Κριτική: «Αριστερόχειρες», από την ομάδα 4Frontal, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά

Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά η σύγχρονη ελληνική ιστορία αποκτά πρόσωπο μέσα από το έργο «Αριστερόχειρες» της Νεφέλης Μαϊστράλη, σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη. «Σε όλους τους τοίχους ήταν ζωγραφισμένη μια μορφή ενός αγριάνθρωπου γενειοφόρου με χατζάρα στο στόμα, που έσταζε αίμα, να αρπάζει απ’ την αγκαλιά τής μάνας το παιδί. Επίσης, στους τοίχους υπήρχαν συνθήματα για το έθνος και τη βασίλισσα Φρειδερίκη». Αυτά τα λόγια, όπως συγκράτησε η μνήμη μου κατά τη διάρκεια της παράστασης, έχουν χαραχτεί στην ιστορική μνήμη ως αντικειμενικά γεγονότα τής αθέατης όψης τού εμφυλίου πολέμου 1946-1949. Όψη την οποία ο σκηνοθέτης Θανάσης Ζερίτης μεταπλάθει με τρόπο εξελικτικό στο χωροχρονικό πλαίσιο αναφοράς. Δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στο επίπεδο μαρτυρίας εντός των ιδρυμάτων (βλ. παιδουπόλεις), υπό την εποπτεία της βασίλισσας, αλλά εξετάζει τις υποκειμενικές προεκτάσεις των πρωταγωνιστών σε μία σκηνική μεγέθυνση του ατομικού μικρόκοσμου (σε άμεση συνάρτηση με τα γεγονότα στον μακρόκοσμο, τα οποία παράλληλα εξελίσσονται). 

Ποιος ο ρόλος των παιδουπόλεων της βασίλισσας; Ο Ριζοσπάστης, όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, στο ένθετο τεύχος (Κυριακή, 1 Μάρτη 2009) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σύμφωνα με στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους του Ιδρύματος της Βασιλικής Πρόνοιας και βρίσκονται στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, τον Ιούλη του 1947 εγκαινιάστηκε στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης η πρώτη «παιδούπολη», στην οποία κλείστηκαν 500 παιδιά. Στις αρχές του Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου εγκαινιάζονται τέσσερις νέες παιδουπόλεις σε Ιωάννινα, Λάρισα, Βόλο και Καβάλα. Το Γενάρη του 1948 σ’ ολόκληρη την Ελλάδα λειτουργούν 52 «παιδουπόλεις», στις οποίες έχουν «μαντρώσει» 18.000 παιδιά, όπου εφαρμόζεται το σύστημα της «πειθαρχημένης διαβίωσης». Ο αριθμός αυτός αυξάνεται για να φτάσει αργότερα τις 28.000 παιδιά. Ο αριθμός των παιδιών των παιδουπόλεων μέχρι το 1968 έφτασε τα 36.562». Το σύνολο αυτών ενίσχυσε την εγχώρια βιομηχανική και βιοτεχνική παραγωγή με φθηνά εργατικά χέρια. Το ίδιο άρθρο αναφέρει: «Την ίδια στιγμή, αυτά τα «ιδρύματα» αποτελούσαν μια άκρως κερδοφόρα επιχείρηση, όπου τα παιδιά χρησίμευαν ως τζάμπα εργάτες. Σύμφωνα με τον απολογισμό δράσης για τη δεκαετία 1947 – 1957, τα κέρδη του ιδρύματος «Βασιλική Πρόνοια Βορείου Ελλάδος» απ’ την εκμετάλλευση της υποχρεωτικής εργασίας των κοριτσιών των παιδουπόλεων ανέρχονταν σε πολλά εκατομμύρια δραχμές. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι μόνο σ’ ένα χρόνο το Βασιλικό Ίδρυμα της Φλώρινας – με τιμές 1949 – είχε κέρδη 1.005.000 δραχμές. Τα κέρδη αυτά προέρχονταν απ’ την πώληση 170.608 φορεμάτων, 90.936 πήχεων υφάσματος. Στα 22 ταπητουργεία – κιλιμοποιεία, όπου πάλι κορίτσια απ’ το παιδομάζωμα της Φρειδερίκης εργάζονταν χωρίς αμοιβή, κατασκευάστηκαν χιλιάδες χαλιά, που πουλήθηκαν στην εσωτερική αγορά και στο εξωτερικό. Το 1968 (!), τα ταπητουργεία της Φρειδερίκης έφθαναν τα 65».

