Κριτική: «Η αυλή των θαυμάτων, Το μιούζικαλ» – Στέφανος Κορκολής, Χρήστος Σουγάρης στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Στη δεκαετία του ’50, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γράφει το αριστούργημα του σύγχρονου θεάτρου και μαζί του αναδεικνύει μία ολάκερη εποχή. «Η αυλή των θαυμάτων» είναι, από τη μία πλευρά, η μεταπολεμική Ελλάδα, του διχασμού, της αστικής τάξης που ανέρχεται στο κοινωνικό γίγνεσθαι και των οικονομικών ευκαιριών που ξεδιπλώνονται εμπρός της, ο καιρός της αντιπαροχής. Από την άλλη πλευρά, η εργατική τάξη και οι περιθωριοποιημένοι της συλλογικής ζωής αναζητούν την χρυσή ευκαιρία που θα τους τραβήξει απ’ την μιζέρια και την ανέχεια.

Η πραγματικότητα, ωστόσο, υπονομεύει τις επιθυμίες, τα όνειρα και τις προσδοκίες. Η κοινή μοίρα των ανθρώπων υπό τη σκιά του ηλίου, όπως αναπτύσσεται γύρω από την αυλή των κατοικιών, διαμορφώνοντας τον δικό τους, αυτόνομο, δημόσιο λόγο, σκιαγραφεί τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Σε μία γειτονιά στον Βύρωνα, κάθε εσωτερικό σπιτιού περικλείει μέσα του πολλαπλές ιστορίες, συγκρούσεις, ψευδαισθήσεις, αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις. Η λαϊκή οικογένεια ξεδιπλώνεται δίχως ηθογραφικούς όρους, ελεύθερη να βουτήξει στα κατάβαθα της ψυχής των ηρώων.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η εργασία μετατρέπεται σε πρόσκαιρη ικανοποίηση ευκαιριακών αναγκών και η Αμερική, η Αυστραλία, η Γερμανία ομοιάζουν σε «γη της επαγγελίας», στην απάντηση ενώπιον των στερήσεων τις οποίες βιώνουν καθημερινά οι οικογένειες. Ο Μπάμπης και η Βούλα, ανάμεσα στους υπολοίπους χτίζουν τις προοπτικές τους στο μακρινό ταξίδι. Η μετανάστευση και η οικονομική αποκατάσταση μετατρέπονται στην χρυσοποίκιλτη τύχη, που αναμένει χιλιάδες εξ αυτών καθώς περιμένουν την σειρά τους για τα απαραίτητα έγγραφα. Λίγες χιλιάδες δραχμές φτιάχνουν την ευτυχία, έως ότου η εξαπάτηση σκορπίσει τις φιλοδοξίες στον λιμένα του Πειραιά. «Για ένα μεροκάματο» όλη η φράση του έργου που περικλείει την αξία των χαρακτήρων.

Η τάση προς φυγή είναι διακριτό γνώρισμα των προσώπων και αυτή συνδέεται άμεσα με τα στενά πλαίσια του ίδιου του εαυτού τους, καθώς αντιμετωπίζουν τους περιορισμούς και τα αδιέξοδα. Η αυλή/οι αυλές μετασχηματίζονται σε κοινά πεδία ανοιχτού διαλόγου, στα οποία το παρελθόν εξακολουθεί και επηρεάζει καθοριστικά τις τύχες των προσώπων στο παρόν. Ένας ξέφρενος ρυθμός ανόδου και καθόδου των πραγμάτων, μία αβεβαιότητα την οποία, μολονότι συνειδητοποιούν οι πρωταγωνιστές, ωστόσο, υιοθετούν και βυθίζονται ολοένα περισσότερο στις παρυφές του σύγχρονου αστικού τοπίου, όπως επιβάλλεται στην υλική του δομική μορφή, δοκιμάζοντας στην ακραία τους θέση την αλληλεγγύη, την ανθρωπιά και την επικοινωνία των ανθρώπων.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης, ο συνθέτης Στέφανος Κορκολής και ο στιχουργός Γεράσιμος Ευαγγελάτος υπερβαίνουν εαυτόν και σε μία πρωτοποριακή, δίχως να αγνοούν τα αυστηρά πλαίσια του έργου και των πολυδιάστατων θεματικών αυτού, παράσταση διεθνών προδιαγραφών, προσαρμόζουν τη δεκαετία του ’50 στις συνθήκες του παρόντος, μέσα από την νοηματική, συναισθηματική και υφολογική οπτική. Με σύμβολα που ταυτίζουν την εποχή μας, σε μία κοινωνία διαρκώς μεταβαλλόμενη, κατασκευάζεται μία αναγκαία γέφυρα με το 1957 (έτος παρουσίασης του έργου) και οι χαρακτήρες αποκτούν χώρο στην σκηνή, μέσα από τον οποίο αναπτύσσεται το μωσαϊκό της ελληνικής πραγματικότητας.

Ο Στέλιος (το ρόλο υποδύεται ο Γιώργος Γάλλος) και η Όλγα (Κατερίνα Παπουτσάκη) είναι το ζευγάρι του εγκλωβισμού. Ο μεν επενδύει στα τυχερά παίγνια και τις ιπποδρομίες, αναζητώντας τη μία εκείνη στιγμή που θα ανατραπούν οι πιθανότητες. Η κερδοσκοπία στο επίκεντρο, το κέρδος δίχως κόπο και η προβολή δίχως ουσία και περιεχόμενο, καθίστανται ειδοποιός διαφορά απ’ την επαναλαμβανόμενη άρνηση την οποία αντιμετωπίζουν καθημερινά τα πρόσωπα της ιστορίας. Αποξενώνεται απ’ την σύζυγό του, η οποία συνάπτει δεσμό με τον Στράτο (Γιώργος Τσιαντούλας). Ένας κυκεώνας εξελίξεων καταλήγει σε τραγωδία.

