Άννα Γεραλή: To “ποιητόπαιδο” ζει μια «Φθινοπωρινή Ιστορία»

Τη θυμάμαι στην περίφημη ασπρόμαυρη τηλεοπτική Λωξάντρα, στο ρόλο της προγονής της Πολίτισσας ηρωίδας και γιαγιάς της Μαρίας Ιορδανίδου. Κόρη ποιητή η Άννα Γεραλή,  συμπληρώνει 50 χρόνια στο σανίδι και έχει συνεργαστεί με όλα τα ιερά τέρατα του θεάτρου μας είτε πρόκειται για συναδέλφους της ηθοποιούς, είτε σκηνοθέτες που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους. Έχει δουλέψει στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Έχει ηγηθεί του Φεστιβάλ Θεάτρου Αίγινας, έχοντας οργανώσει εκεί Θεατρική Ομάδα, φέρνοντας άλλον αέρα στον πολιτισμό του νησιού.

Φετος τη συναντάμε στη «Φθινοπωρινή Ιστορία» του Αλεξέι Αρμπούζωφ, στο Θέατρο Κνωσός που γιορτάζει τα 40 χρόνια του, σε σκηνοθεσία της Μάνιας Παπαδημητρίου.

Με την Άννα Γεραλή μίλησαμε στο τηλέφωνο. Ένας χείμαρρος από λέξεις, εικόνες , παραστάσεις ξεχύθηκε από το ακουστικό. Ένας διάχυτος, παραστατικός ενθουσιασμός από την άλλη άκρη του( ασύρματου) τηλεφώνου με τύλιξε, ένας λόγος θερμός, μεστός, ξέχειλος από εμπειρία, γνώση και αλήθεια. Δεν έκανα καμία παρέμβαση στο λόγο της  θέλοντας ακριβώς να μεταφέρω αυτή τη θέρμη με την οποία μίλαγε για όσα έχει κάνει, για τους ανθρώπους που έχει συνεργαστεί για τη τωρινή δουλειά της, για το θέατρο, τους ηθοποιούς,  την ποίηση, την Αίγινα, τα τόσα παιδιά της «και ας μην έκανα παιδιά» όπως λέει γελώντας.

Το «ποιητόπαιδο», η κυρία Άννα Γεραλή, μας μιλά:

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

50 χρόνια θέατρο. Πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα σε αυτό, πόσο ίδιο ή διαφορετικό είναι να είσαι ηθοποιός σήμερα από τις περασμένες δεκαετίες;Κοιτάξτε τα πράγματα φυσικά είναι πολύ διαφορετικά, γιατί και η ζωή είναι διαφορετική και τα πάντα προχωράνε διαφορετικά και σωστό είναι αυτό να γίνεται, δεν μπορεί  κανείς να σταματήσει την εξέλιξη, απλώς για μας που γεννηθήκαμε και υπήρξαμε και προχωρήσαμε στο χώρο μια άλλη εποχή είναι λογικό να έχουμε άλλες εμπειρίες, άλλες παραστάσεις, όλα είναι πολύ διαφορετικά. Δεν μπορώ να πω αν είναι καλύτερα ή χειρότερα, δεν θα το έλεγα, το βρίσκω και κουτό δηλαδή: πάντα υπάρχει μια πλευρά καλή και μια πλευρά άσχημη, έτσι άλλωστε είναι κι η ζωή γενικά.

 Σίγουρα έχουν αλλάξει πολλά πράγματα σε σχέση με τις διαδικασίες. Ας πούμε, εγώ βίωσα μια τελείως διαφορετική αντιμετώπιση από τον κόσμο, τους δημοσιογράφους, τους κριτικούς, τον τρόπο που λειτουργεί η προώθηση μιας παράστασης. Αυτό ήταν κάτι πολύ πολύ διαφορετικό, δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή εποχή. Τότε τους ηθοποιούς τους κυνηγούσαν οι δημοσιογράφοι, τους ζητούσαν επιμόνως συνεντεύξεις, κι ήταν πολύ σπουδαίοι και γνωστοί δημοσιογράφοι, άλλωστε και τα μέσα ήταν πολύ λίγα, οι εφημερίδες ήταν συγκεκριμένες, τα περιοδικά συγκεκριμένα και βεβαίως οι ηθοποιοί είμασταν πολύ-πολύ πιο λίγοι, οπότε όλο αυτό το πράγμα που γίνεται τώρα είναι λίγο –τουλάχιστον για μένα- ανεξέλεγκτο, δεν ξέρω πως και αν λειτουργεί.

