Διαβάσαμε τη «Σερενάτα» του Ζουλφί Λιβανελί

Η «Σερενάτα» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Τούρκου συγγραφέα Ζουλφί Λιβανελί, που διάβασα, με αφορμή την Λέσχη Ανάγνωσης, στην οποία και συμμετέχω. Πρόκειται για ένα βιβλίο με εξαιρετικά πετυχημένη πορεία στην ελληνική αγορά, αφού βρίσκεται στην 25η χιλιάδα. Το μυθιστόρημα του Τούρκου συγγραφέα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση του Θάνου Ζαραγκάλη.

Η «Σερενάτα» είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα με στοιχεία όχι μόνο ρομαντικής λογοτεχνίας, αλλά και στοιχεία ιστορικού μυθιστορήματος, τα οποία κατά τόπους γίνονται αρκετά έντονα, ίσως και τα πιο επιβλητικά. Η ιστορία που συνθέτει ο Λιβανελί ξεδιπλώνεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο, γεγονός που δημιουργεί εξ’ αρχής ένα οικείο και γεμάτο θαλπωρή κλίμα, το οποίο διευκολύνει και οδηγεί φυσικά στην ταύτιση του αναγνώστη με τις σκέψεις και τα συναισθήματα της κεντρικής ηρωίδας του βιβλίου, απ’ τις πρώτες κιόλας σελίδες του έργου.

Ο αναγνώστης συγκεκριμένα συναντά την Μάγια Ντουράν, κάτοικο Κωνσταντινούπολης, η οποία εργάζεται στο τμήμα δημοσίων σχέσεων του Πανεπιστημίου της πόλης, και είναι υπεύθυνη φιλοξενίας για τους καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που επισκέπτονται το πανεπιστήμιο τους. Την χρονιά του 2001, την πόλη της Κωνσταντινούπολης επισκέπτεται ο ηλικιωμένος Αμερικανός καθηγητής, με γερμανική ωστόσο καταγωγή, Μαξ Βάγκνερ. Φυσικά η Μάγια είναι αυτή που τον υποδέχεται και περνά πολλές από τις ώρες της ημέρας της μαζί του. Η συναναστροφή αυτή, θα εξάψει το ενδιαφέρον της Μάγιας για το μυστηριώδες παρελθόν του καθηγητή, ενώ εν αγνοία της θα βρεθεί παγιδευμένη σε ένα παιχνίδι στο οποίο εμπλέκονται οι μυστικές υπηρεσίες τόσο της χώρας της, όσο και ξένες, υπηρεσίες οι οποίες την παρακολουθούν στενά. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σταδιακά, καθώς οι σελίδες του βιβλίου περνούν έρχονται στο φως ποικίλες ιστορικές πληροφορίες που αφορούν την χρονική περίοδο του μεσοπολέμου αλλά και αυτή της αντισημιτικής πολιτικής του ναζιστικού κινήματος κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο η Τουρκία κρατούσε μία φαινομενικά ουδέτερη στάση, με την πραγματικότητα ωστόσο να είναι διαφορετική, αφού υπήρχε μία υποδόρια φιλογερμανική τάση. Μέσα λοιπόν απ’ την παράθεση αυτών των ιστορικών πληροφοριών, ο αναγνώστης ανακαλύπτει πως το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και η εξέλιξη του μέσα στον χρόνο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε Γερμανούς και Εβραίους καθηγητές πανεπιστημίου, οι οποίοι για να αποφύγουν τον ναζιστικό κλοιό, αλλά και για να σωθούν απ’ το μένος του, εγκατέλειψαν το 1939 την Γερμανία, βρίσκοντας τελικά καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη.

Παράλληλα, μέσα απ’ το φως που πέφτει στο ομιχλώδες παρελθόν του Μαξ Βάγκνερ, αναδύεται στην επιφάνεια μία τρομερά συγκινητική ιστορία αγάπης, στην οποία πρωταγωνιστούν ο Μαξ και η αγαπημένη του Νάντια. Μία ιστορία αγάπης που είναι στενά συνυφασμένη με ένα τραγικό ιστορικό γεγονός, την ύπαρξη του οποίου δεν γνώριζα μέχρι τη στιγμή που διάβασα το μυθιστόρημα του Λιβανελί. Αναφέρομαι φυσικά στο πλοίο “Struma”, το οποίο μετέφερε έναντι μίας αρκετά υψηλής αμοιβής εκατοντάδες Εβραίους με προορισμό την Παλαιστίνη. Το “Struma” ήταν ένα καράβι γεμάτο φθορές και βλάβες, το οποίο μετέφερε άρρωστους και πεινασμένους Εβραίους. Ήταν ένα καράβι στο οποίο δεν επιτράπηκε να προσδεθεί ούτε στην Τουρκία, αλλά ούτε και από την Παλαιστίνη, τον έλεγχο της οποίας κατείχε η Βρετανία. Γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα το καράβι να παραμένει ακυβέρνητο στη θάλασσα της Σιλέ, μέχρι τη στιγμή που τορπιλίστηκε και τελικά βυθίστηκε, επιφέροντας τον θάνατο στους Εβραίους επιβάτες του.