Ο Χρήστος Σουγάρης, «σπρώχνει» τους ήρωες της πλοκής στην κορύφωση των ρεαλιστικών περιγραφών και των προθέσεων. Διατηρεί την ευαίσθητη ματιά του συγγραφέα στα πρόσωπα, αναδεικνύοντας και αποκαλύπτοντας, πίσω από τις επιλογές και τις πράξεις τους, τις αιτίες που καθοδηγούν τα βήματά τους, δίχως να παραγνωρίζει τις εξωτερικές περιστάσεις που τους κρατούν δέσμιους. Εμβαθύνει στον ατομικό ψυχισμό που αντιστοιχεί στην ταυτότητα της νέας εποχής για την Ελλάδα (του τότε και του σήμερα).

Ο Γιώργος Γάλλος απλά υπέροχος. Η ερμηνευτική του δεινότητα, η δυνατότητά του να κοινωνεί τις ψυχικές αντιφάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις τον καθιστούν μοναδικό επί σκηνής. Το ψυχογραφικής υφής προφίλ που χειρίζεται επιδέξια τον καθιστά καθρέφτη του εσωτερικού αθέατου κόσμου του ήρωα. Η Κατερίνα Παπουτσάκη εξίσου πληθωρική. Ειδικά στις φωνητικές απαιτήσεις της μουσικής συνοδείας καθήλωνε. Κατάφερε να μεταδώσει την θέση της καταπιεσμένης γυναίκας της εποχής, δίχως υπερβολές, αλλά με ισορροπία ανάμεσα στη θέση και την σύνθεση. Με ενέργεια ζηλευτή και ένταση στο σανίδι υπήρξαν δίδυμο που κατέγραψε με τον πλέον αυθεντικό τρόπο τις δύο πτυχές του ιδίου νομίσματος. 

Ο Χρήστος Σουγάρης, επίσης, μέσα από το εντυπωσιακό σκηνικό, με τα φώτα να σηματοδοτούν τις στιγμές του μέλλοντος που έπεται και την αυλή να επικοινωνεί όλα τα δωμάτια των κατοίκων, σκιαγραφεί τις πολώσεις εντός των ανθρωπίνων χαρακτήρων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μπάμπης (Αλέξανδρος Μπουρδούμης) και η Βούλα (Κόρα Καρβούνη). Μαλώνουν, συμμαχούν, μονιάζουν και χωρίζουν σε μία στιγμή. Όλα ταυτόχρονα και συνάμα, τόσο χωριστά μεταξύ τους. Στιγμές στιγμές, ο θεατής απομονώνει το βλέμμα του στους δύο αυτούς χαρακτήρες. Με μαεστρία επί σκηνής, ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης διεκδικεί τον αναγκαίο χώρο και τον κερδίζει επάξια. Και όταν υπογραμμίζουμε την διεκδίκηση, αυτή σχετίζεται άμεσα με τον δυναμικό χαρακτήρα τον οποίο υποδύεται η Κόρα Καρβούνη. Και οι δύο τέμνονται με δυναμισμό και ενέργεια. Η κίνησή τους και οι εκφάνσεις σώματος και προσώπου είναι χαρακτηριστικό της ερμηνευτικής τους ικανότητας. Προσδίδουν διακριτή ποιότητα στους ρόλους και αυτό αποτυπώνεται συνολικά.

Αξίζει, όμως, να στρέψουμε τα φώτα του ενδιαφέροντος και στην γριά-Αννετώ (την υποδύεται η Ρούλα Πατεράκη). Ζει στη σκιά της κόρης της, μεγαλοπιάνεται άνευ υποβάθρου και ονειροβατεί στην απομόνωση που η ηλικία προκαλεί. Ωστόσο, δεν αφήνεται στο παρασκήνιο. Με χιουμοριστική διάθεση, ως το τρίτο αυτί της μικρής τους κοινωνίας, καταγράφει κάθε κίνηση των προσώπων. Το κουτσομπολιό μετατρέπεται σε τρόπο ζωής. Η παρουσία της μεστή νοημάτων, με προσωπικότητα και διακριτά χαρακτηριστικά την καθιστούν αναπόσπαστο κομμάτι της επιτυχίας. 

Συνολικά, οι ερμηνείες διανθίζουν με περίσσεια ποιότητα την παράσταση. Η ευγενική παρουσία της Φιλαρέτης Κομνηνού και του Δημήτρη Πιατά, με την θεατρική τους παιδεία καταγεγραμμένη με σεμνότητα και οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού, σε συνδυασμό με τις μουσικές νότες του Στέφανου Κορκολή, προσδίδουν υπεραξία στο εγχείρημα και οι ενδυματολογικές επιλογές της Ελένης Μανωλοπούλου προσθέτουν τα διακριτικά γνωρίσματα της εποχής. Μία απολαυστική παράσταση που υπερβαίνει τα στενά όρια της ελλαδικής γεωγραφίας.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.