  Θεωρείτε έχουμε πολλούς ηθοποιούς σήμερα; Τώρα έχουμε πάρα πολλούς νέους καλλιτέχνες  που είναι εξαιρετικοί. Υπάρχει αυτή η έκρηξη καλλιτεχνών στην Ελλάδα – πάντα υπήρχε, είμαστε μια χώρα καλλιτεχνών και γι’ αυτό έχουμε βγάλει και σπουδαίους καλλιτέχνες σ΄ όλες τις εποχές- αλλά αυτό που γίνεται τώρα πια είναι υπερπληθώρα, δεν μπορείς να βγάλεις άκρη. Τι να κάνουμε; θα το βιώσουμε και θα πάμε παρακάτω. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, η ζωή δε σταματάει. Ο καθένας κάνει αυτό που μπορεί και αυτό που ξέρει.

Εγώ παρακολουθώ θέατρο, μ’ αρέσει πάρα πολύ, βλέπω παραστάσεις των νέων ανθρώπων, βλέπω σκηνοθεσίες πολύ προχωρημένες, πολύ ενδιαφέρουσες. Βλέπω και άλλες παραστάσεις όμως, που προτείνουν κάτι που τουλάχιστον εγώ δεν το καταλαβαίνω.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αναφέρεστε στην πρωτοπορία;Δεν αναφέρομαι στην πρωτοπορία, γιατί κι εγώ γύρω στα 40 μου δούλεψα για τρία χρόνια με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό και κάναμε πολύ ωραία πράγματα μαζί στο Ιλίσια Studio. Θέλω να πω δεν έχω πρόβλημα με την πρωτοπορία, κάθε άλλο, αλλά γίνονται πάρα πολλά πράγματα που δεν σου αφήνουν ούτε ίχνος συγκίνησης, δεν ακουμπούν πάνω σου, πάνω στον άνθρωπο. Αυτό λίγο έχει χαθεί. Αλλά φαντάζομαι ότι αυτό έχει σχέση και με την εποχή, τις ανθρώπινες σχέσεις και με όλα τα πράγματα. Κανείς δεν μπορεί  να πει, ναι,  ξέρεις πιο καλά ήταν πριν. Και πριν υπήρχαν πάρα πολλά προβλήματα όπως υπάρχουν και τώρα.

Ένας ρόλος που αγαπήσατε πολύ, ένας ρόλος που αισθανθήκατε άβολα ερμηνεύοντάς τον, ένας ρόλος που «ζηλέψατε» και δεν σας δόθηκε η ευκαιρία να τον ερμηνεύσετε. Τώρα τι να σας πω.. είναι σα να μου λέτε να διαλέξω παιδί από τα παιδιά μου που δεν έχω δηλαδή. Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Έχω παίξει εξαιρετικούς ρόλους, έχω παίξει Οφηλία, έχω παίξει Ντουνιάσα , έχω παίξει τη Βέρα στους Τελευταίους, στους Μικροαστούς, τη Σόνια στο Θείο Βάνια έχω παίξει με εξαιρετικούς ηθοποιούς, με τη Λαμπέτη, πολύ ωραίους ρόλους, δεν μπορώ να τους ξεχωρίσω πραγματικά.

Εάν με δυσκόλεψε κάποιος; Όλοι οι ρόλοι δυσκολεύουνε. Αλίμονο αν δεν σε δυσκολεύουν. Εκείνο που δυσκολεύει τους ηθοποιούς, και μένα, πολλές φορές, είναι όταν δεν έχεις σωστές οδηγίες για να μπορέσεις να πας σ’ εκείνο που σου ζητάει να φτάσεις ο σκηνοθέτης. Πολλές φορές οι σκηνοθέτες δεν δίνουν σωστές οδηγίες και αυτό κάνει τον ηθοποιό να μπλέκεται πάρα πολύ. Αυτό, συμβαίνει. Και θα συμβαίνει πάντα. Εγώ και πάλι είχα μεγάλη τύχη, με τον Μινωτή, με τον Βολανάκη, δούλεψα με πολύ μεγάλους σκηνοθέτες. Δεν μπορώ να πω, ούτε να τους αξιολογήσω.

