Κριτική: «Η χαμένη κόρη» σε σκηνοθεσία Μάγκι Τζίλενχαλ

Η Ολίβια Κόλμαν ενσαρκώνει την ψυχοπαθολογία της κοινωνικής ενσωμάτωσης, σε ένα έργο σπαρακτικής απογαλάκτωσης της γυναικείας φύσης από τα δομικά στερεότυπα του συλλογικού γίγνεσθαι. Με επίκεντρο το μυθιστόρημα της Έλενα Φεράντε και σε τολμηρή σκηνοθετική άποψη της Μάγκι Τζίλενχαλ, ξεδιπλώνεται περίτεχνα ο υπαρξιακός κόσμος ερωτημάτων που συνοδεύουν την ανθρώπινη υπόσταση (και δη τη γυναικεία) σε ένα ατέρμονο παιχνίδι εναλλαγής ρόλων και αδυναμίας (ή και απροθυμίας) προσαρμογής στις απαιτήσεις που οι ίδιοι (βλ. ρόλοι-ιδιότητες) επιβάλουν. 

Ας δούμε, ωστόσο, αρχικά την υπόθεση και στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε να συγκολλήσουμε μεταξύ τους τα νοηματικά τμήματα αυτής. Η Λήδα Καρούζο, είναι ακαδημαϊκή καθηγήτρια συγκριτικής γραμματολογίας στα πλαίσια της ιταλικής λογοτεχνίας. Μεταβαίνει στις Σπέτσες στις οποίες αναζητά ηρεμία και συγκέντρωση στις ερευνητικές της υποχρεώσεις. Στο ειδυλλιακό τοπίο του νησιού, απομονωμένη σε προσωπικές σκέψεις, τις οποίες διατηρεί σε απόσταση από τα τεκταινόμενα που λαμβάνουν χώρα γύρω της, θα εισέλθει βιαίως και θα διαταράξει τη φαινομενική απλότητα, μία παρέα νεαρών καθώς και οικογένειες με πρωταγωνιστικές προσβάσεις στα δεδομένα τού τόπου.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ηρωίδα θα επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στη σχέση μητέρας και κόρης, ενός έτερου οικογενειακού κύκλου και μέσα από αυτήν την εικόνα θα ανατρέξει στο παρελθόν για να αναμετρηθεί με τις δικές της επιλογές, που καθόρισαν το παρόν των σχέσεών της με τις κόρες της. Όταν μία μέρα το νεαρό κορίτσι θα εξαφανιστεί, η ίδια θα συμβάλει στην εύρεσή της. Ωστόσο, καθώς θα αποκρύψει την κούκλα, το παιδικό παιχνίδι τού παιδιού, θα ενεργοποιηθούν σειρά γεγονότων, που θα κυκλώσουν την ίδια σε ένα διαδοχικό πλέγμα ενοχικών συνδρόμων και ανταγωνισμών. (Αξίζει να υπογραμμίσουμε την χρήση τής κούκλας ως συμβολικό και σημασιοδοτικό μέσο για την ειλικρίνεια της αγαθής όψης τής παιδικής ηλικίας, ως καταφύγιο δηλαδή αλήθειας, γεγονός το οποίο θα διατηρήσει και στην ενήλικη ζωή της, ως εργαλείο επαναπροσδιορισμού, αυτήν την φορά, προς την αξιολόγηση της προσωπικής της στιγμή ειλικρίνειας). 

