ουσιαστικά αρχίσει να δείχνει θετικά σημάδια το τοπίο. Πρέπει να έκλεισε μάλλον ένας κύκλος με τις σαπουνόπερες τις τούρκικες και τα ριάλιτι, αυτό δεν τελειώνει, αλλά τουλάχιστον να περιοριστεί κάπως για να μεταστρέψει πάλι η τηλεόραση τα μάτια της προς την καλή μυθοπλασία και να ξανακάνει καλά σίριαλ. Θέλω να πιστεύω ότι μπαίνοντας τώρα αν τυχόν ανοίξει και το Mega ξανά μπαίνοντας και ένα άλλο κανάλι ανταγωνιστικό στα πράγματα θα επηρεάσει, οι καλές επιτυχίες οι φετινές μπορεί να επηρεάσουν και τους υπόλοιπους και να αρχίσουν ας πούμε να ξαναυποστηρίζουν τις σοβαρές δουλειές. 

Τι είναι αυτό που σας θυμώνει; Υπάρχουν πράγματα που νιώθετε να είναι εντελώς λάθος γύρω σας;

Πάντα αυτό που φανταζόμαστε θα διαφέρει από την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι μια άλλη κατάσταση και θα θυμώνουμε με διάφορα πράγματα. Με την ασυνέπεια, με την ψευτιά, τη δολοπλοκία, το κλέψιμο, την αλητεία, το ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεπεράσει, πράγμα αδύνατο εγώ το θεωρώ πολύ φυσικό να μη μπορεί να ξεπεράσει, δυστυχώς, δεν είναι αρεστό, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα, τη σκοτεινή του, την κακή του πλευρά, το ότι θα ισχύει το δίκαιο του ισχυρού, που έλεγε πάλι ο Νίτσε, το ότι το χρήμα θα πηγαίνει στο χρήμα και πολλά άλλα. Πάντα θα θυμώνουμε για πράγματα, αλλά όσο μεγαλώνουμε θυμώνουμε λιγότερο, γιατί καταλαβαίνουμε ότι το μόνο που συμβαίνει απ’ το να συσσωρεύουμε αρνητικά συναισθήματα μέσα μας είναι να πάθει ζημιά η υγεία μας. Και μετά από κάποια στιγμή αρχίζεις να ανησυχείς περισσότερο και να ενδιαφέρεσαι για την υγεία σου οπότε αδιαφορείς για τα πράγματα. Δυστυχώς. Αρχίζεις και αποδέχεσαι το ρου των πραγμάτων. Αντιδράς στο βαθμό που μπορείς αλλά δεν έχεις ελπίδες ότι θα γίνουν τεράστια θαύματα. Εγώ τουλάχιστον. Και νομίζω ότι έτσι καταφέρνω να ισορροπώ. 

Ο χώρος του θεάτρου και ευρύτερα της τέχνης είναι αφενός υπέροχος αφετέρου πολύ σκληρός και ανταγωνιστικός. Έχετε φίλους; Υπάρχουν άνθρωποι που μπορείτε να τους τηλεφωνήσετε αργά το βράδυ και να τους πείτε «δεν είμαι καλά»;

 Συνήθως αυτό γίνεται σε φίλους που έχω από παλιά και δεν είναι στο χώρο του θεάτρου, όχι ότι συμβαίνει κάτι με το χώρο του θεάτρου. Όχι. Απλά στο θέατρο, επειδή βρισκόμαστε για μια χρονική περίοδο, τρεις τέσσερις πέντε μήνες, και μετά θα χαθούμε και μετά μπορεί να βρεθούμε μετά από χρόνια ή όχι, είναι μια τόσο επίκαιρη δουλειά, δεν υπάρχει χρόνος μεγάλος για να μπορέσεις να κάνεις μεγάλες φιλίες. Οι μεγάλες φιλίες νομίζω ότι αντέχουν στο βάθος χρόνου και βλέπω ότι ουσιαστικά είναι φιλίες που κάνει κανείς στη μετεφηβική περίοδο, στα 20 με 30 του. Αν τις καταφέρει και τις κάνει εκεί σε αυτές στηρίζεται. Οπότε ενώ έχω πολύ καλή σχέση με τους ανθρώπους του χώρου μου, θα σηκώσω το τηλέφωνο όταν υπάρχει ανάγκη  σε φίλους μου που είναι σε άλλες εργασίες, σε άλλους τομείς και που είναι από πολύ παλιά, τριάντα χρόνια φίλοι μου.

Κλείνοντας, κ. Συσσοβίτη, πως φαντάζεστε τον εαυτό σας σε 10 χρόνια από τώρα; Ο χρόνος είναι κάτι που σας απασχολεί;

Ευτυχώς δεν έχω καμία ανάγκη να φαντάζομαι τον εαυτό μου 10 χρόνια μετά, γιατί δεν με απασχολεί το αύριο από τη στιγμή που δεν μπορώ να το ορίσω. Τι να το κάνω και να το φανταστώ από τη στιγμή που δεν ξέρω αν θα υπάρχω αύριο; Αδιάφορο μου φαίνεται. Δεν με τρομάζει ο θάνατος στο βαθμό που να ψάχνω, να κοιτάω πώς θα είμαι 10 χρόνια μετά. Θα ‘θελα να είμαι υγιής πάνω από όλα και όλα τα υπόλοιπα θα ‘ρθούνε. Μπορώ να τον φανταστώ υγιή; (γέλιο) Είναι το μεγάλο δώρο που θα μου δώσει η ζωή. Τώρα το τι θα κάνω, ιδέα δεν έχω και δεν με τρομάζει. 

Info: Η παράσταση «Lulu» παίζεται κάθε Κυριακή, Τετάρτη, Πέμπτη & Παρασκευή 20.30 και Σάββατο 18.00 & 21.00 στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Περισσότερα εδώ.