Ένας ρόλος που μου άρεσε πολύ…να, έτσι, ένας που μου΄ρχεται τώρα στο μυαλό και που απόλαυσα πολύ ήταν η Πόλια στους Μικροαστούς του Γκόρκι σε σκηνοθεσία του Μπάκα και η Ντουνιάσα στο Βυσσινόκηπο και η Σόνια στο Θείο Βάνια που δεν πρόλαβα να καταλάβω τι έπαιζα γιατί ήμουν μονο 22 χρονών, μ ένα θίασο Παπαμιχαήλ, Αρβανίτη, Ανδρεόπουλο…

Ένας ρόλος που ήθελα να παίξω αλλά δεν έπαιξα…Στον Βυσσινόκηπο την Λιούμποβα. Αυτήν ήθελα να παίξω και δεν την έπαιξα, παρόλο που είναι πολύ δικός μου ρόλος.

Ζήσατε επί σειρά ετών στην Αίγινα, δημιουργήσατε εκεί θεατρική ομάδα, ανεβάσατε εκεί παραστάσεις ρεπερτορίου. Πόσο δύσκολο ήταν αυτό το εγχείρημα;Πολύ ωραία ερώτηση. Πήγα στην Αίγινα, γιατί κάποια στιγμή πέρασα μια δύσκολη ιστορία με την υγεία μου, ήρθαν τα πάνω-κάτω στη ζωή μου και δεν ήθελα να συνεχίζω τη ζωή μου σ΄ένα χώρο πιεζόμενη, με συνθήκες εργασίας που δεν ήθελα πια. Αποφασίσαμε με τον άντρα μου, τον διευθυντή φωτογραφίας  στον κινηματογράφο Συράκο Δανάλη,  να πάμε να ζήσουμε στην Αίγινα, που είχα το πατρικό μου σπίτι, ένα σπίτι χτισμένο τη δεκαετία του 50, το οποίο το ανακαίνισα και μείναμε για 8 χρόνια. Οπότε, επειδή είμαι άνθρωπος πολύ δραστήριος και δημιουργικός, δεν μπορούσα να κάθομαι και να κοιτάω μόνο τον κήπο  μου και τη θάλασσα, ήθελα να κάνω κάτι. Και επειδή στην Αίγινα η καλλιτεχνική κατάσταση του πολιτισμού ήταν (και είναι και σήμερα) σε πάρα πολύ χαμηλό επίπεδο, οι μόνοι θίασοι που πήγαιναν να παίξουν την καλοκαιρινή αποκλειστικά περίοδο ήταν θίασοι – αυτό που λέμε μπουλούκια. Δηλαδή οι άνθρωποι δεν είχαν ιδέα από κάτι παραπάνω. Έκανα λοιπόν, μια συμφωνία με έναν πολιτιστικό σύλλογο που υπάρχει εκεί, τον Μορφωτικό, και τους έκανα δώρο χωρίς πληρωμή δύο μονόπρακτα του Τσέχωφ και ένα του Στρίντμπεργκ το «Πιο δυνατή».

Ετσι λοιπόν ξεκίνησε η πορεία σας στην Αίγινα…Ναι, και  ξαφνικά, έγινε κάτι εκεί πέρα. Άρχισαν να έρχονται και να μου λένε «πω,πω τι ήταν αυτό που είδαμε» και «εμείς τέτοια πράγματα δεν έχουμε δει ποτέ» και «σας παρακαλούμε κάντε κάτι», δηλαδή άρχισα να νοιώθω ότι υπάρχει περιθώριο εδώ πέρα για να κάνω αυτό που πραγματικά ήθελα να κάνω, είχα ήδη σκηνοθετήσει παλιότερα στην Αθήνα στο θέατρο της Αρβανίτη΄, ήμουν και δασκάλα πολλά χρονιά και αποφάσισα να το κάνω.

