Κριτική: «Επαρχία», σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων Λευτέρης Βογιατζής

Το έργο του Μιχάλη Βιρβιδάκη, με τίτλο «Επαρχία», σκηνοθετεί ο Γιώργος Σκεύας και μας καθηλώνει. Δίχως περιστροφές και νοηματικούς ακροβατισμούς, «βουτά» στην πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας και σαν να κρατά κινηματογραφική κάμερα, αποτυπώνει την εικόνα που όλοι μας, στην καθημερινή βιωμένη εμπειρία, έχουμε συναντήσει, συνένοχοι και συμμέτοχοι στο ίδιο επαναλαμβανόμενο μοτίβο αδιεξόδου.

Στην επαρχία της ελληνικής ταυτότητας αναδεικνύονται, με τον πλέον άμεσο και δεικτικό τρόπο, οι παθογένειες αυτής και τα αποτελέσματα επιλογών που ορίζονται από γενιά σε γενιά, δίχως παρέμβαση για ριζική μεταβολή των όρων ζωής. Στο επίκεντρο του έργου η σκηνοθεσία μία ληστείας τραπέζης. Και σαν κύκλοι που εφάπτονται, οι ζωές των ανθρώπων ξεδιπλώνονται στην αυθεντική τους αιτιολόγηση.

Οι τελευταίες βρίσκονται όχι στο παρασκήνιο μίας πράξης, αλλά εκκολάπτονται σε προγενέστερο χρόνο για να καρποφορήσουν σε μετέπειτα χρονική στιγμή. Με στοιχεία κωμωδίας, αλλά και έντονες τις πτυχές δραματουργίας· με έξυπνους διαλόγους, κυριολεκτικά «βγαλμένους» απ’ τα χείλη ανθρώπων της «διπλανής πόρτας», αλλά και τραγικότητα των συναισθημάτων και των προσδοκιών, το έργο προσδίδει πολλαπλή οπτική στο γεγονός το οποίο διακλαδώνεται στις ζωές των ηρώων.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ποιο είναι το κοινωνικό περιθώριο; Ο συγγραφέας το περιγράφει με τα πλέον ρεαλιστικά χρώματα, δίχως ίχνος απόκρυψης των χαρακτηριστικών τους. Από την πνευματική, πολιτική, οικονομική και κατασταλτική εξουσία μεταφερόμαστε στον δημόσιο λόγο, τον οποίο η εξουσία διαμορφώνει με όρους πατριαρχικής οικειοποίησης των σχέσεων ιδιοκτησίας. Η αντίληψη «μου ανήκεις» είναι έκδηλη και διακλαδώνεται σε κάθε πτυχή του έργου. Το κράτος με τους θεσμικούς του φορείς προσωποποιείται στις καθετοποιημένες δομές εξουσίας. Άκαμπτος ο ρόλος της πολιτικής ηγεσίας, με την γραφειοκρατία του κομματικού μηχανισμού και τη διαπλοκή των συμφερόντων να καθορίζει το περιεχόμενο της εκάστοτε σκοπιμότητας. Ο λαός, άμορφη μάζα ατομικών συμφερόντων, αναπνέει στον μικρόκοσμο του περίγυρού του. Αδυνατεί να εξέλθει του πλαισίου που η οικονομική ηθική επιβάλει και την οποία υιοθετεί άκριτα. Η εργαλειοποίησή του είναι ακραία, γεγονός το οποίο προβάλλεται δίχως τεχνητές διπλωματίες στην παράσταση. 

Και οι ήρωες του έργου αναζητούν, στον ελάχιστο χώρο ελευθερίας που τους προσφέρεται, ένα πεδίο αναφοράς. Είτε οργανωμένοι σε αθλητικούς συλλόγους και σωματεία, είτε περιστοιχισμένοι από λογιών λογιών μόδες και πρότυπα, οι πρωταγωνιστές διαπιστώνουν όρια της αντοχής τους, σε ένα σύστημα αξιών που έχει καταρρεύσει και αρνείται πεισματικά να αντικρίσει την πραγματικότητα. Οι σχέσεις εξουσίας που διαμορφώνονται διαπερνούν τα στενά πλαίσια της ατομικής ύπαρξης. Κάθε πλευράς αυτής ετεροπροσδιορίζεται. Η πόρνη, ο γιος του δικηγόρου και βουλευτή, ο γιος του πάτερ της ενορίας, ένας περιθωριοποιημένος καλλιτέχνης, ο αστυνόμος και οι ερωτικές σχέσεις που δοκιμάζονται υπό το βάρος της εκάστοτε «στολής» ως δικαιολογία βίαιων ενεργειών και αντιλήψεων επικυριαρχίας, όλα συνθέτουν το κάδρο της ελληνικής συλλογικότητας. 

