«Η Γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;» σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη στο Θέατρο Αθηνών

Το εμβληματικό έργο του Έντουαρντ Άλμπι με τίτλο «Η Γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;» δεν είναι εφικτό να προσεγγιστεί ως απλή θεατρική παράσταση. Είναι ο ορισμός της ψυχαναλυτικής και δη φροϋδικής ανατομίας της ανθρώπινης υπόστασης. Ένα έργο συγκλονιστικό, μεστό νοημάτων και αναφορών στην εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού.

Ο Νικορέστης Χανιωτάκης σκηνοθετεί, ένα κείμενο πολλαπλών ερμηνειών και προεκτάσεων, με τρόπο δομικά παρεμφερή στην βαθύτατα των στόχων τους οποίους καλείται να υπηρετήσει. Δεν το επεξεργάστηκε απλώς ως έργο στην θεατρική προοπτική του, αλλά, αντίθετα, «έστησε» τον σκηνικό χώρο ακριβώς όπως απαιτούσαν οι συνθήκες αυτού. Ένα χώρος περιφραγμένος, όμοιο του εσωτερικού εγκλωβισμού και εγκλεισμού τον οποίο βιώνει η υποκείμενη πραγματικότητα, να καταγράφει το πλαίσιο των ορίων στο οποίο η ανθρώπινη συνείδηση υποβάλλεται. Διότι, η σκηνοθετική άποψη του Ν. Χανιωτάκη έχει ταυτότητα και, παράλληλα, αμεσότητα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Συνοπτικά, η ιστορία αφορά τον Μάρτιν (το ρόλο υποδύεται ο Νίκος Κουρής), διακεκριμένος αρχιτέκτονας, με οικονομική επιφάνεια κι έναν αψεγάδιαστο γάμο, με την επί είκοσι χρόνια σύζυγό του  Στήβι (το ρόλο υποδύεται η Λουκία Μιχαλοπούλου). Ο ίδιος αποκαλύπτει στον επιστήθιο φίλο του Ρος (τον ρόλο υποδύεται ο Γιάννης Δρακόπουλος) τον έρωτά του για μία γίδα, τη Σύλβια. Ο τελευταίος θα αποκαλύψει το μυστικό του Μάρτιν στη σύζυγο και τον υιό τους (το ρόλο υποδύεται ο Μιχαήλ Ταμπακάκης) και από εκείνο το σημείο και μέχρι το καθηλωτικό τέλος, η πλοκή ξεδιπλώνεται ανηφορική, με κορυφώσεις, συναισθηματικές εξάρσεις, αποκαλύψεις πτυχών και λεπτομερειών των ανθρωπίνων σχέσεων. 

Είναι έργο σταθμός στην σύγχρονη πολιτισμική πραγματικότητα, έργο το οποίο συνομιλεί άμεσα με την ψυχαναλυτική θεωρία. Το κείμενο θέτει εκ νέου το ερώτημα, «πώς ορίζεται η ευτυχία;». Με την αποφυγή πρόκλησης πόνου και την, ταυτόχρονη, επιδίωξη της ηδονής, θα υποστήριζε ο Ζ. Φρόιντ. Ο πόνος του ανθρώπου καθορίζεται από τρεις βασικούς παράγοντες: στην αδυναμία επιβολής έναντι της φύσης, στην, παράλληλη, αλλοίωση του σώματος (ως υλικής πραγματικότητας) και στην έλλειψη ισορροπίας των μέτρων που ρυθμίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, μέσα στην οικογένεια, στο κράτος και στην κοινωνία. Όσον αφορά τους δύο πρώτους παράγοντες, ο άνθρωπος, όσες παρεμβάσεις κι αν επιτύχει, παραμένει έρμαιο του φυσικού κύκλου ζωής. Ωστόσο, ο τρίτος παράγοντας, που άπτεται της ανθρώπινης δυνατότητας ελέγχου, οδηγείται στην αποτυχία αυτού ακριβώς επειδή δεν αναγνωρίζει ότι ο ίδιος ο πολιτισμός είναι η αιτία του πόνου και της δυστυχίας. Η ίδια η εκδήλωση της αγάπης είναι αποτέλεσμα της φυγής του ανθρώπου από τον καταναγκασμό που επέβαλε ο καταμερισμός της εργασίας. Αναγνωρίζει, επομένως, την αγάπη ως σεξουαλικότητα (πάντοτε υπό περιορισμούς και προδιαγραφές που σχετίζονται με την πατριαρχική αναπαραγωγή της ιδιοκτησίας). Όταν οι άνθρωποι χάνουν το σεξουαλικό τους αντικείμενο, εκτίθενται σε πολύ δυνατό πόνο. Επομένως, η σεξουαλικότητα του ατόμου επενδύεται στην κυκλική αναπαράσταση των δομών εξουσίας, που προεκτείνει η ιδιοκτησία, και οποιαδήποτε αίσθηση υπονόμευσης αυτής, επιστρέφει στο υποκείμενο ως πόνος.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σε τί επενδύει το έργο; Στα όρια ανάμεσα στην συλλογική αποδοχή και την ατομική απομόνωση. Μία πράξη που στο δημόσιο λόγο στιγματίζεται ως ανήθικη, στον ιδιωτικό χώρο μετατοπίζεται στο φάσμα της υιοθεσίας και της υποκειμενικής αυτο-ικανοποίησης. Η σύγκρουση του δημόσιου με τον ιδιωτικό λόγο-χώρο είναι το επίκεντρο του έργου. Τι είναι η διαστροφή; Πότε η κοινωνία περιθωριοποιεί την «ανωμαλία» και ποιος ορίζει την «κανονικότητα»;

