Γιάννης Ατζακάς: «Έχω γνωρίσει και έχω ζήσει τους ήρωες των διηγημάτων μου»

Ο βραβευμένος πεζογράφος μιλάει για την τελευταία του συλλογή διηγημάτων «Σκυφτοί περάσανε», τις ρωγμές των ηρώων του και την πεζογραφία του σήμερα.

Ο βραβευμένος πεζογράφος Γιάννης Ατζακάς έχει δημιουργήσει ένα σύμπαν από κόσμους του παρελθόντος που να συναντούν το παρόν πρεσβεύοντας την τωρινή πεζογραφία με υλικά χειροπιαστά, περιγραφικά και τολμηρά που ακουμπούν σε βάθος στις ψυχοσυνθέσεις του ατόμου.

Γεννήθηκε το 1941 στον Θεολόγο της Θάσου. Αποφοίτησε το 1966 από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετά το 1975 εργάστηκε στην ιδιωτική και τη δημόσια μέση εκπαίδευση. Τα «Διπλωμένα φτερά» ήταν το πρώτο πεζογράφημα που δημοσίευσε το 2007. Ακολούθησε το μυθιστόρημα «Θολός βυθός», την επόμενη χρονιά, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2009.

Αφορμή της συνάντησης μας στάθηκε η τελευταία σου συλλογή διηγημάτων «Σκυφτοί περάσανε». Επτά πρόσωπα, επτά ιστορίες που έρχονται να φωτίσουν τα τραύματα και τις ρωγμές των ηρώων του. Παράλληλα, στη συζήτηση μας αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη και την πεζογραφία του σήμερα.


Έχουν περάσει 12 χρόνια από τη βράβευση σας. Τα κρατικά βραβεία έχουν ειδικό βάρος για τη μετέπειτα πορεία ενός συγγραφέα;

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όταν τα κρατικά βραβεία είναι, όπως και πρέπει, ακριβοδίκαια, εκτός από ειδικό, έχουν και μεγάλο γενικό βάρος – κι αυτό το αισθάνθηκα ως τιμή και χαρά. Η βράβευση, που αποτελεί πλέον μέρος του βιογραφικού του συγγραφέα, τον χρεώνει και με ευθύνη για τη μετέπειτα πορεία και στάση του, αφού πρέπει κι αυτός με τη σειρά του να τιμήσει τη διάκριση που του έγινε.

Αν είχατε την επιλογή, ποιο βιβλίο σας θα βραβεύατε και γιατί;

Ευτυχώς δεν μου έχει ανατεθεί αυτή η επιλογή! Επειδή όμως ακόμη και για τα δικά μας παιδιά υπάρχουν συχνά προτιμήσεις, θα ξεχώριζα το Φως της Φονιάς. Ο έφηβος πια ήρωας της τριλογίας, μετά από περιπλανήσεις οκτώ χρόνων σε Παιδοπόλεις και  πόλεις όλης της χώρας, επιστρέφει στη δική του φτωχική Ιθάκη, στον χαμένο παιδικό του παράδεισο, όπου καρτερικά τον περιμένει πάντα η γρια-Βενετιά των Διπλωμένων φτερών, για να τον βάλει και πάλι κάτω από τη στοργική της φτερούγα. Εκεί, στις στράτες, τις εξοχές και τα ξωκλήσια του ιστορικού χωριού, του Θεολόγου, και στις ανατολικές ακτές της Θάσου, στη Φονιά, στο άκτιστο φως του θρυλικού κάβου των Κοινύρων, θα ζήσει τον μυστικό και ανεκπλήρωτο πρώτο του έρωτα και θα ευλογηθεί με το ακριβό δώρο της μεγάλης φιλίας.

