Κριτική: Πεθαίνω σαν χώρα / Ο σκοτεινός λυρισμός του Δημήτρη Δημητριάδη σε σκηνοθεσία Αλίκης Στενού

Το έργο Πεθαίνω σαν χώρα, γραμμένο το 1978 από τον Δημήτρη Δημητριάδη, πρόκειται για ένα εσχατολογικό/ κοσμογονικό έργο που αναφέρεται στον αιματηρό και επαναλαμβανόμενο κύκλο της ιστορίας, σε ένα τέλος καιρού, στον οποίο το ανθρώπινο όριο σχετίζεται με την υπέρβαση και την αντοχή.

Ένα παροξυσμιαίο κείμενο που περιγράφει μια «χώρα» που καταρρέει ολοκληρωτικά, που βρίσκεται σε ύφεση και η ηθική ευπάθεια δεσπόζει σε μια ιστορικά και χρονικά αμφίβολη στιγμή. Η έννοια του θανάτου παρούσα συνεχώς μέσα από την χειμαρρώδη, γλαφυρή γλώσσα, η οποία εν τέλει μέσω των γλωσσικών διαστρωματώσεων θα αποτελέσει λύτρωση και δικαίωση για τη ζωή σε ένα έθνος το οποίο φέρει τα κατάλοιπα του εμφυλίου και της δικτατορίας μετέπειτα. 

Ο άξονας έμπνευσης του έργου θα μπορούσε να αναχθεί στο Ιστορίαι του Θουκυδίδη και συγκεκριμένα στο 3.82, όπου με ειρωνεία και σαρκασμό ο ιστορικός προβάλλει τις μεταλλάξεις που υφίσταται η ανθρώπινη ψυχή στη δίνη του πολέμου, τον οποίο και χαρακτηρίζει ως δάσκαλο της βίας.  Η αλλοίωση συνεπάγεται με τη διασάλευση όλης της ηθικής που επικρατεί στην κοινωνία. Ο πόλεμος διδάσκει τον άνθρωπο πως να χρησιμοποιεί τον δόλο και την απάτη και κάθε λογής τέχνασμα για να βλάψει, να πλήξει ή και να σκοτώσει, να γίνει βίαιος σκληρός και φθονερός ακόμα και αν δεν είναι. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Αλίκη Στενού επιμελήθηκε τη σκηνοθεσία του κλασικού κειμένου του Δημητριάδη μέσω του πολυφωνικού χαρακτήρα, καθοδήγησε υποκριτικά τους ηθοποιούς της ομάδας ΚΝΟΤ Λίνα Κομνηνού, Συμεών  Κωστάκογλου, Δήμητρα Νταντή, Αντώνη  Σανιάνο αλλά και τον εαυτό της και γεφύρωσε την υψηλή λογοτεχνική γλώσσα του κειμένου με την υποκριτική της αντανάκλαση σε μια συνθήκη έντασης και εξάρσεων των συναισθημάτων.

Οι σκηνοθετικές στρατηγικές στόχευσαν στην αλλαγή των ρόλων μεταξύ των ηθοποιών, στη δημιουργία μιας κοινότητας μεταξύ τους αλλά και στο «άγγιγμα» στις διάφορες εκφράσεις του, δηλαδή στην σχέση εγγύτητας- απόστασης, δημόσιου -ιδιωτικού και βλέμματος- σωματικής επαφής. Με κατάλληλο και ρυθμισμένο χρωματισμό φωνής, εκφορά λόγου αλλά και ωραία και προσεγμένη κινησιολογία, οι ηθοποιοί απέδωσαν μία άρτια παρουσίαση του κειμένου.

