Κριτική: «Η ανθρώπινη φωνή» σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη / Μονόλογος μειωμένης δυναμικής

Το έργο τού Ζαν Κοκτώ με τίτλο «Η ανθρώπινη φωνή» σκηνοθετεί ο Νικορέστης Χανιωτάκης και μας ταξιδεύει στο 1928, όταν ο συγγραφέας αποτύπωσε σε μονόπρακτο κείμενο τις αντιθέσεις τις οποίες βιώνει μία γυναίκα με πάθος για το άτομο που αγαπά (ο χωρισμός αποτελεί νωπό στοιχείο στη μεταξύ τους σχέση), καθώς την καταγράφει να υποκρίνεται, μα γελάει και να κλαίει την ίδια στιγμή κατά την οποία εμφανίζεται με παιδική αφέλεια, δειλία και τόλμη ταυτόχρονα.

Στο έργο κυριαρχούν συναισθήματα εγκατάλειψης, προδοσίας, ταύτισης και πάθους, αλλά και αυτά τής απόρριψης και του αδιέξοδου των σχέσεων. Παράλληλα, ο τρόπος μέσα από τον οποίο αποτυπώνεται η εν λόγω προβληματική κατάσταση, εμφανίζεται στο προσκήνιο η νέα μορφή επικοινωνίας (επαφής και συνάμα αποξένωσης) μεταξύ των ανθρώπων και ο ρόλος που το τηλέφωνο θα διαδραματίσει τις επερχόμενες δεκαετίες στις ζωές αυτών. 

Ένα έργο το οποίο ανέβηκε στη σκηνή στα 1930 στην περίφημη Comédie-Française από την Berthe Bovy. Στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών τον εμβληματικό ρόλο θα ερμηνεύσουν  (Σιμόν Σινιορέ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Λιβ Ούλμαν, Χούλια Μιχένες, Ντενίζ Ντιβάλ, Ρενάτα Σκότο κ.α.).

Ουσιαστικά, η γυναίκα στο έργο μοιάζει νεκρική φιγούρα, η οποία αποκτά υπόσταση εμπειρική όταν ο ήχος τού τηλεφώνου δονείται και μαζί του αναζωπυρώνονται τόσο οι επιθυμίες, όσο και οι προσδοκίες της για τον πομπό αυτής τής επικοινωνίας. Λειτουργεί περισσότερο με την εξωτερική κατά συνθήκη έκφραση των συναισθημάτων, περισσότερο με το ένστικτο της απουσίας, παρά με την ενσυναίσθηση του θύματος (ή του θύτη). Οι κινήσεις της στη σκηνή δείχνουν την αδυναμία ελέγχου τής κατάστασης και την ταυτόχρονη απόπειρα αποδόμησης των αιτιών που την κρατούν δέσμια μίας ανθρώπινης φωνής, στην άλλη άκρη τού ακουστικού.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο στόχος τού Ζαν Κοκτώ όπως σκιαγραφήσει όχι απλά την κατάσταση απώλειας στην οποία βρίσκεται η νεαρή γυναίκα, αλλά να καταγράψει τις εσωτερικές συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα ανάμεσα στην ισορροπία τού θύτη και τού θύματος, ανάμεσα στην παρουσία και την απουσία των κατάλληλων συνθηκών για την έκφραση του ατομικού και συλλογικού αδιεξόδου, ερμηνεύεται στο κείμενο συγκεκριμένα στη βάση τής ήττας τής αισθητικής τού ανήκειν. Ο χωρισμός εμφανίζεται ως η υποχώρηση τής κατηγοριοποίησης τής ιδιοκτησιακής σχέσης με την οποία διαμορφώνεται οι σχέσεις των ανθρώπων. Αυτή η αποδομητική εξέλιξη είναι εμφανής στο κείμενο. 

