Γιώτα Τεμπρίδου: «Είναι στη φύση μας να μαγεύουμε τα πράγματα»

Φωτογραφία: Χρύσα Δαδάλα

«Νιώθω πως κάποτε μ’ έπιασες στον ύπνο, αναγνώρισες τον χώρο σου, και άλλαξες τους διακόπτες», «Το μόνο που έφερες μαζί σου επιστρέφοντας ύστερα από έξι μήνες στην Κολομβία ήταν το ταγκό», «Χρόνια μετά, στην πρώτη μου μεγάλη σχέση, είχα κερδίσει επάξια τον τίτλο του μανιακού με τις γενικές», «Όλα κυλούν φυσιολογικά, δεν υπάρχει λόγος να χάνει κανείς το κουράγιο του, αν το χάσει όμως, συγχωρεμένος να ’ναι».

Τα στοιχεία των μικρο-ιστοριών της Γιώτας Τεμπρίδου είναι  απενοχοποιητικά: κάποτε το σκέφτηκες να αρπάξεις το μωρό του γείτονα και να πάψει η μωρο-χαρά, να τελειώσεις τις παρτίδες σου με τους ανθρώπους και να τους σπρώξεις στη μιζέρια τους, να φωνάξεις πως ωραία τα λέει ο Λειβαδίτης και ο Ελύτης και ο Καβάφης, αλλά «το μόνο που θέλω είναι να γίνω το τσέλο ανάμεσα στα πόδια σου». Έτσι, ας δώσουμε τόπο στις πραγματικότητες (την έξω και την ύπερ) που στήνουμε όλοι με το μυαλό μας, με τις επιθυμίες και τα αντικείμενα: το τσέλο, το ταγκό, το σώμα, τα εισαγωγικά, τα αβγά και τις κότες. Αυτή η χαμηλή ιστοριο-γραφία είναι που κάνει τα συναισθήματα διασκεδαστικά, τις εμπειρίες αλλιώτικες, τον Καβάφη σύμβολο οικογένειας, και το κακό το λένε «Ηλία», ακόμη και «Μαρίκα». Λογικό, και παράλογο, και βαθιά ανθρώπινο. Και το ξεχνάμε, και το θυμόμαστε. Σαν το τσέλο, ας πούμε…

Η πρώτη σας συλλογή διηγημάτων φέρει τον τίτλο Η ωδή που δεν έγραψα και άλλες ιστορίες (εκδ. Ένεκεν). Γιατί «ωδή»; Χαμογελάω όταν μου κάνουν αυτή την ερώτηση. Για λόγους συντομίας η συλλογή αναφέρεται συχνά ως «Η ωδή» ή, το πιο χαριτωμένο που ακούω πολλές φορές, «Οι ωδές». Δεν πρόκειται βέβαια για ωδές. Ο τίτλος είναι ένα παιχνίδι με την ποίηση, με μια «ποιητικότητα». Έχει, όμως, μια σημασία όλος μαζί, επειδή ακολουθείται από το μη,  από αυτό «που δεν έγραψα», όποτε είναι μια «ωδή» ή μια «μη ωδή». Υπάρχει ένα παιχνίδι ακόμα: Στη συλλογή δεν περιλαμβάνεται διήγημα με τίτλο «Η ωδή που δεν έγραψα».

Πώς θα ονομάζατε ειδολογικά τα διηγήματα ή τις μικρές ιστορίες της συλλογής και πως έγινε η επιλογή τους; Θα τα ονόμαζα αποκλειστικά μικρο-διηγήματα. Έχω ακούσει να τα λένε και «ποιήματα σε πεζό», αλλά σίγουρα δεν είναι ποιήματα για εμένα. Μου αρέσει και το «μικρο-» μπροστά, δηλώνει την μικρή τους έκταση, και τα επόμενα που θα εκδοθούν θα είναι ακόμη μικρότερα. Η επιλογή δεν έχει κάποιο ξεχωριστό ενδιαφέρον, αν και υπάρχουν κάποιοι άξονες. Είναι τα διηγήματα που γράφτηκαν στα διαλείμματα της διδακτορικής μου διατριβής (σ.σ. «Το άμοιαστο της ποίησης και το ισόποσο της φιλοσοφίας: ο διπλός εαυτός του Οδυσσέα Ελύτη»), σε μια προσπάθεια χαλάρωσης από αυτήν την διαδικασία την πιο «τετράγωνη», κατά μία έννοια. Έχει, επιπλέον, και μια αριθμητική λογική, είναι 31 γιατί τότε ήμουν 31 ετών.

