Κριτική: Γυναίκες που περάσατε από ‘δω

Δύο άνδρες αναλαμβάνουν, για 40 ευρώ έκαστος, να φυλάξουν τσίλιες έξω από ένα παλιό σπίτι στον περιφερειακό Γαλατσίου, στο οποίο γίνονται παράνομες εργασίες ώστε να προστεθεί ένα δωμάτιο. Μπροστά από τους δυο εκκεντρικούς ήρωες, θα περάσουν διαφορετικοί άνθρωποι, που κοντοστέκονται και κουβαλάνε μαζί τους τις ιστορίες τους. Ίσως να περάσουν πολεοδόμοι από μπροστά τους που παριστάνουν τους αθώους διαβάτες για να συλλάβουν τους παρανομούντες. Ίσως να περάσουν φαντάσματα γυναικών που άφησαν πληγές και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Άντρες που τις πρόδωσαν. Ίσως περάσουν απομεινάρια μιας αληθινής ζωής με τη μορφή ονείρου. Αν η Αθήνα έχει σίγουρα κάτι είναι αυθαίρετα και φιλοσόφους και όχι απαραίτητα με αυτή την σειρά.

Αν η Αθήνα έχει σίγουρα κάτι είναι αυθαίρετα και φιλοσόφους και όχι απαραίτητα με αυτή την σειρά. Ο Σταύρος Τσιώλης σκηνοθετεί το κύκνειο άσμα του και ολοκληρώνει την τριλογία που ξεκίνησε με το «Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε» (1992) συνεχίστηκε με το «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» (1998) και ολοκληρώθηκε με το «Γυναίκες που Περάσατε από Δω».

Στην τελευταία του ταινία παρελαύνει όλη η λαϊκή, αστική και πρώτα από όλα η μικροαστική τάξη της σύγχρονης κοινωνίας. Η συνταγή απλή και δοκιμασμένη, τοποθετεί δύο άντρες –ο ένας κόβει και ο άλλος ράβει- σε ρόλο αυτοσχέδιων αυτεπάγγελτων ψυχολόγων που μέσα στην κομπίνα και την αρπαχτή γίνονται μάρτυρες όλων των ετερόκλητων εκείνων στοιχείων που συνθέτουν το ψηφιδωτό ανθρώπων, περισσότερων τύπων και λιγότερο χαρακτήρων, οι οποίοι ως περιπλανώμενος θίασος καταθέτουν την δική τους αλήθεια. Από τον χρήστη Μιχάλη Σαράντη, την προδομένη Έλλη Τρίγγου, την ρομαντική Κωνσταντία Τάκαλου, την πληθωρική Ελένη Ουζουνίδου και άλλους αρκετούς, που έρχονται να δοκιμάσουν τις αντοχές τους.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η σκηνοθεσία είναι στατική με έντονα στοιχεία κωμικής παντομίμας. Η κάμερα επικεντρώνεται στις υπερβολικές εκφράσεις των ηθοποιών. Μην περιμένετε να δείτε πλάνα και ευρήματα που θα σας εντυπωσιάσουν με την πρώτη ματιά. Οι ταινίες του Τσιώλη «αναπνέουν» σιγά σιγά. Η διεύθυνση φωτογραφίας της Ολυμπίας Μυτιληναίου έχει ενδιαφέρον στην περιγραφή μιας συνηθισμένης ημέρας σε μια Αθηναϊκή Συνοικία.

Το δυνατό σημείο του σκηνοθέτη στις ταινίες του σίγουρα δεν είναι η καθοδήγηση των ηθοποιών. Οι ερμηνείες θυμίζουν, περισσότερο, αφηγηματικές βινιέτες βγαλμένες από θέατρο σκιών. Ο σκοπός τους είναι να δομήσουν καλύτερα τα σενάριο που είναι και το δυνατό χαρτί του Τσιώλη. Το πρόβλημα, όμως, είναι πως το αποτέλεσμα είναι άχαρο και «θεατρίζων»  χωρίς ίχνος συναισθήματος, αλλά με μια ερμηνευτική προσποίηση που μας πετάει έξω.

Η μόνη σκηνή που ίσως σώζεται από αυτήν την συνθήκη είναι η τελευταία με σαφείς υπαινιγμούς στο γνωστό Μπεκετικό δίδυμο που βλέπουν την ημέρα να φεύγει, χωρίς να γνωρίζουν το που ή το πώς. Χαρακτηριστική η τελευταία φράση του Κωνσταντίνου Τζούμα στον Ερρίκο Λίτση ρωτώντας τον τι ημέρα είναι, γιατί δεν θυμάται πότε τους είπε ο ιδιοκτήτης ότι θα έρθει.

Ο Σταύρος Σιώλης, όπως είχε δηλώσει στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε, όλες οι ταινίες του μιλούν για τον αποχαιρετισμό. Σε αυτήν την ταινία αποχαιρετά τις γυναίκες, αλλά και τους άντρες που έπαιξαν ρόλο στην ζωή τους, με ένα τρυφερό τρόπο που όμως δεν έχει κανένα κινηματογραφικό ενδιαφέρον.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σκηνοθέτης: Σταύρος Τσιώλης Σενάριο: Σταύρος Τσίωλης Φωτογραφία: Ολυμπία Μυτιληναίου Μοντάζ: Γιώργος Μαυροψαρίδης Ήχος: Πάνος Παπαδημητρίου Ηθοποιοί: Κωνσταντίνος Τζούμας, Έλλη Τρίγγου, Ερρίκος Λίτσης, Ελένη Ουζουνίδου, Κωνσταντία Τάκαλου, Τάκης Χρυσικάκος, Μιχάλης Σαράντος Είδος: Κομεντί Διάρκεια: 85′ Χώρα: Ελλάδα Παραγωγή: 2017

Βαθμολογία: 1/5