Κριτική: Γιάννης Ζαραμπούκας – «Οι άνθρωποι στις κορνίζες» (Εκδόσεις Συρτάρι)

Η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ζαραμπούκα με τίτλο “Οι άνθρωποι στις κορνίζες” επαναφέρει την τέχνη του ρεαλισμού στην ποίηση. Κι αν στο διάβα του χρόνου κορυφαίες πένες αποτύπωσαν τη βιωμένη εμπειρία με όρους ολικής απομάγευσης της πραγματικότητας, ο ποιητής εισάγει εκ νέου το αίτημα για αποτύπωση των ελλειμμάτων αυτής σε πρώτο ενικό πρόσωπο. Κάθε εικόνα, κάθε στιγμή στην ποίησή του μετουσιώνει σε επιταγή αληθείας την διαρκή σύγκρουση με τις υλικές συνθήκες που την υπονομεύουν. Για το λόγο αυτό, η πραγματικότητα ακινητοποιείται στα βλέμματα ανωνύμων προσώπων της ιστορίας, τα οποία καθημερινά προσθέτουν υπεραξία στο χρόνο μέσα από την υποκειμενική οπτική και ερμηνεία.Σύσσωμος ο χρόνος στην υπερβολή της έκφανσης ανασύρει απ’ τα έγκατα της μνήμης πόθους και πάθη, ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και τα συντρίμμια των εκάστοτε επιλογών, οι πράξεις των οποίων μετουσιώνουν το εκάστοτε παρόν σε αποδιοπομπαίο τράγο της βούλησης για ζωή. Τα αποτελέσματα αυτής μεταβάλλονται σε συνονθυλεύματα ψευδαισθήσεων μέσα στο οποίο το δρών υποκείμενο περιορίζεται και αναμένει τη λύτρωση στην κατασκευή της διαφυγής, στα συνθετικά υλικά της φαντασίωσης, “Έμεινε, ύστερα/ένα απέραντο άδειο/που κάποτε άνθρωπος/λένε ότι ήταν” (σελ. 20) προκειμένου να σκιαγραφήσει την ταυτότητά του. 

Στην ποιητική συλλογή οι ανθρώπινες σχέσεις και το περιβάλλον, που τις συμπληρώνει και τις ετεροκαθορίζει, διακατέχονται από εξουσιαστικά συμπλέγματα τα οποία με θάρρος ο δημιουργός κατοχυρώνει στα επίπεδα της ενηλικίωσης. Σχέσεις και συνδυασμοί οι οποίοι ακροβατούν ανάμεσα στην υπερβολική αξίωση για κοινωνική προσαρμογή και στις οποίες προβάλει μετ’ επιτάσεως το αίτημα για αυτονομία. Αυτονομία και όχι ανεξαρτησία πεποιθήσεων από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, καθώς ο ποιητής δηλώνει την αδυναμία ή/και συμμετοχή σε ένα πλαίσιο ασφυκτικών υποχρεώσεων τις οποίες εκ των προτέρων ορίζει η κοινωνική διαστρωμάτωση και οι απαιτήσεις που προσκαλούν τη ζωή στο παιχνίδι των εντυπώσεων. Πράγματι, μολονότι ομοιάζει διστακτικός όπως διεκδικήσει την ατομικότητά του, στις συντεταγμένες τις οποίες ο ίδιος αναγνωρίζει ισότιμες της προσωπικής του παρουσίας στο δημόσιο χώρο, παραταύτα ξηλώνει ολοένα βίαια τα υποστατικά στα πολλαπλά τραύματα στο σώμα των πεποιθήσεων που συναρμολογούνται, βήμα το βήμα, μέσα σε πλέγμα αντίθετων κατευθύνσεων και συγκροτεί το πρότυπο της αλλαγής για την οποία αναβαπτίζει εαυτόν στη δική του στάση ζωής. “Έχω μέσα μου/ένα αχαρτογράφητο νησί/γεμάτο αιχμές/κι απόκρημνους μονόδρομους” (σελ. 25). Πλέον, μονάχα η γεύση μίας ξεθωριασμένης ερωτικής αποπλάνησης δρασκελίζει το φάσμα της ιστορίας και αξιώνει το τέλος της ηθικής σύμπλευσης στις νατουραλιστικές αποδόσεις της εικονοποιίας. Η εικόνα συντίθεται με γνώμονα την αποκρουστική όψη της υποκρισίας, καθώς μεσουρανεί στα κράσπεδα της συνδιαλλαγής.           

Η συλλογική ήττα εκλαμβάνεται ως πρόσκαιρη υποχώρηση του Εγώ ενώπιον των ακατάλληλων προοπτικών επιμήκυνσης τόσο των στιγμιαίων απολήξεων του έρωτος όσο και των αρνήσεων που οι επιλογές του συνεπιφέρουν. Όσο περισσότερο επιτονίζεται η υλική δέσμευση έως και εκμηδένιση της αυθεντικότητας του υποκειμένου τόσο η ανάγκη για απελευθέρωση δονείται στις τεχνητές ασφάλειες που το κοινωνικό σύνολο προικοδοτεί στους απογόνους, ως τεκμήριο νομιμοφροσύνης. Ο ποιητής καταγγέλλει αυτού του είδους την προσποίηση των ρόλων, τις εξατομικευμένες φυλακές που αναπαράγονται σε όλα τα μήκη και πλάτη της ανθρώπινης, συλλογικής, ευθύνης με πολιτισμικό ορόσημο. Η ανδρική φιγούρα υπό το άγρυπνο βλέμμα της κοινωνικής ετυμηγορίας, στα Δαμόκλειος σπάθη, επικρέμεται πάνω από το σώμα της συναισθηματικής ωρίμανσης του δημιουργού. Ακριβώς, επειδή οι δισταγμοί και οι επιταγές αυτο-υπονομεύονται στη διαδικασία της ταυτοποίησης, ο θάνατος, τόσο φυσικός όσο και τεχνητός, της μνήμης των ανθρώπων ολοκληρώνει τον κύκλο της ζωής παρακάμπτοντας την αλήθεια των πραγμάτων. Ο ποιητής υπερβαίνει την τάφρο των αναστολών και εκβιάζει με τρόπο μεστό και συνετό τα ένστικτα στη γύμνια των προβολών, επιλέγοντας να ορίσει εκ του μηδενός το νόημα της αυθεντικότητας.


Κι απόψε εδώ.
Φυσούν από τα κόκαλα τη σκόνη.
Το χώμα από τα δόντια ξύνουν.
Τεντώνουν τις αρθρώσεις τους.
Τρέχουν στο χολ
και κύκλους κάνουν στο σαλόνι.
Ακουμπούν τα μάγουλα
στα απλωμένα ρούχα.
Καπνίζουν
και τα δάκτυλα βουτούν
στο βάζο με τη μαρμελάδα.
Σαν κουραστούν,
γίνονται πάλι χάρτινοι,
αφήνοντας στο τζάμι μία ρωγμή.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βρείτε το βιβλίο ΕΔΩ.