Ωστόσο, στην παράσταση του Νικορέστη Χανιωτάκη δεν αντικρίζουμε μία ύπαρξη σε αποδόμηση, αλλά μία ανθρώπινη υπόσταση σε σύγχυση. Καθόλη τη διάρκεια του έργου η ηρωίδα (τον ρόλο ερμηνεύει η Λουκία Μιχαλοπούλου) περιφέρεται άναρχα γύρω από ένα κρεβάτι, διαμορφώνει τον χώρο ο οποίος οριοθετείται από πλαστικό «τοίχο» στον οποίο καθρεφτίζονται οι κινήσεις της. Μας παρουσιάζει περισσότερο μία παρορμητική γυναίκα σε στιγμές παροξυσμού και ψυχολογικής έντασης, παρά μία ανθρώπινη κατάσταση σε ολομέτωπη σύγκρουση με όλα όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή την όριζαν (η σχέση με τον άνδρα δεν παρουσιάζεται, δεν ανευρίσκουμε σε κανένα σημείο τού έργου τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής, παρά μόνο δειγματοληπτικά δίνονται στιγμές με την ίδια στο επίκεντρο). Η Λουκία Μιχαλοπούλου, μολονότι επιχειρεί να αναδείξει τις βαθύτερες αισθητικές εκρήξεις τού συναισθηματικού της κόσμου, ωστόσο καταλήγει περισσότερο να περιστρέφεται μονότονα γύρω από μία υπερβολή στην έκφραση, παρά να εμβαθύνει στην κατάσταση την οποία βιώνει.

Ο χωρισμός στη σκηνοθετική άποψη του έργου εκλαμβάνεται ως εξωτερικό στοιχείο με συμβατικά δεδομένα, και όχι με εσωτερικούς όρους στους οποίους κυριαρχεί η θλίψη και το άγνωστο του μέλλοντος και της ταυτότητας αυτού. Επί της ουσίας, η ηθοποιός δεν ερμήνευε με «φυσικότητα» τον ρόλο. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της (και μετά τούς θεατές) για τη σημασία αυτής τής πράξης επί σκηνής, γεγονός το οποίο κατέληγε κουραστικό και εν πολλοίς ενοχλητικό.

Ειδικότερα, η προσπάθεια ανάδειξης των επιθυμιών που προσκολλούνται στο έτερο πρόσωπο ενδιαφέροντος (βλ. άνδρας), έμοιαζε περισσότερο με παιδικής αφέλειας ταύτιση, παρά με την ανάδειξη τής κοινωνικής και πολιτιστικής αξίας τής ανθρώπινης συμπεριφοράς και σχέσης. Το σκηνικό και οι ενδυματολογικές επιλογές τής Αρετής Μουστάκα προσάρμοσαν το κείμενο στις σύγχρονες απαιτήσεις, ενώ οι  φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα και η επιμέλεια μουσικής τού Γιάννη Μαθέ προσέδωσαν μία διακριτή νότα δραματικής έκθεσης. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Συνολικά, η παράσταση επικεντρώθηκε περισσότερο στην κινησιολογία τής έκφρασης παρά στην ψυχαναλυτική ερμηνεία μίας τετελεσμένης πράξης γεγονότων, με αποτέλεσμα να υπονομευτεί τόσο ο πυρήνας τού έργου, που δεν είναι άλλος από την κατάρρευση της έννοιας του ανήκειν με συλλογικούς/κοινωνικούς όρους, όσο και η ανθρώπινη παράμετρος του χωρισμού ως πράξη στιγμιαίου θανάτου. Δεν αρκεί να το λες· πρέπει και να το δείχνεις. 

InfoΠαραγωγή: Αθηναϊκά Θέατρα Διάρκεια παράστασης : 1 ώρα & 10 λεπτά Παραστάσεις: Δευτέρα και Τρίτη : 21:00 Τιμή εισιτηρίου: Γενική Είσοδος: 17€ Εισιτήρια: Viva.gr.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.