Χρήστος Χωμενίδης: «Δεν ήθελα να γράψω ένα νοσταλγικό τραγούδι για την Παλιά Κυψέλη»

O Xρήστος Xωμενίδης γεννήθηκε το 1966 στην Aθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Aθηνών και παρακολούθησε μαθήματα νομικών στην Σοβιετική Ένωση και Επικοινωνίας στην Αγγλία. Tο 1993 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, “Tο σοφό παιδί” (Εστία, 21η έκδοση: Μάιος 2001· Εκδόσεις Πατάκη, 2008), που το 1997 μεταφράστηκε στα γαλλικά (“Le Jeune sage”, Seuil) και στη συνέχεια στα ιταλικά και στα εβραϊκά. Ακολούθησε το μυθιστόρημα “Tο ύψος των περιστάσεων” (Εστία, 1995, γαλλικά: “La hauteur des circonstances”, Seuil, 1998), η συλλογή διηγημάτων “Δεν θα σου κάνω το χατίρι” (Εστία, 1997), το μυθιστόρημα “H φωνή” (Εστία, 1998, 10η έκδοση: 1999· Εκδόσεις Πατάκη, 2011, γαλλικά: “La voix volee”, Seuil, 2003), καθώς και τα βιβλία “Δεύτερη ζωή” (διηγήματα, Εστία, 2000), “Υπερσυντέλικος” (μυθιστόρημα, Εστία, 2003), “Το σπίτι και το κελί” (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2005· 8η έκδοση, 2014), “Λόγια φτερά” (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2009), “Στη Δευτέρα Παρουσία ας μας βάλουν απουσία” (διηγήματα, Πατάκης, 2010), “Ο κόσμος στα μέτρα του” (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2014), “Νίκη” (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2014, Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος, Bραβείo μυθιστορήματος του περιοδικού “Αναγνώστης” και Βραβείο μυθιστορήματος Public), “Νεαρό άσπρο ελάφι” (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2016). Τα βιβλία του έχουν µεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ισπανικά, τσεχικά, λιθουανικά, τουρκικά και εβραϊκά. Μετέφρασε στα ελληνικά το θεατρικό έργο “The Rope” του Patrick Hamilton (α’ παράσταση: Θέατρο Χώρα, 1998), και έγραψε το σενάριο για την ταινία “Μαύρο γάλα” (σκην. Νίκος Τριανταφυλλίδης, 1999) και για την τηλεοπτική σειρά της ΕΤ1 “Η φωνή” (πάνω στο δικό του μυθιστόρημα, σκην. Γιώργος Οικονόμου, 18 επεισόδια, 2001).

Μέσα σε όλα αυτά, βρήκε λίγο χρόνο και μας μίλησε τηλεφωνικώς στο tetragwno.gr σχετικά με το νέο του πόνημα «Ο Τζίμης στην Κυψέλη», αλλά και για τη βράβευση της «Νίκης» με το Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος.

Λάβατε προσφάτως το Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος για το βιβλίο σας «Νίκη» το οποίο εκδόθηκε το 2014. Ήταν κάτι αναμενόμενο για το συγκεκριμένο βιβλίο, μιας και αυτό έχει πολλάκις ξαναδιακριθεί; Για ποιον λόγο πιστεύετε εσείς ότι επιλέχθηκε και πάλι αυτό το βιβλίο σας και όχι κάποιο άλλο;

Για να γίνει υποψήφιο ένα βιβλίο για το ευρωπαϊκό βραβείο μυθιστορήματος, έπρεπε να έχει μεταφραστεί σε δύο γλώσσες πρόσφατα. Η «Νίκη» κυκλοφόρησε στις αρχές του 2021 στα γαλλικά, οπότε υπάρχει σε δύο γλώσσες, στα γαλλικά και τα ελληνικά. Έτσι είχε τη δυνατότητα να είναι υποψήφιο βιβλίο αυτό το συγκεκριμένο και όχι κάποιο άλλο δικό μου. Από την άλλη μεριά, εγώ, το πρώτο χαρμόσυνο νέο που πληροφορήθηκα, ήταν ότι είχε μπει στη βραχεία λίστα, στην πεντάδα- ή  νομίζω στην εξάδα- και μετά δεν είχα ιδιαίτερη αγωνία, αφού πίστευα ότι τα βραβεία θα ανακοινωθούν έναν μήνα αργότερα, συγκεκριμένα στις 8 Δεκεμβρίου. Εγώ όμως είχα μπερδέψει τις ημερομηνίες και νόμιζα ότι στις 8 Δεκεμβρίου θα γίνει η ανακοίνωση σχετικά με το πιο βιβλίο κερδίζει, άρα στις 15 του Νοέμβρη που το μάθαμε, ήρθε η είδηση εντελώς αναπάντεχα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Θεωρείτε ότι η βράβευση αυτή θα επηρεάσει ή θα αλλάξει με κάποιον τρόπο τον τρόπο που γράφετε, είτε συνειδητά, είτε ασυνείδητα;

Φιλοδοξώ ότι δεν θα με επηρεάσει, ούτε θα ήθελα να γίνει κάτι τέτοιο. Αυτά τα βραβεία και οι διακρίσεις κλείνονται εκτός δωματίου. Μέσα στο δωμάτιο- μιλάω μεταφορικά δηλαδή- είσαι εσύ, η εμπειρία σου, η ανησυχία σου, οι καλλιτεχνικές σου αγωνίες, τα πρόσωπα τα οποία αγαπάς, οι άνθρωποι οι οποίοι συνομιλείς, αυτά είναι μόνο.