Τόσο το μυθιστόρημα, όσο και η σκηνοθετική άποψη (βλ. Έλενα Φεράντε και Μάγκι Τζίλενχαλ, αντίστοιχα) αναλύουν, με τρόπο αποκαλυπτικό, τα όρια της κοινωνικής αυθαιρεσίας στην προβολή αιτιάσεων και απαιτήσεων εντός των κοινωνικών ρόλων και τις διαστάσεις της ατομικής αντοχής σε αυτά. Η μητρότητα καθίσταται τεκμήριο αυθεντικότητας στις ομοιότητες του συλλογικού ασυνειδήτου, ωστόσο ανατρέπεται, καθώς συγκρούεται, με τις επιθυμίες της νεαρής γυναίκας, ούσα στα πρώτα στάδια της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας, εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας. Διανύοντας την τέταρτη δεκαετία τής ζωής της, επανέρχεται στο παρελθόν για να εξερευνήσει τις πτυχές των επιλογών της, όχι ως μέσο ψυχαναλυτικής αναγνώρισης των αιτιών που προηγήθηκαν, αλλά ως χειρουργική παρέμβαση στο «είναι» της ατομικής συνείδησης, προκειμένου να ισορροπήσει ενώπιον των ενήλικων πια παιδιών της. Στον ρόλο τής μητρότητας, ως αποκλειστικό παράδειγμα προέκτασης της κοινωνικής επιτυχίας, εν τέλει, δεν καθρεφτίζεται η ευτυχία τής γυναίκας. Παρόλα αυτά, ο άνθρωπος (και όχι μόνο η γυναίκα) θα αναζητά στην παιδική ηλικία στιγμές αθωότητας, ως τεκμήρια μίας απολεσθείσας αλήθειας, την οποία εξακολουθεί να επιζητά στο διάβα τής ζωής. 

Ο Αλφόνσο Γκονσάλβες με το μοντάζ και τις επιστροφές στο παρελθόν (flashback) ενισχύει τη διαστολή και τη συστολή τού χρόνου, ενώ οι ερμηνείες των Ολίβια Κόλμαν και Τζέσι Μπάκλεϊ, που ερμηνεύουν τη Λήδα στις δυο ηλικίες της, κεντρίζουν το ενδιαφέρον, καθώς σε ορισμένες σκηνές προκαλούν τη συναισθηματική και ψυχική σύγκρουση του θεατή, ενώ σε άλλες επενδύουν στην νοηματική διεργασία ερωτημάτων, που καταλήγουν σε «σκοτεινές» ερμηνείες.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Από την πλευρά της, η Ντακότα Τζόνσον, υποδύεται τη «Νίνα», προσπαθώντας ανεπιτυχώς να προσαρμοστεί σε έναν ρόλο με μοναδικό στοιχείο…το αίνιγμα. Το υπαρξιακό δράμα τού έργου κορυφώνεται στην αντιδιαστολή των απαιτήσεων σε μονόπλευρη οπτική θέασης των πραγμάτων (βλ. γυναίκα=μητέρα=ολοκλήρωση) από τη μία πλευρά, και τα αποτελέσματα των επιλογών που συνεπιφέρουν σκληρότητα και πόνο, από την άλλη πλευρά, όταν δεν συμβαδίζουν με τα πρότυπα της κοινωνικής αποδοχής. 

Το έργο υπηρετεί, δίχως υπαναχωρήσεις, τον ρεαλισμό, με έντονα τα στοιχεία δραματικής κορύφωσης. Η εσωτερική αθέατη όψη τής ανθρώπινης υπόστασης, και δη της γυναικείας, η οποία υφίσταται πολλαπλάσιους περιορισμούς και επιβολές προτύπων συμπεριφοράς, μεταβάλεται στην εξωστρέφεια της αλήθειας αυτής. Η ικανοποίηση της επιθυμίας νομιμοποιείται στα μάτια της ηρωίδας, όχι ως αντιστροφή των όρων αναπαραγωγής της κοινωνικής ταυτότητας, αλλά ως προσδιορισμός τής ατομικότητας σε έναν κόσμο ολικής αποξένωσης και συλλογικής άρνησης. Είναι το σημαντικότερο μήνυμα τόσο του μυθιστορήματος όσο και της κινηματογραφικής του μεταφοράς. 

Βαθμολογία: 3/5*

Σενάριο και σκηνοθεσία: Μάγκι Τζίλενχαλ (Βασισμένη στην ομότιτλη νουβέλα της Έλενα Φεράντε)
Πρωταγωνιστούν: Ολίβια Κόλμαν, Τζέσι Μπάκλεϊ, Πίτερ Σάρσγκαρντ, Ντακότα Τζόνσον, Εντ Χάρις, Πολ Μέσκαλ, Νίκος Πουρσανίδης, Πάνος Κορώνης, Αλέξανδρος Μυλωνάς, Αλμπα Ρορβάρχερ, Αθηνά Μάρτιν
Διάρκεια: 121’

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.