Μάζεψα κάποιους ηθοποιούς, αρχικά αυτούς που είχαν μια σχετική δραστηριότητα σε μια θεατρική ομάδα που είχαν στο Μορφωτικό και κάναμε πρώτη παράσταση τη «Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγόριου Ξενόπουλου. Μια παράσταση που την έκανα εντελώς σύγχρονα, με σύγχρονη αντιμετώπιση των σχέσεων κλπ, με ένα σκηνικό πολύ απλό και πολύ μοντέρνο, σύγχρονο με κλασικές αναφορές. Ήταν μια παράσταση που άρεσε πάρα πολύ και άρχισαν να έρχονται άνθρωποι όλων των ηλικιών και δημιουργήθηκε αυτή η ομάδα. Ξεκινούσαμε από το Πάσχα πρόβες και παίζαμε τον Φεβρουάριο. Και όλο αυτόν τον καιρό, συζητούσαμε, κάναμε αυτοσχεδιασμούς, πρόβες. Ουσιαστικά είχα κάνει μια Σχολή από το μηδέν.


Η Άννα Γεραλή  και Λάμπρος Τσάγκας στην παράσταση «Φθινοπωρινή ιστορία» στο θέατρο Κνωσός

Ανταπόκριση υπήρχε;Υπήρξε μεγάλη ανταπόκριση και δουλέψαμε πολύ. Τόσο, που Κάποια στιγμή με κάλεσε ο Δήμος, πάνω σε πρόταση δική μου γιατί ιδέα δεν έχουν από αυτά τα πράγματα οι άνθρωποι, να οργανώσω το Φεστιβάλ Θεάτρου στην Αίγινα. Είχα υποβάλει πρόταση, την οποία δέχτηκε ο κ.Σακιώτης που ήταν δήμαρχος, άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερη γνώση και καλλιέργεια στο θέατρο αλλά ανοιχτός, ανοιχτόμυαλος. Κάναμε μια επιτροπή θεάτρου να συναποφασίζουμε και πραγματοποιήθηκε το πρώτο Φεστιβάλ Θεάτρου Αίγινας, το οποίο πήγε εξαιρετικά. Είχα καλέσει νέους ανθρώπους, τη Λουκία Μιχαλοπούλου που έκανε αυτήν την παράσταση που παίζει τώρα στης Αρβανίτη για τη Δημουλά, τον Βασίλη Ανδρέου και την Άννα Κουτσαφτίκη, τον Χρήστο Στεργιογλου με έναν μονόλογο  που έκαναν τον «Αδάμ και την Εύα», δηλαδή έκανα τέτοιες παρεμβάσεις. Στην Αίγινα ξαφνικά είδαν οι άνθρωποι κάτι να συμβαίνει, ήρθαν και ευχαριστήθηκαν.Το κάναμε δεύτερη χρονιά και πήγε το ίδιο καταπληκτικά.

Γιατί σταματήσατε;Ξαφνικά δημιουργήθηκε μια πολύ κακή σχέση με τους ανθρώπους της ΚΕΔΑ, μια επιτροπή που υπάρχει εκεί και που μέλη της είναι άνθρωποι άσχετοι με το αντικείμενο , ένας ταχυδρόμος, ένας μαραγκός κλπ και πλέον αναγκάστηκα να πω ότι δεν μπορώ να συνεχίσω με αυτόν τον τρόπο. Δεν γίνεται, εγώ θέλω να κάνω πράγματα που να με αντιπροσωπεύουν. Την ομάδα μου τη συνέχισα και έκανα τελευταία δύο μονόπρακτα του Αρκά, το «Τριαντάφυλλο στο στήθος» του Τένεσσι Ουίλιαμς.

 Και σαν απολογισμό; Μετανιώσατε; Είμαι ευχαριστημένη. Παρόλες τις δυσκολίες, είμαι ευχαριστημένη. Δυστυχώς τα δύο τελευταία χρόνια έχασα τον άντρα μου, οπότε ήταν πάρα πολύ δύσκολο να μείνω στην Αίγινα, ήρθα στην Αθήνα, με κάλεσε ο Καζάκος να παίξω πέρσι μαζί του στον Καμπανέλλη και τώρα παίζω στην «Φθινοπωρινή Ιστορία». Βρίσκω πολύ δύσκολο πια να επιστρέψω στο νησί, και με τέτοιες συνθήκες.