«Ο Τζίμης στην Κυψέλη» είναι ένα βιβλίο διαφορετικό από όσα γράφατε τα τελευταία χρόνια υπό την έννοια ότι δεν έχει ιστορικό θέμα. Μήπως ήταν ένα βιβλίο που είχατε πάντα κατά νου να συγγράψετε λόγω της οικειότητας που έχετε με τη συγκεκριμένη γειτονιά;

Το τελευταίο  βιβλίο που είχα γράψει το οποίο αναφερόταν στο εδώ και στο τώρα ήταν το 2006 , «Το σπίτι και το κελλί», ένα βιβλίο ρεαλιστικό. Και το «Νεαρό άσπρο ελάφι» διαδραματίζεται σε παρόντα χρόνο, αλλά ξεφεύγει από την ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας, οπότε είχα ανάγκη, όπως καταλαβαίνετε, μετά τη «Νίκη» και τον «Φοίνικα» και το «Ο βασιλιάς της», δηλαδή την περιπλάνηση σε άλλους τόπους μια χρόνους, να εγκύψω και να ασχοληθώ με αυτό το οποίο συμβαίνει γύρω μας. Δεν το είχα σχεδιάσει, ποτέ δεν σχεδιάζω κάτι. Όταν τελειώνω το ένα βιβλίο έχω, μέχρις στιγμής τουλάχιστον, την ευλογία να μου έρχεται η επόμενη αρχική έμπνευση η οποία σημαίνει ότι πιάνω μία μικρή κλωστίτσα και την τραβάω και πλέκω το κουβάρι της μυθοπλασίας μου.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Θα μπορούσατε να κάνετε μία σύντομη αναδρομή στην παλιά Κυψέλη των καλλιτεχνών των τελών του 20ου αιώνα και να μας πείτε τι είναι αυτό που έχει αλλάξει στην Κυψέλη του σήμερα;

Δεν ήθελα να γράψω ένα νοσταλγικό τραγούδι για την Παλιά Κυψέλη, με την έννοια ότι η ιστορία και το κλίμα του βιβλίου θα μπορούσε να αφορά μία οποιαδήποτε γειτονιά, είτε στην Αθήνα, είτε σε άλλες πόλεις, ακόμα και πόλεις του ευρωπαϊκού Νότου ή πόλεις και γειτονιές της Νότιας Αμερικής, με τις οποίες θεωρώ ότι υπάρχουν συνάφειες. Κατά συνέπεια εγώ επέλεξα την Κυψέλη επειδή την ξέρω καλύτερα, την έχω βιώσει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη γειτονιά. Και βεβαίως έχει μία πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία η Κυψέλη με την έννοια ότι ήτανε πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ένα πάρα πολύ αστική έως μεσοαστική, μεγαλοαστική περιοχή της Αθήνας. Πάρα πολλοί καθηγητές πανεπιστημίου, διανοούμενοι, καλλιτέχνες έφτιαχναν τα σπίτια τους όχι ακριβώς στην Κυψέλη, αλλά στον συνοικισμό των Τριάδων που ήταν κοντά στην Κυψέλη. Η Φωκίωνος Νέγρη είχε επίσης πολυτελέστατες πολυκατοικίες. 

Στη συνέχεια το κέντρο της Αθήνας, δηλαδή το Κολωνάκι, πήρε τα πάνω του σε σχέση με την Κυψέλη διότι όταν έγιναν τα Δεκεμβριανά αντιλήφθησαν οι κάτοικοί της ότι ήταν πιο ασφαλείς αν είναι κοντά στα ανάκτορα και τη Βουλή, δεδομένου ότι η Αθήνα κατά τα Δεκεμβριανά είχε χωριστεί στα δύο και η Κυψέλη ήταν από τη μεριά του ΕΛΑΣ, της Αριστεράς. Αυτό δεν ήταν κάτι το οποίο είχε αποφασίσει η ίδια, αλλά απλώς το μέτωπο ήταν επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας. 