Οι ρόλοι δομούνται επιδέξια ανάμεσα σε αυτά τα ερωτήματα. Το γεγονός έρχεται να ταράξει την γαλήνια ηρεμία που κυριαρχεί στην επιφάνεια των σχέσεων. Και όταν καλούνται να εισχωρήσουν βαθιά σε αυτές, τότε καταλήγουν στην ολική αποδόμηση. Ο επιτυχημένος σύζυγος, άνδρας, επαγγελματίας μετατρέπεται αυτομάτως σε εγκληματία-κτηνοβάτη. Ο κύκλος των ανθρώπων στήνει το δικό του δικαστήριο. Δεν αναζητά αιτίες. Δεν διερευνά καταστάσεις. Μονάχα κατευθύνει την ετυμηγορία του ενάντια στην πράξη, στιγματίζοντάς την ως ανήθικη, εκτός της αποδεκτής λογικής. Οι μουσικές επιλογές του Γιάννη Μαθές προσδίδουν δραματική υπερένταση, ενώ η ενδυματολογική κατεύθυνση της Αρετής Μουστάκα προσθέτει την υπεραξία στην κορύφωση του δράματος, καθώς η ευημερία της οικογένειας καταρρίπτεται.       

   

Η απόδοση των ρόλων είναι αρμονική. Ο Νίκος Κουρής κυριολεκτικά καθηλώνει με την ερμηνεία του. Η ενσυναίσθηση και η ψυχολογική χειρουργική αποτύπωση των εσωτερικών αντιθέσεων του ήρωα, είναι μοναδικής αισθητικής και υφολογικής αναφοράς. Επεκτείνει στα άκρα την έκφραση ενός διαστέλλοντος δράματος και συνάμα προβάλει πτυχές τρυφερότητας και συναισθηματικής δέσμευσης στα πρόσωπα με τα οποία διαμόρφωσε τον προσωπικό το κόσμο.

Η κινησιολογία και οι εκρήξεις του χαρακτήρα, καθώς βιώνει την ομαδική αμφισβήτηση, εντάσσονται αρμονικά στο περιεχόμενο του έργου. Από τους μορφασμούς του προσώπου, την αμηχανία χρήσης των χεριών, την αξιοποίηση της νευρικότητας και της εμμονής, δίχως να χάνεται το μέτρο και να υπονομεύεται η πορεία του ήρωα από την κοινωνική επιτυχία στην υπαρξιακή ήττα, όλα συμβαίνουν με τρόπο ισοσταθμισμένο. Είναι σπουδαίος ηθοποιός ο Νίκος Κουρής.

Η Λουκία Μιχαλοπούλου συνδέει τις αντίρροπες τάσεις των ρόλων. Η σύζυγος πρότυπο, πιστή στον άνδρα της και την οικογένειά τους, μετατρέπεται σε δολοφόνο για να διασφαλίσει την αποκλειστικότητα της αφοσίωσης. Μεταπλάθει η ηθοποιός αυτήν ακριβώς τη λεπτή γραμμή που χωρίζει την λογική απ’ το παράλογο, την ομοφωνία της κοινωνικής πρόσληψης έως την κατάργησή της στο όνομα της επιφάνειας των δεδομένων.

Με έντονα δραματικούς τόνους, καταγραφή των συναισθηματικών μεταβολών τις οποίες υφίσταται και εκφάνσεις της προσωπικότητας της ηρωίδας με τρόπο άμεσο και δεικτικό, συνταιριάζει την παρουσίαση της θεματικής στην ποιότητα που αυτή επιβάλει εκ των προτέρων.

Ο Γιάννης Δρακόπουλος συμμετέχει με ρόλο συμπληρωματικό, δίχως ενέργεια και αυτονομία. Μολονότι προσφέρει διακριτά χαρακτηριστικά σε αυτόν, ωστόσο, δεν προσδίδει την διαφορετική ένταση την οποία, πιθανόν, να χρειάζονταν η συγκεκριμένη παρουσία στη σκηνή.

Από κοντά ο Μιχαήλ Ταμπακάκης, ενσαρκώνει την εφηβική ηλικία που πληγώνεται και ο κόσμος γύρω του καταρρέει. Δεν υπερβαίνει το μέτρο και προσδίδει στον ρόλο οριοθέτηση δίχως υπερβολές. 

«Η ελευθερία του ατόμου δεν είναι αγαθό του πολιτισμού. Ήταν στο μέγιστο σημείο πριν από κάθε πολιτισμό».

Info: Τετάρτη 21:00, Πέμπτη 21:00 , Παρασκευή 21:00, Σάββατο 18:00 & 21:00, Κυριακή 21:00  στο Θέατρο Αθηνών (Διεύθυνση: Βουκουρεστίου 10, Κέντρο / Τηλέφωνο: 2103312343). Προπώληση εισιτηρίων στην ticketmaster.gr.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.