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τα στοιχεία είναι αδιάσειστος μάρτυρας της ιστορικής μνήμης. Δεν θα συνεχίσουμε με την λεπτομερή καταγραφή τους. Εξάλλου, δεν αφορούν άμεσα την παράσταση. Εκείνο το οποίο, ωστόσο, αναδεικνύει το έργο, μέσα από την προβολή πολλαπλών χαρακτήρων-ρόλων, είναι το μέγεθος τής σύγχρονης εθνικής τραγωδίας. Τραγωδία βαμμένη, αφενός, στο αίμα τού εμφυλίου πολέμου και, αφετέρου, στο ενοχικό σύμπλεγμα συνείδησης το οποίο αναπτύχθηκε από γενιά σε γενιά, μέσα από την εσκεμμένη λήθη του παρελθόντος και την απόκρυψη της αλήθειας στα ζωντανά θύματα αυτής της υπόθεσης, που δεν είναι άλλα από τα παιδιά της βασιλικής «φροντίδας» στον βωμό της πολιτικής σκοπιμότητας. Ο σκηνοθέτης επιλέγει την αφηγηματική τεχνοτροπία τής αυτονομίας τού λόγου επί σκηνής, συμπλέκοντας γεγονότα και καταστάσεις, σε άμεση αντιπαραβολή με τον χρόνο ως ιστορική συνιστώσα εξελισσόμενης αλήθειας. Αλήθεια η οποία επενδύεται στη βάση τής προσωπικής εμπειρίας των πρωταγωνιστών, σε αντίθεση με την κυρίαρχη ιδεολογική κατεύθυνση του δημόσιου χώρου-λόγου. (Είναι έξυπνη και στοχευμένη η ηχητική αναπαραγωγή ντοκουμέντων της εποχής, ώστε ο θεατής να αντιληφθεί αυτή ακριβώς την ειδοποιό διαφορά του κυρίαρχου λόγου από τον λόγο των πρωταγωνιστών).

Το σκηνικό επιμελώς προσεγμένο στις αναφορές του έντυπου υλικού (βλέπουμε διάσπαρτα πρωτοσέλιδα εφημερίδων του εγχώριου Τύπου), με μία κούνια στο κέντρο αυτού προκειμένου να προσδώσει χαρακτήρα στην παιδική ηλικία των ιδρυμάτων. Ωστόσο, δεν δίνει έμφαση ο σκηνοθέτης περαιτέρω στην επένδυσή του με χρονικές ακολουθίες. Είναι το μειονέκτημα του έργου, δεδομένης της προσεγμένης, στην ιστορική πραγματικότητα, ενδυματολογικής επιλογής, ανά ηθοποιό και ρόλο, της Γεωργίας Μπούρδα και της, εξίσου, μελετημένης κινησιολογίας της Κατερίνας Φώτη, επιλογές οι οποίες προσδίδουν υπεραξία στο συνολικό εγχείρημα. Τέτοιου είδους έργα, με έντονο το στοιχείο εποχής, οφείλουν οι σκηνοθέτες να επεξεργάζονται επιπρόσθετες λεπτομέρειες στην σκηνική αποτύπωση προκειμένου η πρόσληψη του θεατή να προκληθεί στην αμεσότητα του χώρου, πέραν των ερμηνειών και των ηχητικών παρεμβάσεων. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όσον αφορά το επίπεδο ερμηνειών, αυτό αποζημιώνει τον θεατή. Όλοι οι ηθοποιοί κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Όλοι τους κατορθώνουν να δεσμεύσουν τη συνείδηση με ενέργεια ζηλευτή και καλλιτεχνικό επαγγελματισμό. Η Νεφέλη Μαϊστράλη, με δαιμόνιο ταλέντο, αναπαριστά την βασίλισσα Φρειδερίκη, η ενσυναίσθηση της οποίας μεταδίδεται επί σκηνής επιβλητικά. Οι μορφασμοί του προσώπου, οι στάσεις του σώματος επενδυμένο με γούνα και οι κινήσεις ψυχικής έκφρασης προσθέτουν τεχνική ικανότητα και δεινότητα. Αντίστοιχα και ο Τάσος Δημητρόπουλος, ειδικότερα στον ρόλο του κοινοτάρχη και του αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού, εξηγεί με ένταση και πάθος τις ηρωικές στιγμές στις κακοτράχαλες βουνοκορφές του Γράμμου και του Βίτσι, ενώ εξιστορεί με ζηλευτή μαεστρία τον ιδιότυπο χαρακτήρα του τοπικού αξιωματούχου, ενταγμένος στο πλέγμα εξουσιών της ελληνικής μικροπολιτικής πραγματικότητας. Η Ελένη Κουτσιούμπα αποτελεί τον χαρακτήρα ηθοποιού με ποιότητα που ξεχειλίζει στις εκφάνσεις του προσώπου και τις αντιδράσεις-κινήσεις επί σκηνής. Το υποκριτικό της ταλέντο δεδομένο. Οι Χάρης Κρεμμύδας και Πάνος Τοψίδης συμπληρώνουν τους χαρακτήρες του έργου με περιορισμένους ρόλους, αλλά εξαιρετικά ουσιαστικούς. Υπηρετούν με επαγγελματισμό και δεξιοτεχνία τις απαιτήσεις που το έργο επιβάλει. 

Γενικότερα, ένα έργο με πολλαπλά νοήματα, εις βάθος μελετημένο από τον σκηνοθέτη και σε άψογη ισορροπία ερμηνειών.

Βαθμολογία: 3/5*

 

Info: Από 8 Απριλίου 2022 κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 21.00 & Κυριακή 19.00 στη σκηνή Ωμέγα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Εισιτήρια στην ticketservices.gr.