Δημήτρης Δρόσος: «H υπέρμετρη αγάπη μπορεί και να σκοτώσει»

O Δημήτρης Δρόσος διαπρέπει αυτήν την χρονιά στο ρόλο του Λένου, σε μια παράσταση που έχει εντυπωσιάσει το κοινό με απανωτά soldout, στη θεατρική μεταφορά του «Άνθρωποι και ποντίκια» του Τζόν Στάινμπεκ, που έχει διασκευάσει η Σοφία Αδαμίδου και σκηνοθετήσει ο Βασίλης Μπισμπίκης στο Cartel.

Ηθοποιός, με πλούσιο βιογραφικό, με σπουδαίες συνεργασίες και με σημαντική παρουσία στις θεατρικές σκηνές, μας μιλάει για το μικρόβιο της ηθοποιίας, για τους ρόλους που τον σημάδεψαν, για αυτούς που επιθυμεί να ενσαρκώσει, για τη μαγεία του θεάτρου και βέβαια για την παράσταση και τον «δύσκολο» και απαιτηρικό χαρακτήραπου υποδύεται:

Πως γεννήθηκε η ιδέα να γίνετε ηθοποιός; Ασυνείδητα μάλλον ξεκίνησε από τη βρεφική μου ηλικία καθώς η πρώτη λέξη πού άρθρωσα ήταν «φως», δείχνοντας με το δαχτυλάκι μου τη λάμπα της κουζίνας. Ως παιδιά αργότερα μαζί με την ξαδέρφη μου τη Λίζα στήναμε θεατρικές παραστάσεις στο σπίτι με μουσική, χορούς και σκετς. Λίγο αργότερα είδα μια παιδική παράσταση με παιδιά από παιδιά, που είχε σκηνοθετήσει ο πρώτος μου δάσκαλος Γεννάδιος Πάτσης, και μαγεύτηκα! Ένιωθα ότι έπρεπε να βρίσκομαι κι εγώ στη σκηνή, ένα παράξενο κάλεσμα. Την επόμενη χρονιά ήμουν στη θεατρική ομάδα κι ευτύχησα να ζήσω πολύ όμορφες στιγμές. Ίσως εκεί να ήρθε και η συνειδητοποίηση ότι το Θέατρο είναι αυτό που θέλω να κάνω και ο χώρος που θέλω να ζω.

Μιλώντας καθαρά βιοποριστικά, το μετανιώσατε; Ή υπάρχουν άλλα αντισταθμίσματα σε αυτήν την δουλειά; Η δουλειά του ηθοποιού είναι πάρα πολύ απαιτητική και απαιτεί πολύ χρόνο και θυσίες. Ακούγεται κλισέ, το ξέρω, αλλά είναι αλήθεια. Παράλληλα είναι ελάχιστοι οι ηθοποιοί στην Ελλάδα πού βιοπορίζονται αποκλειστικά από το επάγγελμά τους. Ένας από αυτούς είμαι κι εγώ, αλλά με πολλές δυσκολίες τις οποίες ξεπέρασα με πολλή υποστήριξη από οικογένεια και φίλους. Το Θέατρο σε αποζημιώνει με το μέγεθος των συναισθημάτων πού βιώνεις, είτε στη σκηνή είτε στην εκτός σκηνής επικοινωνία με το κοινό. Αυτό σαν αίσθηση είναι αξεπέραστο και αισθάνομαι τυχερός που το ζω.