Ο πατέρας σας Γιώργος Γεραλής ήταν ποιητής και μάλιστα με πολλές διακρίσεις. Σήμερα συναντάτε ποίηση στη ζωή σας ή σας λείπει;Βεβαίως συναντώ. Και παρακολουθώ ποίηση πάρα πολύ και μου αρέσει πάρα πολύ. Υπάρχουν εξαιρετικοί νεότεροι ποιητές αλλά θέλω να επιστρέφω πάντα και σε αυτούς που ξέρω και πολλούς από αυτούς τους ήξερα και προσωπικά, μεγαλωμένη στον κύκλο του πατέρα μου και έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις. Έτσι κι αλλιώς με έλεγαν «ποιητόπαιδο» από μικρή οπότε δεν μπορώ να είμαι μακριά από την ποίηση.

 «Φθινοπωρινή Ιστορία» φέτος στο Θέατρο Κνωσός. Μιλήστε μας για την ποίηση αυτού του έργου. Είναι σπουδαίο έργο! Πραγματικά το λέω, με όλη μου την ψυχή. Ήθελα πάρα πολύ να το κάνω, όλα αυτά τα χρόνια.. Με ρωτήσατε πριν τι ήθελα να κάνω, να ένας ρόλος που ήθελα να κάνω ήταν αυτός. Ο Λάμπρος Τσάγκας μου έδωσε τη δυνατότητα και την ευκαιρία να το κάνουμε μαζί αυτό και είμαι πάρα πολύ χαρούμενη. Είναι ένα έργο ποιητικό, αλλά με έναν τρόπο… πώς να σας πω.. έχει απ’ όλα . Έχει πάρα πολύ χιούμορ κατ’ αρχάς. Πάρα πολύ χιούμορ. Και η Μάνια Παπαδημητρίου που το σκηνοθέτησε έδωσε πολύ μεγάλη βάση σε αυτό. Άλλωστε ο πραγματικός του τίτλος είναι «Κωμωδία του παλιού καιρού», έτσι λέγεται πραγματικά το έργο, στην Ελλάδα έχει μείνει ως «Φθινοπωρινή Ιστορία». Μάλιστα, εγώ επέμενα να βάζαμε τον παλιό τίτλο, αλλά είπαν το παιδιά να το αφήσουμε έτσι επειδή έτσι είναι γνωστό.

Είμαι ενθουσιασμένη. Είναι μια δουλειά που όχι απλώς την υποστηρίζω, αλλά είμαι πολύ υπερήφανη που υπάρχω σε αυτήν.

Θα μπορούσατε να σκιαγραφήσετε τους χαρακτήρες του έργου;Η Λίντια είναι μια γυναίκα γύρω στα 60, έτσι λέει αλλά το αφήνει και λίγο να αιωρείται, η οποία δουλεύει σε τσίρκο, είναι πρώην δραματική ηθοποιός  και πηγαίνει να ξεκουραστεί σε μια λουτρόπολη, σ΄ ένα θεραπευτήριο στη Ρίγα και εκεί διευθυντής είναι ο Ροντιόν που παίζει ο Λάμπρος Τσάγκας. Είναι ένας άνθρωπος κλειστός και μελαγχολικός και αρκετά συντηρητικός. Αυτή είναι μια γυναίκα που είναι «έξω καρδιά», που της αρέσει να διασκεδάζει, που έχει πάρα πολύ χιούμορ, στην αρχή κοντράρονται διαρκώς, αλλά μέσα από αυτήν την κόντρα εκτός του ότι φανερώνεται ο χαρακτήρας τους, αποκαλύπτεται τελικά πόσο πολύ έλκεται ο ένας από τον άλλον. Και βεβαίως κάποια στιγμή στο τέλος μένουν μαζί. Αλλά περνάνε από πάρα πολλές φάσεις και κυρίως αυτό που βγαίνει από το έργο, είναι αυτό που λέμε ότι η αγάπη, ο έρωτας δεν τελειώνει ποτέ εάν οι άνθρωποι έχουν διάθεση για αυτά, αν έχουν ζωντάνια, πίστη στη ζωή.  Ο ένας μπορεί να ξεσηκώσει τον άλλον. Χορεύουν, βγαίνουν έξω, διασκεδάζουν, εξομολογούνται τα προβλήματά τους,  είναι δύο άνθρωποι που έχουν πληγωθεί πάρα πολύ στη ζωή τους , απλά ο καθένας το αντιμετωπίζει διαφορετικά.