Η διδακτορική σας διατριβή αναφέρεται στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη. Μια αναφορά στον ελυτικό κόσμο γίνεται επίσης σε ένα διήγημα. Πόσο σας επηρέασε αυτή η ενασχόληση; Δεν θα έλεγα ότι με επηρέασε άμεσα, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Πιο γενικά, αν θες, υπάρχουν πάντα μέσα μου η ποίηση και η φιλοσοφία ως πεδία. Όταν διαβάζω ένα φιλοσοφικό κείμενο κάνω συνδέσεις με την λογοτεχνία, ενώ όταν διαβάζω λογοτεχνία, αναπόφευκτα γίνονται συνδέσεις με φιλοσοφικά ερωτήματα. Ουσιαστικά, στη διατριβή πάντρεψα το αντικείμενο σπουδών, την φιλοσοφία, με κάτι που απολαμβάνω, δηλαδή την λογοτεχνία. Έξω απ’ τη διατριβή, μ’ ενδιαφέρει η φιλοσοφία, με γοητεύει η λογοτεχνία και προτείνονται άλλοι γάμοι.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι ιστορίες της συλλογής θυμίζουν Ίταλο Καλβίνο ή Μάριο Χάκκα. Εσείς ποιους συγγραφείς θα επιλέγατε ως όρους αναφοράς; Θα έλεγα ότι αυτό είναι ζήτημα του αναγνώστη, εγώ, για παράδειγμα, βλέπω παντού, κάπως αναγκαστικά, τον Ελύτη. Ένας συγγραφέας που με επηρεάζει πολύ είναι ο Ανδρέας Φραγκιάς, ενώ μου αρέσει πολύ ο Δημήτρης Νόλλας. Η αλήθεια είναι ότι εκ των υστέρων, διαβάζοντας τα διηγήματα, έχω σκεφτεί κάποια κείμενα που δεν είχα στο νου μου όταν τα έγραφα, αλλά θα μπορούσαν να σταθούν ως παράλληλα αναγνώσματα.

Η μικρή φόρμα κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια στη λογοτεχνία. Εσείς για ποιους λόγους την επιλέγετε; Χαίρομαι πολύ που συμβαίνει αυτό, γιατί στην Ελλάδα είναι λίγο παραγκωνισμένη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι παίζει ρόλο η ταχύτητα, σκέφτομαι ακόμη και τις ιστορίες με τους ελάχιστους χαρακτήρες που γράφονται μέσω twitter. Νομίζω ότι μου ταιριάζει η μικρή φόρμα, είναι κάτι που προτιμώ ως αναγνώστρια και κάτι που όντως συγγενεύει με την ποίηση με διάφορους τρόπους. Αλλά δεν θα μπορούσα να γράψω ποίηση, ούτε μυθιστόρημα θα έγραφα. Διαβάζω μανιωδώς ποίηση, αλλά ως εκεί.

Η ταχύτητα, το γήρας, η καθημερινότητα, ο δύσκολος έρωτας, ο θυμός αποτελούν κάποιους από τους άξονες της συλλογής. Πώς στέκεστε απέναντι σε αυτά; Σκέφτομαι πόσες φορές στέκομαι απλώς και παρατηρώ αυτοκίνητα που τρέχουν. Πίσω από όλα αυτά τρέχουν και άλλες θεματικές, αλλά η ταχύτητα πιστεύω ότι μπορεί να μας κάνει και καλό και κακό. Το γήρας, στο άλλο άκρο, δεν τρέχει. Ο θυμός που προκύπτει από ζητήματα κοινωνικά δεν πνίγεται εύκολα. Είναι, πάντως, κάτι ανθρώπινο που μας ενώνει. Ο έρωτας, πάλι, είναι σίγουρα δύσκολος, αλλά εμένα δεν μου ακούγεται κακό αυτό. Είναι κάτι υψηλό, οπότε εκ των πραγμάτων δεν είναι κάτι που εύκολα το παίρνουμε, είναι κάτι που θέλεις να κερδίσεις. Πολλές φορές αισθάνομαι ότι απλώς ζούμε για τον έρωτα, όσο κοντόφθαλμο και αν ακούγεται.

