Παναγιώτης Γούτας: «Δημιουργώ σημαίνει δεν επαναπαύομαι»

Ίσως ήρθε ο καιρός να βρούμε έναν όρο μετα-κριτικής απέναντι στο μεγάλο μεταμοντέρνο αφήγημα, ιδεολογίας και τέχνης, αλλά κυρίως απέναντι στη μεταμοντέρνα ζωή, με την “ευκολία και την ελαφρότητά της”. Να μην γινόμαστε “αφηγηματικο τερτίπι”, να μην “επαναπαυόμαστε”, να γίνουμε δικές μας εκδοχές των “Μποέμ και Ρίκαρντο”.

Κύριε Γούτα, το τελευταίο σας έργο, Μποέμ και Ρικάρντο (έκδ. Κέδρος), περιλαμβάνει 3 νουβέλες με όρο αναφοράς, αρχικά, το εύρος της διακειμενικότητας. Τί σημαίνει η επιλογή και η σύνθεση τους για εσάς; Δεν είναι ακριβώς η διακειμενικότητα το στοιχείο που χαρακτηρίζει τις ιστορίες μου, αλλά η λογοτεχνία μέσα στη λογοτεχνία ή η λογοτεχνία που πηγάζει από τη λογοτεχνία ή από τη στάση ζωής των λογοτεχνών. Φυσικά υπάρχει επίδραση τόσο από το έργο του Παπαδιαμάντη – ιδίως το διηγηματογραφικό – όσο και από τις ιστορίες του Μάρκες. Θα έλεγα, όμως, πως οι δικές μου ιστορίες δεν γράφτηκαν για να συνομιλήσω με αυτούς τους αγαπημένους συγγραφείς ούτε για να επισημάνω απλώς τη λογοτεχνική τους αξία. Τον μεν Παπαδιαμάντη, αφήνοντας κατά μέρους κάθε απόπειρα αγιοποίησής του, τον καθιστώ μυθιστορηματικό ήρωα, ενώ το πνεύμα του Μάρκες που πλανάται πάνω από την ερημική νήσο Ορτυγία είναι απλώς το κίνητρο για να στηθεί μια νουβέλα, με μη ρεαλιστικά στοιχεία στη γραφή της. Η τρίτη νουβέλα αποτελεί φόρο τιμής, ένα είδος μνημόσυνου, στον αγαπημένο παππού μου. Και οι τρεις ιστορίες συναντιούνται στην καταληκτική τέταρτη ιστορία του βιβλίου μέσω της συνάντησης των ηρώων σε έναν φανταστικό, μελλοντικό τόπο. Σε έναν «μη τόπο», καλύτερα, σ’ ένα ουτοπικό νησί.

Οι χαρακτήρες-σκιές Μποέμ και Ρικάρντο, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, ονόματα και πρόσωπα πραγματικά, συναντώνται σε φανταστικά τοπία, εσχατολογικής μάλιστα υφής. Μιλάμε για λογοτεχνία φανταστικού, παραλόγου ή ενός ιδιότυπου μαγικού ρεαλισμού; Θα μπορούσαν να είναι όλα τα λογοτεχνικά είδη που αναφέρατε αλλά και τίποτα από αυτά. Ξεκινώντας το γράψιμο αυτού του βιβλίου δεν σκέφτηκα να γράψω λογοτεχνία του φανταστικού ούτε είπα «τώρα θα γράψω ένα βιβλίο ιδιότυπου ρεαλισμού». Τα διαβάσματά και οι λογοτεχνικές επιρροές μου άλλωστε έχουν να κάνουν κυρίως με ρεαλιστική, και ιδίως με τη βιωματική λογοτεχνική γραφή. Υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις: Μπόρχες, Κάφκα, Μάρκες, Γάλλοι υπερρεαλιστές, Πιραντέλο, Μπέκετ κ. ά, δημιουργούν ένα αντίβαρο μέσα μου, ώστε να μπορώ να εκφράζομαι και πέραν του ρεαλισμού. Ωστόσο εδώ κυριάρχησε κάτι άλλο που με κατεύθυνε στο να γράψω το συγκεκριμένο βιβλίο, έτσι όπως το έγραψα: Αυτή η μεταφυσικού τύπου αίσθηση, που πολλοί Βορειοελλαδίτες συγγραφείς τη νιώθουμε έντονα στα μέρη μας, πως οι νεκροί συμβιώνουν αρμονικά με τους ζωντανούς, κάτι που στο παρελθόν έχει επισημάνει ο Πεντζίκης. Και πως όσο θυμόμαστε έντονα τους νεκρούς μας και τους αγαπάμε – είτε αυτοί είναι αγαπημένα πρόσωπα, είτε συγγενείς μας είτε αγαπημένοι συγγραφείς – τους διατηρούμε ζωντανούς διά της μνήμης, καθιστώντας τους αθάνατους.

