Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος στο Tetragwno.gr: Ο Βιζυηνός, «Το αμάρτημα της μητρός μου» και η ερμηνεία στο 2024

«Μ’ ενδιαφέρει όμως πολύ ο τρόπος που χειρίζεται το τραύμα και η ετοιμότητα του μετά από χρόνια να επιστρέψει σε μια ζώνη επικίνδυνη κι επώδυνη, ρίχνοντας φως στα σκοτάδια του»

Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος μιλάει στο Tetragwno.gr για το ανέβασμα του κλασικού διηγήματος του Γεώργιου Βιζυηνού «Το αμάρτημα της μητρός μου» στο θέατρο «Εν Αθήναις».

Τονίζει τη διαχρονικότητα του έργου, ερμηνεύει και εξηγεί πώς ο Γεώργιος Βυιζηνός παραμένει ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες συγγραφείς, ενώ απαντά στην πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει.

Είναι ένα προσωπικό στοίχημα το διήγημα του Βιζυηνού;
Όχι ακριβώς. Είναι ένα σπουδαίο κείμενο με το οποίο ήρθα σε επαφή πριν δέκα χρόνια, το έμαθα καλά, είδα τις δυσκολίες του, την μουσικότητα του, την πρόσληψη του απ’ το κοινό και την αγάπη για τον συγγραφέα του. Από την άλλη είναι πρόκληση ν ασχοληθεί κανείς μ έναν ιδιοφυή συγγραφέα όπως ο Βιζυηνός. Μόνο κέρδος μπορεί να έχει.

Γιατί επιλέξατε να ανεβάσετε «Το αμάρτημα της μητρός μου»;
Μιλάμε για ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Για πρώτη φορά στην ελληνική διηγηματογραφία ανοίγει ο κόσμος της ψυχής, καθώς μέχρι τότε τα διηγήματα περιορίζονταν στα στενά όρια της ηθογραφίας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αυτό που με συναρπάζει όμως μέσα σ’ αυτό, είναι ότι εκτός από την μήτερα, πρόσωπο κυρίαρχο στην εξέλιξης της ιστορίας, ψυχογραφείται ταυτόχρονα και ο ίδιος ο Βιζυηνός. Μοιραία ασφαλώς, αφού πρόκειται για το αμάρτημα της δικής του μητέρας και τον αντίκτυπο που είχε αυτό στην παιδική ψυχή του.

Μ’ ενδιαφέρει όμως πολύ ο τρόπος που χειρίζεται το τραύμα και η ετοιμότητα του μετά από χρόνια να επιστρέψει σε μια ζώνη επικίνδυνη κι επώδυνη, ρίχνοντας φως στα σκοτάδια του.

Καθόλου εύκολο. Απεναντίας είναι πολύ γενναίο κι αν μη τι άλλο, λυτρωτικό για κείνον. Και κατ επέκταση γι αυτούς που θα βιώσουν μέσα απ’ τα δικά του μάτια την εμπειρία αυτή.

Είναι ακόμα ελκυστικό το σύμπαν του συγγραφέα με την ιδιομορφία της γλώσσας και του προσωπικού ύφους για τους θεατές;
Πιστεύω ναι. Και νομίζω ότι πάντα θα είναι. Και ξέρετε γιατί; Γιατί αυτή η γλώσσα, εφόσον την χειριστείς σωστά, δεν είναι κάτι ξένο, όπως πιθανόν να νομίζουν κάποιοι. Αντιθέτως, μοιάζει με κάτι οικείο που έρχεται από παλιά. Μ ένα παραμύθι που μας έλεγαν κάποτε, όταν ήμασταν παιδιά.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μια ιστορία που δεν ξεχνάμε ποτέ, αφού είναι συνδεδεμένη με τη ρίζα της ύπαρξης μας. Την παιδική μας ηλικία. Απ’ εναντίας θέλουμε να την ακούμε ξανά. Κι ίσως να το διηγούμαστε κι εμείς σε άλλους. Με το δικό μας τρόπο.

Ποιες πτυχές του διηγήματος επιχειρείτε να φωτίσετε στην παράσταση;
Πρώτα απ’όλα τον άρρηκτο δεσμό που έχει ο αφηγητής της ιστορίας με τη μητέρα του, ακόμα κι όταν εκείνη τον παραμελεί. Ακόμα κι όταν την ακούει να προσεύχεται στο Θεό να πάρει εκείνον , αντί της αδελφής του.

Απ’ την άλλη την ακατανόητη στάση της μητέρας που παραμελεί φανερά τα υπόλοιπα παιδιά της, υπέρ ενός κοριτσιού πάντοτε. Την σχέση ενός παιδιού με μια εμπειρία θανάτου όπως συμβαίνει με την Αννιώ ή με την επίκλησης του νεκρού πατέρα μέσω ενός παγανιστικού δρωμένου.

Την ψυχαναλυτική διάσταση της αφήγησης που επιλέγει ο συγγραφέας να μας διηγηθεί κάτι απ’ το τραυματικό του παρελθόν. Την παιδική φαντασία και τους φόβους που ενίοτε γεννά. Τον εγκλωβισμό ενός ανθρώπου στις εκάστοτε κοινωνικές επιταγές. Την θέση της γυναίκας την εποχή αυτή και τις λαϊκές δοξασίες. Τη δύναμη της συγχώρεσης. Την αλύτρωτη μητέρα και την τιμωρητική διάσταση που προσδίδει αυθαίρετα στην σχέση της με το θείο.