Στη δεκαετία του ’60 η Κυψέλη ήταν μια μποέμ γειτονιά, μετά όμως άρχισε να πέφτει, αφού οι εύποροι κάτοικοί της μετακόμισαν σταδιακά στα Βόρεια Προάστια. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές του ’90 έγινε πολυπολιτισμική αφού ήρθαν πάρα πολλοί άνθρωποι από  την Αφρική κυρίως, αλλά και από τη Νοτιοανατολική Ασία. Φτιάχτηκαν κομμωτήρια ράστα και καφενεία στα οποία μπορούσες να καπνίσεις ναργιλέ. Είχαμε μετά μία μεγάλη πτώση, κατά τη διάρκεια της κρίσης, τα χρόνια δηλαδή 2010, 2011, 2012 που ήταν πολύ σκληρά για την Κυψέλη. Νόμιζες στην κυριολεξία ότι καταρρέει η γειτονιά. Μετά όμως, δηλαδή, στις μέρες μας, έχει αρχίσει και πάλι να ανεβαίνει και να γίνεται ένα καλλιτεχνικό και νεανικό μέρος με νέα μαγαζιά. Η Φωκίωνος Νέγρη έχει πάρει τα πάνω της, έρχεται το μετρό όπου να ’ναι και η Κυψέλη ανεβαίνει με μεγάλη ταχύτητα.

Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία σας στον κεντρικό ήρωά σας, τον Τζίμη και στην απεικόνιση των εμπειριών σας από την Κυψέλη;

Φυσικά, σε πολύ μεγάλο βαθμό. Για να γράψεις μια ιστορία προφανώς αντλείς από τις προσωπικές σου εμπειρίες και απλώς τις μεταλλάσσεις, έτσι ώστε να είναι καλλιτεχνικώς ενδιαφέρουσες. Δεν είναι ούτε ντοκιμαντέρ τα βιβλία, ούτε απομνημονεύματα.

Κάποιοι πιστεύουν ότι τα ιστορικά μυθιστορήματα δεν είναι αυτά που μένουν τελικά στη μνήμη του κοινού όταν παλιώσουν. Πιστεύετε ότι ένα βιβλίο όπως «Ο Τζίμης στην Κυψέλη», το οποίο είναι περισσότερο μυθιστόρημα εποχής, προορίζεται να αντέξει περισσότερο στον χρόνο απ’ ότι ένα αμιγώς ιστορικό μυθιστόρημα;

Δεν το γνωρίζω αυτό και δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να προδικάσω τι θα συμβεί σε είκοσι, τριάντα χρόνια. Μπορώ να μιλάω μόνο για το άμεσο μέλλον, παρ’ όλο που τα βιβλία προορίζονται να διαρκέσουν  πολύ περισσότερο. Αυτό το οποίο ξέρω είναι ότι η διάθεση του ιστορικού μυθιστορήματος και μη ιστορικού μυθιστορήματος είναι λίγο ψευδής και τεχνητή με την έννοια ότι έχουμε πάρα πολύ σπουδαία βιβλία τα οποία πλασάρονται ως ιστορικά μυθιστορήματα, ενώ δεν είναι αυτό το κύριο χαρακτηριστικό τους. Το πιο κλασικό παράδειγμα είναι το «Πόλεμος και ειρήνη» του Τολστόι, το οποίο δεν είναι ένα χρονικό των Ναπολεόντειων πολέμων, της πολιορκίας και της επέλασης των Γάλλων στη Ρωσία, αλλά είναι πολλά παραπάνω πράγματα. Γενικώς εγώ αντιπαθώ αυτές τις κατηγοριοποιήσεις και νομίζω ότι επί οιουδήποτε θέματος μπορεί να δημιουργηθεί ένα αριστούργημα.  Δεν συμβαίνει βέβαια πάντοτε αυτό. Σε ό,τι με αφορά, όταν διαλέγω θέμα, αυτό πρέπει να ερεθίζει βασικά εμένα και δεν συνδιαλέγομαι ούτε με την Ιστορία ούτε με το κοινό. Προσπαθώ να κάνω το  καλύτερο δυνατό, δηλαδή να γράψω ένα ωραίο βιβλίο.

Στο βιβλίο σας αποφεύγετε να πέσετε στην παγίδα της εξιδανίκευσης της παλιάς Κυψέλης και βάζετε τον Τζίμη να μονολογεί: «Αντιπαθώ τον εξωραϊσμό του παρελθόντος. Λυπάμαι τους ανθρώπους που μηρυκάζουν τα νιάτα τους και θρηνούν χαμένες δήθεν ευκαιρίες». Πιστεύετε λοιπόν ότι η εξιδανίκευση του παρελθόντος πρέπει να αποφεύγετε αφού είναι κάτι που δεν μας αφήνει να προχωρήσουμε μπροστά σε έναν ραγδαίως εξελισσόμενο κόσμο; 

Για τους νέους πράγματι το πιστεύω αυτό. Μετά τα ογδόντα θεωρώ ότι έχεις δικαίωμα να τα εξιδανικεύσεις όλα, αφού τότε δεν σου στοιχίζει τίποτε. Αν είναι όμως να περάσεις τη ζωή σου νοσταλγώντας παλαιότερες εποχές δεν θα κάνεις και πολλά πράγματα. Για να προχωράμε πρέπει να κόβουμε μερικές φορές τις γέφυρες.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebooktwitter και instagram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.