Ο Ζουλφί Λιβανελί με γραφή που διέπεται από την αρετή της λογοτεχνικής απλότητας, γραφή τρυφερή και ρέουσα, δημιουργεί ένα ανθρωποκεντρικό μυθιστόρημα, με μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πλοκή, πλοκή κλιμακούμενων συναισθημάτων, αφού όσο οι σελίδες προχωρούν και ξεδιαλύνεται σταδιακά η ομίχλη που επικρατεί στο παρελθόν του Μαξ, τα συναισθήματα των αναγνωστών φτάνουν στο κόκκινο, με τη συγκίνηση τελικά να επικρατεί στις τελευταίες σελίδες.

Μέσα από την κεντρική του ηρωίδα ο Λιβανελί καταφέρνει να επικοινωνήσει ένα ουμανιστικό μήνυμα. Συγκεκριμένα, η Μάγια αποτελεί ένα κράμα τουρκικής και αρμενικής καταγωγής, από την πλευρά τουλάχιστον των γιαγιάδων της. Γυναίκες που ανεξαρτήτως θρησκείας και καταγωγής, παρουσιάζουν πολλά κοινά στοιχεία, με κυριότερο το γεγονός πως βασανίστηκαν, βίωσαν την απανθρωπιά και τη σκληρότητα των ανθρώπων, ανθρώπων με ακόρεστη δίψα για εξουσία κάθε είδους. Στην ίδια μοίρα με τις προγόνους της Μάγια, βρέθηκε και η αγαπημένη του Μαξ, η Νάντια, που η εβραϊκή της καταγωγή σφράγισε τη μοίρα της, γεγονός που ενισχύει τον ουμανιστικό χαρακτήρα του βιβλίου. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ένα σημείο του μυθιστορήματος που δημιουργεί μεγάλο αναγνωστικό ενδιαφέρον είναι το ιδεολογικό δίπολο που δημιουργεί ο συγγραφέας μεταξύ της κεντρικής ηρωίδας και του εθνικιστή αδερφού της, από την επινόηση του οποίου ωστόσο, βρίσκει ο συγγραφέας την ευκαιρία να μας παρουσιάσει την ιστορία του, μέσα από μία πιο διευρυμένη και σφαιρική οπτική, ανεξάρτητα αν διαβάζοντας οι περισσότεροι αναγνώστες το μυθιστόρημα αυτό, τείνουν να συμφωνήσουν με την οπτική της Μάγιας. Από τις σκηνές που ξεχώρισα διαβάζοντας την Σερενάτα του Λιβανελί είναι εκείνη που εκτυλίσσεται σε μία παραλία του Εύξεινου Πόντου, όπου ο καθηγητής Μαξ αφού πρώτα αφήσει στην επιφάνεια της θάλασσας ένα στεφάνι από λουλούδια, αφιερωμένο στην μνήμη της αδικοχαμένης Νάντιας, επιδίδεται στο παίξιμο ενός βιολιού μες στο κρύο του καταχείμωνου, προσπαθώντας εναγωνίως να φέρει στην επιφάνεια της μνήμης του, τη Σερενάτα που συνέθεσε αποκλειστικά για εκείνη! Μία σκηνή που ομολογώ ότι με συγκίνησε βαθιά! 

Λίγο όμως, πριν κλείσω το παρόν κείμενο, θα ήθελα να αναφέρω μία μικρή αστοχία του μεταφραστή, που εντόπισα σε μία διακειμενική αναφορά του συγγραφέα. Στο πρωτότυπο ο Λιβανελί αναφέρεται σε ένα μυθιστόρημα του Ιάπωνα νομπελίστα Γιασουνάρι Καβαμπάτα, που στη χώρα μας κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τον τίτλο «Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών», πληροφορία που κατά πάσα πιθανότητα αγνοούσε ο συγγραφέας κατά τη διάρκεια μετάφρασης του έργου, αφού αποδίδει τον τίτλο του περιφραστικά βασιζόμενος στο πρωτότυπο κείμενο, ενώ κανονικά θα έπρεπε να δανειστεί την ελληνική απόδοση του τίτλου, αφού η μετάφραση της Σερενάτας είναι μεταγενέστερη από αυτή του μυθιστορήματος του Ιάπωνα συγγραφέα.

Ολοκληρώνοντας, λοιπόν, η ΣΕΡΕΝΑΤΑ ήταν για εμένα μία ευχάριστη αναγνωστική εμπειρία. Ο Λιβανελή με εξέπληξε με την ανθρώπινη, τρυφερή και βαθιά συγκινητική οπτική του. Σίγουρα, θα αναζητήσω και τα υπόλοιπα έργα του, που κυκλοφορούν στη γλώσσα μας!