Κριτική: «Talk Show» του Βασίλη Μαγουλιώτη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή

Στην εποχή της ολικής κυριαρχίας της εικόνας (όχι μόνο στο γυαλί της τηλεόρασης ή του κινητού τηλεφώνου, αλλά συνολικά στην αισθητική του ετεροπροσδιορισμού), η θεατρική παράσταση «Talk Show», σε κείμενο του Βασίλη Μαγουλιώτη και σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή, αποτελεί την αιχμή του δόρατος σε αντίστροφη πορεία. Δεν επιδιώκει να εξηγήσει ούτε να ερμηνεύσει. Λειτουργεί ως καθρέφτης της κοινωνικής πραγματικότητας δίχως περιττές αφαιρέσεις ή/και απλουστεύσεις. Μεταφέρει την εξωτερική πραγματικότητα την οποία οι θεατές, ακροατές και αναγνώστες αναπαράγουν καθημερινά και αδιαλείπτως.

Φαινομενικά, ο Βασίλης Μαγουλιώτης (Suyako) μέσα από ένα κείμενο γεμάτο ανατροπές, κορυφώσεις, δραματικά άλματα και συναισθηματικές δεσμεύσεις, επιχειρεί να προσεγγίσει την βιωμένη εμπειρία όπως ακριβώς προσφέρεται για μαζική κατανάλωση στο παρόν. Σε μία σφαιρική προβολή του έργου αυτό περιστρέφεται γύρω από μία εκπομπή late night show στο οποίο περιλαμβάνονται όλα όσα απαιτούνται για τον εντυπωσιασμό του φιλοθεάμονος κοινού. Λαμπερά κοστούμια, περιστρεφόμενες καρέκλες, αμερικανικής καταγωγής και ψυχαγωγίας σκηνικά, ένα μαζικό κοινό στις εξέδρες του χώρου, φώτα, μουσικές και τηλεοπτικές συγκοπτόμενες προτάσεις που λειτουργούν ως επεξηγηματικά σύμβολα, γεωμετρικές ανισορροπίες όπως το γραφείο του παρουσιαστή που επιβάλλεται να είναι ελαφρώς υψηλότερο από τη θέση του καλεσμένου. Όλα συγκροτούν την κυρίαρχη άποψη πως όσο πλουσιότερα προσφέρεται το «φτηνό» προϊόν τόσο ευκολότερα γίνεται αποδεκτό από την άμορφη μάζα των ενδιαφερομένων. Και οι τελευταίοι δεν έχουν όνομα, διεύθυνση κι αριθμό. Όπως ο προσκεκλημένος της εν λόγω βραδινής εκπομπής που αναρωτιέται το λόγο για τον οποίο βρέθηκε στο πλατό της. Μέσα από κωμικοτραγικές εναλλαγές και αιφνίδιες μεταβολές παρουσιαστής-οικοδεσπότης, καλεσμένος και συνεργάτης της εκπομπής μεταπλάθουν το σκηνικό της τηλεοπτικής παραγωγής σε βάσιμη συνθήκη της πραγματικότητας την οποία βιώνει ο πολίτης του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Με έξυπνο τρόπο ο Βασίλης Μαγουλιώτης αποτυπώνει σε λέξεις και προτάσεις την δύναμη του αφηγηματικού λόγου όταν μετατρέπεται σε πυλώνα εξουσίας. Διότι, δεν παρασκευάζει έναν θεατρικό λόγο προορισμένο να οριοθετήσει τις αντοχές του αποκλειστικά στα πλαίσια της θεατρικής σκηνής, αλλά υπερβαίνει τα σύνορα αυτής ακριβώς επειδή έχει την φιλοδοξία να μεταφέρει την εξωτερική εμπειρία της καθημερινότητας στην μικρογραφία του θεατρικού λόγου. Και το αποτέλεσμα τον δικαιώνει στον μέγιστο βαθμό. Έχει κατορθώσει να ισορροπήσει ανάμεσα στα κίνητρα του λόγου ως δομής εξουσίας και στις ατέλειες τις οποίες παρουσιάζει στο βωμό του εμπορευματικού κέρδους, όπως ακριβώς αποτυπώνεται στις τηλεοπτικές συχνότητες της Ελλάδας του 2022 (ή στις αντίστοιχες πρακτικές που προηγήθηκαν και σε όσες θα ακολουθήσουν). Οι διάλογοι καθετοποιημένοι, μονοδιάστατοι, δίχως περιθώρια σκέψης κι εναλλακτικής, επιβάλλονται στον θεατή με τρόπο άμεσο. Ο τελευταίος δε μένει αμέτοχος. Το χειροκρότημα το οποίο κάθε τόσο προκαλείται εκ μέρους του παρουσιαστή, τον καθιστά συμμέτοχο και ασυνείδητα συνένοχο στο ίδιο παιχνίδι μαζικής κατανάλωσης, άνευ διεξόδου. Σε αυτό το σημείο τα εύσημα οφείλουν να αποδοθούν στον σκηνοθέτη Γιώργο Κουτλή ο οποίος διαμόρφωσε το κατάλληλο περιβάλλον μιας ζωντανής εκπομπής, ενώ παράλληλα ενίσχυε με κάθε τρόπο την αίσθηση της αμφίπλευρης σχέσης θεατών και ηθοποιών. Από ένα σημείο κι έπειτα, μέσα από την κινησιολογία και τον ρυθμό τον οποίο επεδίωξε στις στάσεις των πρωταγωνιστών, πέτυχε να εξιστορήσει την βιογραφία αυτού του είδους των τηλεοπτικών προγραμμάτων και του ρόλου τον οποίο κατασκευάζουν μαζικά για το κοινό τους. Ο σκηνοθέτης δημιουργεί συγκρούσεις που μεταθέτουν την εικόνα από τον ρεαλισμό στο σουρεαλιστικό παράδοξο και αντίστροφα. Στοχεύει, και εν πολλοίς κατορθώνει, να διαμορφώσει σειρά πράξεων και επιλογών που θέτουν αναπάντητα ερωτήματα, γεγονός το οποίο προκαλεί εσωτερική σύγκρουση και συνειδησιακή αντίθεση στον θεατή. Ερωτήματα όπως «γιατί είμαι εδώ;» «ποιος είμαι;» κτλ. που επαναλαμβάνονται καθόλη τη διάρκεια του έργου, μας θέτουν προ των ευθυνών μας, όχι ως θεατών ούτε ως πολιτών· αλλά ως ανθρώπων που έχουν απωλέσει το ενδιαφέρον τους για τη ζωή, την ταυτότητα και το περιεχόμενο αυτής.