Στην τελευταία σας συλλογή διηγημάτων, γίνεται αναφορά στο στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη «Σκυφτοί περάσανε». Ποια η σχέση σας με τον ποιητή και γιατί επιλέξατε τον τίτλο αυτό; 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δεν είναι από τα ευκολότερα πράγματα να επιλέξεις για μια Συλλογή διηγημάτων έναν τίτλο που να μπορεί να στεγάσει όλες τις μικρές και ποικίλες ιστορίες της. Ευτυχώς, και οι επτά ήρωές της είναι άνθρωποι που πέρασαν τη ζωή τους σκυφτοί, καταφρονεμένοι, τσακισμένοι από τη μοίρα και τα χτυπήματα της τύχης.

Είχα την τιμή, εκτός από τη μεστή και ευθύβολη ποίησή του, να γνωρίσω και τον ίδιο τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Λίγο μετά την απόλυσή μου από το 2ο τάγμα ημιονηγών του Κολινδρού, χρειάστηκε να κάνω μιαν ακτινογραφία θώρακος, και είχα προτιμήσει, βέβαια, τον αγαπημένο μου ποιητή, που διέγνωσε παλαιά βρογχίτιδα. Επίσης, είχα επισκεφθεί πολλές φορές τη «Βιβλιοθήκη», το μικρό βιβλιοπωλείο του στην οδό Χρυσοστόμου Σμύρνης, για να μου προτείνει εκείνος κάποιο βιβλίο. Ακόμη, κάθε φορά που αντίκριζα να προεξέχει στην Τσιμισκή το κεφάλι του Μανόλη Αναγνωστάκη, σκεφτόμουν πόσο εύκολο θα ήταν για τους ασφαλίτες και τους χαφιέδες να παρακολουθούν τις κινήσεις αυτού του σαραντάπηχου Κρητικού. Η επιλογή ενός δικού του στίχου ως τίτλου της Συλλογής, ήταν για μένα μια αληθινά ευτυχισμένη στιγμή.

Αυτοαποκαλείστε «βιωματικός πεζογράφος». Τι σας οδήγησε να αφηγηθείτε τις ιστορίες επτά ξεχωριστών ανθρώπων; 

Η αλήθεια είναι πως, αν κάποιος χαρακτήριζε βιωματική και πολιτική την πεζογραφία μου, θα είχε κάνει μιαν ακριβή και δίκαιη κρίση. Εκτός από τον Ιάκωβο του Ολίγον της ζωής του, που είναι δημιούργημα μυθοπλασίας –στο βαθμό, βέβαια, που μπορεί κανείς να μιλά για καθαρή μυθοπλασία– έχω γνωρίσει και έχω ζήσει με όλους τους άλλους ήρωες των διηγημάτων: τον Παρασκευά, τον Φανούρη, τον Αργυρό, τον Σπύρο, τον Αστέριο, ακόμη και τον Μωρίς, τον έγκλειστο του Άουσβιτς. Συχνά, έχω την αίσθηση πως ζούσαν για χρόνια σιωπηλοί μέσα μου, προσμένοντας να τους δώσω φωνή. Έτσι, νομίζω πως είναι εκείνοι που διάλεξαν εμένα να μιλήσω για τα βάσανα και τα πάθια τους.

Αρκεί μια ρωγμή για να καθορίσει το χαρακτήρα του ανθρώπου; Στο «Διευθυντή», για παράδειγμα, παρατηρούμε δύο παράλληλες ιστορίες, του Σπύρου και του Μιχάλη. Ο Σπύρος, ενώ κατάφερε κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες να ανέλθει, γιατί δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το τραύμα του; 

Όπως σημειώνεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου αρκεί μια μικρή ρωγμή και, όπως το πιο ακριβό αλάβαστρο, οι καρδιές ραγίζουν, τα σώματα διαλύονται και σέρνονται σαν σκυφτές σκιές, σαν ένας αόρατος θίασος, που οι μοιραίοι του ήρωες ψιθυρίζουν τα λιγοστά τους λόγια και αποσύρονται στη σιωπή. Αυτές οι ρωγμές/τραύματα πότε ελαφρά, που δεν αφήνουν κανένα σημάδι, πότε πιο βαθιά, που κάποτε κακοφορμίζουν και το παραμικρό άγγιγμα στην παλιά πληγή τα ανοίγει πάλι, είναι που, περισσότερο από τις επιτυχίες και τις χαρές της ζωής, καθορίζουν τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Αυτά είναι που τους κάνουν συχνά απόμακρους και δυστυχισμένους, ικανούς για το χειρότερο, αλλά και για το καλύτερο, όταν οι μυστικές πληγές τους γίνονται πηγές έμπνευσης και δημιουργίας.