Η ατομική οντότητα του κάθε ενός συνάντησε την συλλογικότητα πέντε ανθρώπων, οι οποίοι βίωναν εξίσου τα συλλογικά πάθη και μετέδωσαν την απελπιστική και αποθαρρυντική διαβίωση των ανθρώπων στην υπό πολιορκία «Χώρα» τους. Κατάφεραν να «ζωντανέψουν» ατόφιες εικόνες της νεότερης ιστορίας μας, με αναφορές στον Εμφύλιο και όσων προηγήθηκαν κι ακολούθησαν αυτόν, στην πατρίδα μας, όπου η δυστυχία,  η παραφροσύνη, οι σφαγές, η χαμένη αξιοπρέπεια, οι προδοσίες και όσα ακόμη φρικτά κι ανομολόγητα χαρακτήρισαν τις μελανές αυτές περιόδους της νεότερης ιστορίας μας

Το σκηνικό (Σοφία Παπαγεωργίου) ήταν μινιμαλιστικό αλλά προσεγμένο. Με περιορισμένα -σχεδόν ανύπαρκτα-  σκηνικά εργαλεία, η σκηνή δεν αποτέλεσε ένα χώρισμα μεταξύ οπτικού και κινητικού χώρου με στόχο τη δημιουργία ενός τρίτου πλασματικού χώρου, αλλά γίνεται ένα θεματικό και φιλοσοφικό πρόβλημα αυτό καθεαυτό. Ο μεγάλος βαθμός αλληλεπίδρασης σκηνής και διαζωμάτων μετέτρεψε τον χώρο σε μια -θεατρική- αρένα, μέσα από τον οποίο αναπαράγονταν τα κοινωνικά και τα πολιτισμικά ζητήματα που βοήθησαν να δομηθεί η θεατρική εμπειρία. Φυσικά και η προσπάθειά τους έχει μερικές ατέλειες.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η επί σκηνής ζωντανή μεταλλική, ξερή μουσική υπόκρουση των κρουστών του Νίκου Τουλιάτου, που παρέπεμπε σε ήχο εμπόλεμης ζώνης, χρησιμοποιήθηκε επικουρικά προωθώντας το ρυθμό της κινησιολογίας και διαμόρφωσε ένα ηχητικό περιβάλλον που απογείωσε την παράσταση. Βέβαια, η  σφοδρή και καρδιοτονωτική συχνότητά του, ίσως να προσέθεσε εν τέλει περαιτέρω ένταση επί σκηνής, ενώ θα έπρεπε να περιοριστεί για να καταπραΰνει την αντίστοιχη του κειμένου.

Μια επιπλέον ένσταση σχετικά με το ενδυματολογικό κομμάτι (Σοφία Παπαγεωργίου) το οποίο θα μπορούσε να αποδοθεί με πιο ομοιόμορφα θεματικά ρούχα, με σκοπό να εξυπηρετηθεί οπτικά περισσότερο η δομή του κειμενικού ύφους. Εύστοχοι οι φωτισμοί του Θωμά Οικονομάκου, όπου ενίσχυσαν την ανομβρία και τον όλεθρο της χώρας. 

Μετά από πληθώρες σκηνικές αναπαραστάσεις του έργου Πεθαίνω σαν χώρα, η συγκεκριμένη αποτέλεσε αδιαμφησβήτητα μια αξιοπρεπή προσέγγιση από κάθε άποψη. Μέσω της σκηνοθετικής πρόσληψης της Στενού το δράμα ως κείμενο της παράστασης μετουσιάστηκε σε κείμενο δυνάμει παραστάσιμο, που μεταμόρφωσε της συγγραφικές προθέσεις.

Μέσα από τη φρίκη και το σκοταδισμό της ανθρώπινης ζωής και το απρόσβατο της καθημερινότητας επιτελέστηκε η τελετουργία μιας εμπειρίας προς μια κατάσταση θριάμβου, -έναν κοσμικό και κροταφικό τοκετό-, που μόνο ο άνθρωπος πετυχαίνει σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας. «…εύχομαι να έρθει γρήγορα ο θάνατος αυτός, γιατί ούτως ή άλλως δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε. Είναι νομοτελειακό. Βρισκόμαστε στην κίνηση ενός μηχανισμού ο οποίος δεν θα σταματήσει παρά μόνο όταν θα έχει ολοκληρώσει την τροχιά του. Μέσα σε όλο αυτό υπάρχει και πολλή ζωή γύρω μου. Και θα νικήσει στο τέλος». [Δημήτρης Δημητριάδης].

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.

«Πεθαίνω σαν χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη στο Metropolitan the Urban Theater