Έχοντας συνεργαστεί με πλειάδα Ελλήνων σκηνοθετών σχεδόν σε όλα τα θεατρικά είδη, ποια συνεργασία σας ανακαλείτε με νοσταλγία στο μυαλό σας και ποιος ρόλος σας έχει σημαδέψει μέχρι τώρα; Ξεχωρίζω τούς «Επτά επί Θήβας» σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις, το «Μαύρο Χιόνι» σε σκηνοθεσία Κώστα Φιλίππογλου, το «I used to be…» σε σκηνοθεσία Μαρίας Μητροπούλου και δεν θα μπορούσε να μην είναι στην κορυφή η παράσταση πού τρέχουμε τώρα, το «Άνθρωποι και ποντίκια» σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη. Είναι ευτύχημα να δουλεύεις με ανθρώπους που η αλληλοεκτίμηση, ο σεβασμός και η διάθεση για δημιουργία είναι κοινές αρετές. Ο Λένος από τους «Ανθρώπους και Ποντίκια» και ο Άμλετ-Μάκβεθ από το «I used to be…» έχουν βρει μια ζεστή γωνιά μέσα μου και θα παραμείνουν πολύτιμοι συνοδοιπόροι μου.

Λένος στο «Άνθρωποι και ποντίκια» στον Τεχνοχώρο Cartel


«Άνθρωποι και ποντίκια». Το έργο γράφτηκε το 1937. Γιατί ανεβαίνει σήμερα 82 χρόνια μετά στο θεατρικό σανίδι; Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που το κάνουν σημερινό; Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που βιώνουμε σήμερα στη χώρα μας είναι παρόμοιες με εκείνες του 1937 στις ΗΠΑ, ακόλουθες του Κραχ του 1929. Γι’ αυτό και το έργο είναι τόσο επίκαιρο. Από την άλλη είναι ένα κοντινό πλάνο στους ανθρώπους που βρέθηκαν στο περιθώριο της εργατικής τάξης ζώντας δίπλα μας, κάποτε σχεδόν αόρατοι, σήμερα απολύτως ορατοί, στο όριο της φτώχειας, και με όνειρα πού μοιάζουν ανεκπλήρωτα τα οποία όμως δεν παύουν να είναι η ελπίδα τους, χωρίς αυτά δεν μπορούν να συνεχίσουν να ζουν.
Όλοι ονειρεύονται, το θέμα είναι ο δρόμος προς την εκπλήρωση. Αξίζει πάντως να προσπαθούμε να το επιτύχουμε μια και αυτό το κίνητρο επιβεβαιώνει κατά μία έννοια την ύπαρξή μας.

Είναι ο Λένος (Λένυ) διανοητικά καθυστερημένος; Πρώτα απ’ όλα είμαι ενάντια σε κάθε είδους διαχωρισμό. Αντιπαθώ τους χαρακτηρισμούς. Το μόνο που με απωθεί είναι η βία. Ο Λένος είναι ένας από μας. Με τον δικό του ρυθμό, με τις δικές του δεξιότητες. Είναι ένα άτομο με ειδικές δεξιότητες και ειδικές ανάγκες, ένα ισότιμο μέλος του κοινωνικού ιστού.

Η αγάπη μπορεί να σκοτώσει; Θεωρώ πως η υπέρμετρη αγάπη μπορεί και να σκοτώσει. Το σίγουρο είναι ότι όταν σκοτώνεις κάτι που αγαπάς, κάτι ραγίζει μέσα σου και καταδικάζεσαι να ζήσεις με αυτή τη ρωγμή.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το θέατρο χρειάζεται ρεαλισμό ή μαγεία; Και τα δύο. Και ο ρεαλισμός αλλά και η μαγεία είναι, νομίζω, απαραίτητα στοιχεία του θεάτρου. Ο μεν μας θυμίζει συχνά οικείες καταστάσεις που ίσως έχουμε ζήσει και η δε μας εκπλήσσει. Αγαπημένος μου συνδυασμός ο μαγικός ρεαλισμός.

Ποιον ρόλο περιμένετε διακαώς να σας προτείνουν; Είναι πολλοί οι ρόλοι που θα ήθελα να ασχοληθώ και να φτάσουν στη σκηνική πράξη. Θα αναφέρω δύο ποιητικούς Άθλους και θα μείνω στο Α: τον Άμλετ και τον Αίαντα.

Τρεις μόνο λέξεις για το «Άνθρωποι και ποντίκια». Φιλία, αγάπη, απώλεια.

Πληροφορίες για την παράσταση «Άνθρωποι και ποντίκια» στο Cartel μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