Με τον συμπρωταγωνιστή σας Λάμπρο Τσάγκα, υπήρξατε συμφοιτητές στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Πως είναι αλήθεια να συναντιέστε μαζί στο σανίδι μετά από τόσα χρόνια;Δεν μπορείτε να φανταστείτε. Είναι σαν να μην πέρασε μια ήμερά, που λένε. Διότι, ‘όταν τελειώσαμε τη σχολή είχαμε παίξει σε κάτι ραδιοφωνικά μαζί, που ούτε καν τα θυμόμαστε ούτε εγώ, ούτε εκείνος. Πουθενά αλλού! Εγώ, βέβαια, πριν 15 χρόνια σκηνοθέτησα μια παιδική παράσταση στο θέατρό του, είχαμε μια πάρα πολύ καλή συνεργασία, αλλά δεν παίξαμε μαζί ποτέ. Και τώρα είναι τόσο όμορφο, γιατί έχουμε μια τρομερή χημεία. Αυτό μας το λένε και οι θεατές δηλαδή. Είναι πάρα πολύ έντονο αυτό που ζούμε στη σκηνή. Σαν να κυλάει ο ένας μέσα στον άλλο, τόσο άνετα.

Υπάρχουν κάποια στοιχεία που κάνουν ξεχωριστή  αυτήν την παράσταση;Αρχικά η σκηνοθεσία της Μάνιας Παπαδημητρίου. Η Μάνια είναι μια σπουδαία καλλιτέχνης του θεάτρου. Την πιστεύω πάρα πολύ, την γνωρίζω από πολύ μικρή, έτυχε να κάνει την κόρη μου σε μια παράσταση που παίξαμε με τον Λευτέρη Βογιατζή το «Συμφορά απ’ το πολύ μυαλό» και μετά συναντηθήκαμε και σε μια ταινία, την εκτιμώ και την αγαπώ. Την έχω παρακολουθήσει πάρα πολύ στο θέατρο και όταν αποφασίστηκε να κάνουμε αυτή τη δουλειά, σκέφτηκα αμέσως τη Μάνια. Γιατί η Μάνια παρακολουθεί πάρα πολύ το σύγχρονο τρόπο του θεάτρου, είναι δασκάλα πολλά χρόνια. Την εμπιστεύομαι απόλυτα: το γούστο της, το μυαλό της, τα πάντα. Μας βοήθησε πάρα πολύ και η παράσταση είναι μια σύγχρονη παράσταση, δεν έχει κανενός είδους πατίνα. Εκτός από μας τους δύο που είμαστε μεγάλοι στην ηλικία(γέλια), «πατίνα» στην παράσταση δεν υπάρχει, υπάρχει φοβερή φρεσκάδα.

Είναι μεγάλη μας τιμή, που τη μουσική την έχει κάνει ο Στάματης Κραουνάκης. Τι να πω τώρα για τον Σταμάτη, τον ξέρει όλος ο κόσμος. Όλο το σύμπαν. Εμείς το χαρήκαμε τόσο πολύ, είναι σπουδαίος στη συνεργασία, είναι απόλυτα επαγγελματίας, είναι τόσο δοτικός, τόσο γενναιόδωρος , δεν έχω λόγια για τον Σταμάτη. Μου είχε κάνει και μενα την τιμή, όταν έκανα το «Τριαντάφυλλο στο στήθος» στην Αίγινα να μου γράψει τη μουσική, και φυσικά δεν πληρώθηκε, είναι ένας άνθρωπος που εγώ νοιώθω ευγνωμοσύνη που υπάρχει αυτό το πλάσμα στον χώρο μας και σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος. Και βεβαίως τραγουδάω και ένα τραγούδι του Σταμάτη στην παράσταση!

Τρεις λέξεις για την παράσταση! Ζωντάνια – Τρυφερότητα – Χιούμορ.

Info: Παραστάσεις κάθε Σάββατο στις 20:00 και Κυριακή στις 19:30 μέχρι την Κυριακή 21 Απριλίου. Τηλ. 2108677070