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκεύας προσέλαβε με τρόπο έξυπνο το έργο. Σκηνές εναλλασσόμενες μέσα σε σκηνές που προηγούνται, ρυθμός καταιγιστικός, ενέργεια των ηθοποιών και συγκροτημένες σκηνικές παρουσίες, όλα ισορροπούν επιδέξια στο θεατρικό σανίδι. Δεν επιτρέπει την ερμηνεία του χρόνου και του χώρου. Σε ένα αφαιρετικό σκηνικό, οριοθετεί τις εντυπώσεις μέσα από τις ενδυματολογικές επιλογές του ιδίου, προσδίδοντας υπεραξία στη μεγέθυνση της ατομικής στάσης των πρωταγωνιστών έναντι των επιλογών τους. Μέσα από το έργο αναδύεται η έννοια της νέας συλλογικής πραγματικότητας, όπως δημιουργείται στα αθέατα επίπεδα της κοινωνίας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι παρέες ενηλίκων και ανηλίκων, οι αλήθειες τις οποίες μοιράζονται, οι αποκαλύψεις και οι νουθεσίες προς την κατεύθυνση της προσωπικής απελευθέρωσης από τα δεσμά, που πιέζουν ολοένα προς τα κάτω το ένστικτο επιβίωσης, όλα σκηνοθετούνται με δόκιμο μέσο τον σεβασμό στη λεπτομέρεια, δίχως υπερβολή. Είναι τέτοιο το εύρος των διαδραματιζόμενων γεγονότων ώστε ορθώς ο σκηνοθέτης αφήνει τα ίδια τα λεκτικά σχήματα και τις συμβολικές ενδυματολογικές επιλογές να απαντήσουν στα ερωτήματα τα οποία το έργο θέτει μετ’ επιτάσεως. Το δε μουσικό προσκήνιο της  Σήμη Τσιλαλή διατηρεί το ενδιαφέρον σε εγρήγορση και την στάθμη της αγωνίας στο κατακόρυφο.     

Η αρχική αναφορά στην κινηματογραφική οπτική του έργου δεν ήταν τυχαία. Ο θεατής θα διαπιστώσει ότι η φυσικότητα, με την οποία ερμηνεύουν οι ηθοποιοί τα λόγια και τις ενέργειές τους, δεν είναι στιγμιαία επαγγελματική έκφραση, αλλά μία ολοζώντανη σκηνική οργάνωση σε άρτιο αποτέλεσμα. Οι επιλογές των ηθοποιών αποδεικνύονται εξαιρετικές.

Ο Ορέστης Τζιόβας στον ρόλο του αστυνόμου, με περγαμηνές στην παρανομία και τις παρασκηνιακές συμπλοκές, πάντα στο όνομα της πατρίδας και της ηθικής εκπλήρωσης των στόχων της κοινωνικής ευσυνειδησίας, αποτυπώνει έντονα τον χαρακτήρα της παρατυπίας, η οποία μετατράπηκε σε γνώμονα αναγνώρισης και επιβράβευσης.

Απ’ την άλλη πλευρά, η Γρηγορία Μεθενίτη, ειδικότερα στην περίπτωση εξομολόγησης της οικογενειακής ευθύνης για την πορεία την οποία ακολούθησε, είναι συγκλονιστική. Με συναισθηματικές εκφράσεις και εκφάνσεις στο πρόσωπο και την κινησιολογία του σώματος, καταγράφει το βαθιά άρρωστο περιβάλλον που περιστοιχίζει τη ζωή της και μαζί της τη ζωή των γυναικών που βιώνουν την καταπίεση, κυριολεκτικά, στην σάρκα τους. 

Ξεχωρίζει η ερμηνεία του Τάσου Λέκκα (στον ρόλο του Ίγκι) με την αριστοτεχνική αντιγραφή των λεκτικών δυσκολιών, τις συναισθηματικές κορυφώσεις καθώς και τις εναλλαγές στην συμπεριφορά. Οι δύο, εξίσου, ποιοτικές παρουσίες επί σκηνής, του Απόστολου Καμιτσάκη (ως Γαβρίλης) και του Δημήτρη Αποστολόπουλο (ως Σάκης) πλαισιώνουν διακριτά, στοχευμένα και με αισθητική τους ρόλους τους, αναδεικνύοντας τις συμβολικές σχέσεις στις οποίες καταφεύγουν οι νέοι ως υποκατάστατα της κοινωνικής αναλγησίας και υποκρισίας.

Τέλος, ο Νίκος Αρβανίτης (ως Αλέξανδρος), ενσάρκωνε την έννοια της συνδιαλλαγής και της υποτέλειας ως παράγοντες διαμόρφωσης της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας, με τη Δήμητρα Βήττα (ως Βούλα), στο ρόλο της πρώην συντρόφου του αστυνόμου Μάκη, να χαίρει της συμπαθητικής παρέμβασης στον χρόνο εξέλιξης των προσωπικών γεγονότων του προσώπου. 

Μία παράσταση η οποία διεκδικεί επάξια δάφνες σκηνοθετικής ματιάς και ερμηνείας. 

Βαθμολογία: 4/5*

Info: Παραστάσεις έως 17 Απριλίου 2022, Παρασκευή 21.00, Σάββατο 18.00 & 21.15, Κυριακή 19.00 στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής (Κυκλάδων 11, Αθήνα 113 61 / 2108217877). Προπώληση στα ticketservices.gr & viva.gr.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.