Στο αμάρτημα της μητρός μου διακρίνεται η κοινωνική καταπίεση που υφίσταται η γυναίκα του προηγούμενου αιώνα. Ποιες διαφορές εντοπίζετε με τη σημερινή πραγματικότητα; Υπάρχουν;
Ασφαλώς και υπάρχουν. Στην εξομολόγηση της μάνας υπάρχει μια φράση που τα λέει όλα. Λέει πως ο άνδρας της ήθελε να την βγάλει κι εκείνη στον κόσμο, σαν παντρεμένη , πηγαίνοντας την σ ένα γαμήλιο γλέντι αφού κορίτσι δεν την άφησε η μητέρα της να χαρεί..

Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και σήμερα, μετά από διεκδικήσεις και προσπάθειες τόσων χρόνων, η γυναίκα εξακολουθεί να φοβάται, εξακολουθεί να δέχεται βία λεκτική και σωματική. Όχι απ’ όλους βέβαια. Αλλά από αρκετούς. Έχει όμως απ’ την άλλη πλευρά σαφέστατα καλύτερη πρόσβαση στη γνώση και στα κέντρα αποφάσεων. Κι αυτό είναι ίσως το πιο ελπιδοφόρο για το μέλλον

Πρόσφατα, γυρίστηκε η ταινία της Εύας Νάθενα «Η Φόνισσα» με τον κόσμο να συρρέει στους κινηματογράφους. Γιατί πιστεύετε ότι ο κόσμος στρέφεται στους μεγάλους Έλληνες δραματουργούς και συγγραφείς;
Δεν έχω δει την ταινία, αλλά γνωρίζω ασφαλώς το κείμενο. Και μπορώ ίσως να κατανοήσω γιατί αυτό το μεγάλο ενδιαφέρον. Ο κόσμος νομίζω ότι στρέφεται σε συγγραφείς και έργα που νιώθει ότι είναι κομμάτι τους. Που μπορεί να ακουμπήσει πάνω τους. Να ονειρευτεί, να σκεφτεί, να συναισθανθεί. Τα έχει ανάγκη. Με λίγα λόγια στρέφεται σε έργα τα οποία τυγχάνουν ευρείας λαϊκής αποδοχής.

Ο Βιζυηνός ήταν ένα ανήσυχο πνεύμα και πρωτοπόρος για την εποχή του. Εσείς πώς τον ερμηνεύετε σήμερα;
Ανήσυχα! Γι’ αυτό επιστρέφω μετά από δέκα χρόνια στο διήγημα αυτό ξανά. Έχω ανοιχτούς λογαριασμούς ως φαίνεται. Θέλω να καταλάβω πως το κάνει. Γιατί το κάνει; Γιατί επιστρέφει στο παιδικό τραύμα; Τι επιτυγχάνει με την αναδρομή αυτή;

Είναι αυτός ο μικρός Γιωργής, όπως μας τον περιγράφει η ενήλικη έκδοχή του, στην αρχή του διηγήματος; Που αγαπά την αδελφή του και την μητέρα του παρόλο που ο πατέρας τον ονόμαζε το “αδικημένο” του και η μητέρα του τον παραμελούσε δίνοντας τα πάντα στην αδερφή του;
Ή μήπως είναι ένα παιδί που ζήλευε του θανατά όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η μητέρα του αργότερα όταν του εξομολογείται το τραγικό μυστικό της;

Μήπως συμβαίνουν και τα δύο, παλεύοντας το ένα το άλλο; Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στην ίδια την επαναληπτικότητα της αναδρομής αυτής. Και στον διαφορετικό πολλές φορές τρόπο, με τον οποίον πλάθεται κάθε φορά, η ίδια ιστορία, απ’ το πρόσωπο που την αφηγείται. Όπως γίνεται περίπου και με την ψυχανάλυση.

Πώς αντιλαμβάνεστε τη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και το θέατρο. Ποιες προσκλήσεις έχετε να αντιμετωπίσετε;
Η λογοτεχνία και ειδικότερα η ποίηση, αποτελούν πολλές φορές βασικά συστατικά του θεατρικού λόγου. Οι αρχαίες τραγωδίες είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Ο Σαίξπηρ ας πούμε διαφέρει απ’τους υπόλοιπους Ελισαβετιανούς συγγραφείς, ακριβώς σ’ αυτό. Είναι περισσότερο ποιητικός. Και μας παραδίδει αριστουργήματα. Δεν είναι όμως καθόλου εύκολη υπόθεση, ο ποιητικός λόγος, ειδικά στη σκηνή.

Κι αυτό γιατί μπορεί να περιγράφει υπέροχα μια εικόνα ή κάποια πρόσωπα, αλλά στην πραγματικότητα μας πληροφορεί για τη δράση τους. Ενώ στην σκηνή οι δράσεις τους των προσώπων και τα λεγόμενα είναι αυτά που καθορίζουν την εικόνα που θα σχηματίσουμε αργότερα εμείς για αυτούς.

Επομένως, όλο το στοίχημα είναι πως το παρελθόν της αφήγησης μπορεί να γίνει παρόν της σκηνής. Κατά την γνώμη μου αυτό μπορεί να επιτευχθεί με ένα παράλληλο εικαστικό σύμπαν, μη ρεαλιστικό, που μοιάζει με δράσεις που υπαγορεύονται κυρίως από το ασυνείδητο.

Info: Ο μονόλογος «Το αμάρτημα της μητρός μου» παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00 στο Θέατρο Εν Αθήναις, στο Γκάζι. Προπώληση στο more.com. Διάρκεια παράστασης 85 λεπτά.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.