Στο ίδιο μοτίβο της φορμαλιστικής κατηγοριοποίησης, η κριτική χαρακτήρισε το έργο ως «μεταμοντέρνο αφήγημα». Πως νιώθετε εσείς απέναντι σε αυτόν τον όρο; Μεταμοντερνιστικά στοιχεία έχουν και παλιότερα βιβλία μου, ιδίως τα μυθιστορήματα μου (Η ρεβάνς, Γυναίκα στις δύο και μισή, Πάντα είναι Αύγουστος). Σε όλα αυτά τα βιβλία, όπως και στο Μποέμ και Ρικάρντο, υπάρχει ενσωματωμένη ποίηση, πολλές αφηγηματικές φωνές, ημερολογιακός λόγος, επιστολογραφία, εγκιβωτισμένες ιστορίες μέσα σε μια άλλη, μεγαλύτερης έκτασης, ιστορία κτλ., στοιχεία δηλαδή που χαρακτηρίζουν ένα μεταμοντέρνο κείμενο, ένα κείμενο δηλαδή που κινείται πέραν του μοντερνισμού. Δεν με ενοχλεί ο χαρακτηρισμός του συγκεκριμένου βιβλίου μου ως «μεταμοντέρνο αφήγημα» αλλά ούτε και με ενθουσιάζει. Δεν είναι αυτοσκοπός το να γράφω με αυτόν τον τρόπο, δεν το επιδιώκω. Πολλοί σημερινοί συγγραφείς κινούνται σε αυτή τη συγγραφική ατραπό. Ο λόγος γίνεται πλούσιος και γοητευτικός με όλες αυτές τις αφηγηματικές τεχνικές, αλλά σε μια απλοϊκή μορφή όλα αυτά μπορεί απλώς να είναι τερτίπια και αφηγηματικά μαστορέματα που δείχνουν έλλειψη αληθινής έμπνευσης και καταφυγή σε κάποιες ευκολίες της γραφής. Πιστεύω πως προσωπικά αποφεύγω, κατά το δυνατό, αυτούς τους σκοπέλους. Επομένως δεν με ενοχλεί η μεταμοντέρνα γραφή και ο χαρακτηρισμός των κριτικών, αλλά η ευκολία και η ελαφρότητα της μεταμοντέρνας εκδοχής της ζωής μας εν γένει.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στη νουβέλα «Τύμβος» διαφαίνεται μια προσπάθεια να αποδοθεί μεταθανάτια δικαιοσύνη στους αθώους του κόσμου, υπογραμμίζοντας την έννοια της βίας και του ξεχασμένου θύματος. Μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη στα θύματα της βίας της εξουσίας; Αρκετά παλιότερα ήμουν θιασώτης και οπαδός του συνθήματος «βία στη βία της εξουσίας» – μιλάμε για τα νεανικά και τα φοιτητικά μου χρόνια, τότε που διαβάζοντας Μπακούνιν και Πουλατζά πιστεύαμε πως θα αλλάζαμε τον κόσμο. Τότε βέβαια δεν γνώριζα ούτε τι σημαίνει ακριβώς βία ούτε τι σημαίνει εξουσία. Σήμερα, σε ώριμη πλέον ηλικία, δεν επαινώ ούτε ασπάζομαι κανενός είδους ρεβάνς, πολιτική, κοινωνική, προσωπική, λογοτεχνική ή οποιουδήποτε άλλου τύπου εκδίκηση, για οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη αδικία της ζωής. Εφησυχασμός ή ωριμότητα, ποιος ξέρει; Με απασχολούν έντονα όμως οι ανά τον κόσμο αθώοι άνθρωποι που έπεσαν θύματα, σε διάφορες εποχές, από άλλους σκληρούς και ανάλγητους ανθρώπους. Πιστεύω ότι ο βαθμός του αφανισμού της αθωότητας είναι και η βασική αιτία της ανισορροπίας που σήμερα ζούμε. Δεν ξέρω πώς και αν αυτές οι αθώες ψυχές κάποτε θα δικαιωθούν. Μπορεί αυτό να μη γίνει ποτέ. Εγώ οφείλω – το νιώθω σαν προσωπικό χρέος – να υπερασπίζομαι όλους τους αδικημένους αθώους του κόσμου και να τους δικαιώνω διά της γραφής. Πιστεύω πως έστω κι αυτό είναι μια πράξη αντίστασης στη βαρβαρότητα που μας κατακλύζει – η ελάχιστη ίσως.