Παράλληλα, συνομιλείτε με την ιστορία, την πολιτική, τη θρησκεία και την ταξική συνείδηση. Πιστεύετε πως ο πεζός λόγος μπορεί να καταγράψει απόλυτα την κουλτούρα της κάθε χώρας;

Ναι, βέβαια, καλύτερα ίσως ακόμη κι από το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ο λόγος είναι το κοφτερό νυστέρι που μπορεί να φτάσει ως το κόκαλο, να αποκαλύψει τα πιο κρυφά κίνητρα, τα πιο ανομολόγητα πάθη, να φωτίσει τις πιο σκοτεινές σκέψεις – γιατί η σοβαρή πεζογραφία δεν είναι παρά έρευνα για την αλήθεια, αναζήτηση ενός νοήματος ζωής. Αυτή, με τις λαμπρές αναπαραστάσεις, τις καταβυθίσεις και τις ανυψώσεις της, μπορεί να απεικονίσει, σαν σε μια μνημειακή τοιχογραφία, την πιο πεζή καθημερινότητα, αλλά και τις πιο ευγενικές πράξεις· να αποτυπώσει τους πιο υψηλούς στοχασμούς, να αφηγηθεί τις συγκρούσεις, τα οράματα και τις διαψεύσεις μιας γενιάς, να ανασυνθέσει το ήθος και το αληθινό πρόσωπο μιας χώρας.

Συνήθως, οι αναγνώστες ταυτίζονται με τα πρόσωπα των μυθιστορημάτων. Εσείς ως αναγνώστης, ταυτιστήκατε ποτέ και γιατί;

Είναι βέβαιο πως οι περισσότεροι συγγραφείς πρέπει προηγουμένως να έχουν υπάρξει φανατικοί αναγνώστες λογοτεχνίας. Ως έφηβος και νέος είχα συχνά και με πάθος ταυτιστεί με τα βάσανα, τους κατατρεγμούς, τις μεγάλες προσδοκίες, τα όνειρα και τους έρωτες των μυθιστορηματικών ηρώων. Πρόχειρα, μπορώ να θυμηθώ πόσο αγάπησα τον Μέλιο, το «παιδί που μετρούσε τ’ άστρα» του Μενέλαου Λουντέμη, τον «κυνηγό με τα κίτρινα άστρα» της Αιολικής Γης του Ηλία Βενέζη, τον Βασίλη Αρβανίτη της ομώνυμης νουβέλας του Στράτη Μυριβήλη, τον Θάνο από το Πηγάδι της τριλογίας του Βασίλη Βασιλικού και πολλούς από τους ήρωες του Ντίκενς, του Μπαλζάκ, του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι κ.ά. Σήμερα, στα ογδόντα μου, έχοντας χάσει τις αντοχές μου, αλλά και την αθωότητα του απλού αναγνώστη, είμαι περισσότερο επιλεκτικός.

Πως σχολιάζετε την πεζογραφία του 2020;