Ο Στέλιος Ιακωβίδης υπηρετεί με μαεστρία, καλλιτεχνική ενσυναίσθηση, υποκριτική δεινότητα και ενθουσιασμό το ρόλο του τηλεοπτικού οικοδεσπότη. Είναι ο παρουσιαστής με τις λεπτές ευαισθησίες, το διακριτό χιούμορ, την κατευθυνόμενη ερώτηση και την διασκευασμένη απάντηση. Προλαβαίνει τη σκέψη του καλεσμένου, και κατ’ επέκταση του κοινού, προτού αυτή αναλογιστεί το περιεχόμενό της πρότασης την οποία υποστήριξε ως επιχείρημα και μεταδίδει ενέργεια στην υπερβολή της απαραίτητης αποδοχής. Είναι τόσο ανθρώπινος όσο απαιτεί η εμπορική πλευρά του προϊόντος που παράγεται ζωντανά σε πανεθνική εμβέλεια.

Η συνολική του νοηματοδότηση ενισχύεται με τις ενδυματολογικές επιλογές της Άρτεμις Φλέσσα και τις μουσικές επενδύσεις Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη. Και στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση, όχι απλά ενισχύουν την παρουσία της τηλεοπτικής παραγωγής με τρόπο αδιάλειπτο, αλλά προσθέτουν την αναγκαία αισθητική από πραγματολογική άποψη. Μόλις τα φώτα της δημοσιότητας σβήσουν έχει απωλέσει τη δύναμή του και μετατίθεται στο ίδιο μετερίζι με όλους όσους θωρεί αφ’ υψηλού.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Από την άλλη πλευρά, στο ρόλο του καλεσμένου ο Άρης Μπαλής. Με συστολή έναντι των καμερών και του κοινού, με παιδική αθωότητα που αγγίζει τα όρια της αφέλειας, με τη συνείδησή του σε ανώριμη κατάσταση και τον φόβο της έκθεσης να υπονομεύει εν γένει την παρουσία του στο τηλεοπτικό πλατό, διαμορφώνει την εικόνα του θύματος που καταλήγει να ταυτίζεται με το προϊόν και να αναπαράγει την ταυτότητα μαζικής κατανάλωσης που το τελευταίο επιβάλλει. Όσο σκοτεινή κι αν μοιάζει η προοπτική του παρόντος άλλο τόσο αβέβαιο είναι το μέλλον και δυσοίωνες οι μαρτυρίες του παρελθόντος. Το άτομο εμφανίζεται, στο πρόσωπο του Άρη Μπαλή, ευρισκόμενο σε ολικό αδιέξοδο.

Στο δίδυμο του θύτη και του θύματος (και αντίστροφα αφού και οι δύο μεταβάλλουν ρόλους, δίχως να διαφεύγουν των δεσμεύσεων του τηλεοπτικού παιχνιδιού) ο Πανάγος Ιωακείμ με ρόλο παρεμβατικό στη σκηνή. Λειτουργεί συμπληρωματικά στην διακριτή παρουσία του παρουσιαστή και μοιάζει να προεκτείνει την προσωπικότητα του τελευταίου στη δίδυμη φύση του. Εκπροσωπεί τόσο τον οικοδεσπότη όσο και τον καλεσμένο σε μία ταυτόχρονη αντιστοιχία. Με ενέργεια ζηλευτή και ταλέντο στην μετουσίωση κινήσεων και εκφράσεων προκαλεί ευθυμία αλλά και οπτική εγρήγορση.

Συνολικά μία παράσταση δαιδαλώδης, δομημένη στην πολλαπλότητα των νοημάτων της εποχής αινιγμάτων την οποία διανύουμε.

Info: Παραστάσεις από 1η Φεβρουαρίου 2022, και κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00 στο Θέατρο Αθηναΐς (Καστοριάς  34-38, Αθήνα-Βοτανικός 104 47). Προπώληση στη viva.gr.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.