Στη συλλογή οι λογοτέχνες και οι δημιουργοί επιβιώνουν και ξαναβρίσκονται σε νέα περιβάλλοντα και σε νέα λογοτεχνικά έργα, αυτή τη φορά με την ιδιότητα του ήρωα. Αν έπρεπε να διαλέξετε έναν λογοτεχνικό έργο για να ζήσετε ως ήρωας του ποιο θα ήταν αυτό; Συνήθως οι ήρωες που αγαπώ και που θαυμάζω στα έργα της μεγάλης λογοτεχνίας είναι πρόσωπα τραγικά, στα όρια της απόγνωσης ή της αυτοκαταστροφής (π.χ οι περισσότεροι ήρωες του Ροθ, του Κάφκα, του Κάρβερ, του Τσίβερ κ.α). Από αυξημένο αίσθημα αυτοσυντήρησης όμως δεν θα ταυτιστώ με κανέναν τους – απλώς θα τους συναισθανθώ. Ίσως το πιο προσιτό πρόσωπο για να δανειστώ τη ζωή του και να τον κατανοήσω να ήταν ο εξεγερμένος έφηβος του Σάλιντζερ, ο Χόλντεν Κόλφηλντ, ο οποίος περιπλανιέται συνεχώς στους δρόμους, βρίζει ανελέητα και είναι ιδιαίτερα τρυφερός με την αδελφούλα του, το Φοιβάκι, που όλο την προστατεύει. Εγώ δεν ταξιδεύω πολύ, εκ πεποιθήσεως, δεν βρίζω και είμαι μοναχοπαίδι. Επομένως θα ήθελα να ανακαλύψω τα συγκεκριμένα στοιχεία της ζωής του. Το μόνο κοινό σημείο μαζί του είναι πως κι εγώ, όπως κι εκείνος, προστατεύω στο σχολείο που διδάσκω μικρά παιδιά για να μην βγουν απ’ τη χαλασμένη περίφραξη της σχολικής μας αυλής, έξω, στον δρόμο και τα χτυπήσει κανένα αυτοκίνητο, όπως έκανε κι εκείνος με τα πιτσιρίκια που τα φύλαγε από τις κακοτοπιές των φυτειών της σίκαλης – έστω ως φαντασίωση. Επομένως, στην ερώτησή σας σε ποιο βιβλίο θα επιθυμούσα να «χωθώ», επιλέγω το Φύλακας στη σίκαλη, αυτό το κολοσσιαίο έργο ενηλικίωσης που θα έπρεπε να αφορά όλους μας, ιδίως εκείνους τους μεγάλους που κατακρίνουν σήμερα ανενδοίαστα τη νέα γενιά.