Δεν πρόκειται για εύκολο και δίκαιο σχολιασμό, καθώς έχω μιαν εντελώς αποσπασματική προσωπική αντίληψη για την πεζογραφία κατά την περίοδο της επίμονης αυτής πανδημίας (2020-2021). Βέβαιο, πάντως, είναι ότι, παράλληλα με τις ΜΕΘ των νοσοκομείων, στη διάρκεια των αποκλεισμών φαίνεται να λειτούργησαν κατ’ οίκον και πολλές ΜΕΣ (Μονάδες Εντατικής Συγγραφής), αν κρίνει κανείς από την πληθώρα εκδόσεων αυτής της διετίας. Πέραν της ενημέρωσής μου από τα σχετικά βιβλιοκριτικά ένθετα των εφημερίδων για τους νέους τίτλους ελληνικής και ξένης πεζογραφίας, άποψη μπορώ να έχω μόνο για βιβλία που ο ίδιος είχα προμηθευτεί ή που έλαβα από φίλους συγγραφείς, καθώς και για εκδόσεις της ΑΓΡΑΣ που έχει την καλοσύνη να μου αποστέλει ο εκδότης μου. Στην πλούσια αυτή βιβλιοπαραγωγή αποτελεί ευχάριστη έκπληξη να διακρίνει κανείς αρκετές έξοχες αφηγήσεις.

Κλείνοντας, τι σημαίνει για σας η Θεσσαλονίκη; 

Έχω ζήσει περισσότερο από μισόν αιώνα, για την ακρίβεια 56 ολόκληρα χρόνια, στη Θεσσαλονίκη. Στα πρώιμα εφηβικά χρόνια μου (1954-1957) φοίτησα στο φημισμένο Ε΄ Γυμνάσιο Αρρένων, στην ιστορική βίλλα Καπαντζή, έδρα της κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης του Ελευθέριου Βενιζέλου (1917). Από το 1968 έγινα και μόνιμος κάτοικος της πόλης, εργάστηκα στα σχολεία της, έκανα οικογένεια και σήμερα ζούμε κοντά στους δυο γιους και τα τέσσερα εγγόνια μας.

Αγαπώ αυτή την πόλη και από τις αρχαιολογικές μου σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, μπορώ να γνωρίζω την αδιατάρακτη στρωματογραφία της: από τον προϊστορικό οικισμό της Τούμπας, τα αρχαϊκά και κλασικά πολίσματα της Θέρμης, την ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή πόλη, την οθωμανική, εβραϊκή και αστική πολιτεία – ένα πλούσιο παλίμψηστο με βάθος πέντε περίπου χιλιάδων χρόνων Ιστορίας.

Από το Επταπύργιο, τα Κάστρα και τα σοκάκια τής Άνω Πόλης ως την άλλοτε κοσμοπολίτικη «οδό των Εξοχών», την απέραντη και ανοιχτόκαρδη προκυμαία της, που συγκλίνει στον εμβληματικό Λευκό Πύργο της, παντού διάσπαρτες νησίδες της λαμπρής ρωμαϊκής και βυζαντινής κληρονομιάς της: το ανάκτορο του Γαλερίου, η «Καμάρα», η Ροτόντα, το Τείχος, οι δώδεκα περίτεχνες εκκλησίες της.

Υπάρχει όμως και μια φαντασιακή πόλη – η Θεσσαλονίκη του Αναγνωστάκη, του Ιωάννου, του Πεντζίκη, του Μπακόλα, του Βαφόπουλου και πολλών άλλων– γιατί οι πόλεις, μόνον όταν γίνονται τόποι της λογοτεχνίας, αποκτούν ψυχή και άφθαρτη δόξα.

Βαρυσήμαντη, βέβαια, πολύτιμη για μένα η Θεσσαλονίκη, κάποιοι την είπαν και «ερωτική», αλλά, παραφράζοντας τους στίχους του Ανδρέα Κάλβου από τον «Φιλόπατριν» Ωραία και μόνη η Θάσος με κυριεύει. Εκεί, στον κάβο της Φονιάς, στα φτωχικά καλύβια του κάμπου των Κοινύρων, στις πλαγιές του Φανού, είναι της δικής μου ψυχής η πατρίδα: μεταξύ Αινύρων τε χώρου καλεομένου και Κοινύρων, αντίον δε Σαμοθριήκης, όρος μέγα .., όπως περιγράφει τον αγαπημένο τόπο ο «πατέρας της Ιστορίας» (Ηροδότου Ιστορίαι, Ζ 47).