Ένας από τους ήρωες σας, ερωτευμένος χωρίς ανταπόκριση, αναφέρει: «Πίστευα πως με τα χρόνια θα την ξεχάσω, αλλά ο χρόνος την γιγάντωσε», καταρρίπτοντας ευχάριστα το κλισέ που έχουμε πει όλοι, του χρόνου που θεραπεύει τα πάντα. Για τον αναγνώστη, υπάρχει κάτι απελευθερωτικό σε αυτό. Πώς εμπνευστήκατε αυτές τις ιστορίες; Μακάρι να υπάρχει, θα έλεγα ότι είναι ένας κρυφός στόχος μου. Μ’ ενδιαφέρει η επικοινωνία με τους αναγνώστες, ενδεχομένως με το «επι-» σε παρένθεση, όσο για το σοκ, το ψάχνω και εγώ ως αναγνώστρια. Από την άλλη, παρατηρώ πάντα τους ανθρώπους και προσπαθώ να τους ερμηνεύσω, από τον τρόπο που μιλούν ή που κινούν τα χέρια τους, μ’ αρέσει να κάνω εικασίες, να πέφτω έξω. Παράλληλα, υπάρχουν μικρά βιωματικά στοιχεία σε όλες τις ιστορίες, τα οποία έρχονται αυθόρμητα. Όλα τα άλλα είναι πράγματα που παντρεύονται με ζητήματα που με απασχολούν καιρό, όπως το κακό.

Τι είναι κακό για εσάς; Το κακό είναι ένα θέμα που με ενδιαφέρει πολύ, και στην φιλοσοφική του διάσταση, γιατί δεν έχουμε όλοι το ίδιο πράγμα στο μυαλό μας μιλώντας γι’ αυτό. Όπως ο καθένας φοβάται διαφορετικά πράγματα, έτσι συμβαίνει και με το κακό. Για εμένα ο άνθρωπος μπορεί να γίνει κακός όταν δεν αναγνωρίζει τους άλλους γύρω του, και πιστεύω ότι πολλές φορές προσπαθούμε να γίνουμε κακοί, κάποτε το καταφέρνουμε. Το να υπάρχεις μαζί με τους ανθρώπους και να μην έχεις την επιθυμία να τους καταλάβεις μου φαίνεται οξύμωρο. Επίσης, νομίζω ότι τη στιγμή που δεν το κάνουμε είναι μια άμυνα απέναντι σε εμάς, σαν να μην θέλουμε να γνωρίσουμε εμάς. Δεν ξέρω αν είναι ο καθρέφτης, αλλά από την αλληλεπίδραση καταλαβαίνουμε, καταρχάς, τον εαυτό μας.

Μπορεί η λογοτεχνία ή η δημιουργία να μας απελευθερώσει; Αν δεν μπορεί η λογοτεχνία, πιο γενικά η τέχνη, ποιος μπορεί; Είναι ένας τρόπος να κάνεις πιο όμορφη τη ζωή σου, χωρίς τη λογοτεχνία όλα θα ήταν πιο άσχημα, ακόμα και αν ακούγεται αφελές. Και δεν ξέρω τι θα έκανα… Είναι στη φύση μας να μαγεύουμε τα πράγματα, κάτι που όλοι έχουμε ανάγκη. Η δημιουργία βρίσκεται παντού γύρω μας, αλλά χρειάζεται να κάνουμε και εμείς ένα βήμα παραπάνω.

Αυτό τον καιρό βγαίνει η καινούργια σας δουλειά. Πράγματι. Με λίγα λόγια, είναι 35 μικρο-διηγήματα, συντομότερα από τα προηγούμενα, πολιτικά φορτισμένα σε μεγάλο βαθμό και, σε ό,τι αφορά τη μεταξύ τους σχέση, σπονδυλωτά. Μπορούν να διαβαστούν μεμονωμένα, υπάρχει όμως και κάτι, ίσως όχι πάντα πολύ φανερό, που ενώνει το ένα με το άλλο. Κρατάω τον τίτλο για έκπληξη, αλλά φανερώνω με χαρά τον εκδοτικό. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει πολύ σύντομα από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες και πρέπει να πω πως με ευχαριστεί πραγματικά πολύ αυτή η συνεργασία.