Κρατάτε κάποια φράση ή πρόταση από τη συλλογή; Αν ναι γιατί; Δεν κρατώ τίποτα, ποτέ από κανένα μου βιβλίο. Ούτε φράση ούτε πρόταση, τίποτα. Όταν αυτό έχει τελειώσει, έχει φύγει από τα χέρια μου και έχει πάει στον αναγνώστη. Εκ των υστέρων δεν διαβάζω ποτέ ξανά τα βιβλία μου, γιατί είμαι σίγουρος πως θα διαπιστώσω κάποιες αδυναμίες τους και θα σκεφτώ πως, έστω και κάποια σημεία τους, κάπως αλλιώς θα έπρεπε να τα γράψω για να έβγαιναν καλύτερα. Ωστόσο, από το συγκεκριμένο βιβλίο για το οποίο με ρωτάτε, κρατώ, όχι ακριβώς ως λογοτεχνική φράση που από ναρκισσισμό και έπαρση θα την επαναλαμβάνω, αλλά ως βίωμα και ως απόηχο ζωής, τη φράση του αγαπημένου παππού μου που μου έλεγε εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια, και που, νοερά, σαν προσευχή, συχνά την αναπαράγω μέσα μου, και που βρίσκεται ενταγμένη στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Μια φράση που φανέρωνε λατρεία αλλά και πόνο εκ μέρους του για τον αγαπημένο εγγονό του: «Ωχ, το καλό μου!»

Τι θα ακολουθήσει τον Μποέμ και τον Ρικάρντο; Σχεδιάζετε κάτι καινούργιο για το μέλλον; Πάντα υπάρχουν στο συρτάρι μου προσχέδια προσεχών βιβλίων, κάποια γραμμένα, μάλιστα, και σε προχωρημένη μορφή. Αυτό το διάστημα με απασχολεί – και το δουλεύω ήδη εντατικά – ένα μυθιστόρημα με ήρωα κάποιον ποιητή που, λόγω γονιδιακής μετάλλαξης, δεν αισθάνεται καθόλου σωματικό πόνο. Με απασχολεί το αν κάποιος που δεν πονάει μπορεί παράλληλα να γράφει και ποίηση. Δεν γνωρίζω ακόμη όμως αν θα είναι τελικά το επόμενο βιβλίο που θα τυπώσω.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κλείνοντας, τί σημαίνει δημιουργία για εσάς σήμερα; Πλέον για μένα η λέξη δημιουργία είναι συνώνυμη της λέξης ωριμότητα. Δημιουργώ – πάντα αναφορικά με τη λογοτεχνία – σημαίνει δεν επαναπαύομαι στα ήδη κεκτημένα, επιλέγω πιο προσεχτικά το θέμα μου, γίνομαι πιο αυστηρός με τον εαυτό μου, σκίζω περισσότερες σελίδες και κρατώ λιγότερες. Γράφω έξω από κλισέ ή θέματα που πουλάνε ή ό,τι απαιτούν οι πρόσκαιρες κοινωνικοπολιτικές ανάγκες ή επιτάσσει η πολιτική ορθότητα ή η καθημερινότητα. Η λογοτεχνική δημιουργία είναι συνώνυμη της ωριμότητας και της ατομικής μας ελευθερίας. Με την ελπίδα πάντα πως αυτό που θα γραφτεί στο μέλλον θα απασχολήσει και θα ενδιαφέρει και άλλους ανθρώπους.

Info: Ο Παναγιώτης Γούτας θα παρουσιάσει το βιβλίο του «Μποέμ και Ρικάντο» (εκδόσεις Κέδρος) την Παρασκευή 31 Μαΐου 2019 στο ΙΑΝΟ.