Κριτική / «Η φόνισσα», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στο Θέατρο Τ: Κατάδυση στο ψήλωμα του νου

Τὰ κορίτσια τῆς τάξεως ταύτης εἶναι τὰ μόνα ἑφτάψυχα! Φαίνονται ὡς νὰ πληθύνωνται ἐπίτηδες, διὰ νὰ κολάζουν τοὺς γονεῖς των, ἀπ` αὐτὸν τὸν κόσμον ἤδη.Ἂ! ὅσον τὸ συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ὁ νοῦς του»!

Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη γραμμένη το 1903 θεωρείται ίσως το πιο επιτυχημένο έργο του συγγραφέα, το οποίο συνεχίζει να σαγηνεύει όλο και περισσότερους αναγνώστες και δημιουργούς. Χαρακτηρισμένο από τον ίδιο ως ‘’κοινωνικό μυθιστόρημα’’ αποτελεί μία νουβέλα με κεντρικό πρόσωπο την Χαδούλα, τη Φόνισσα, η οποία, έχοντας πάρει τον συνήθη για τις γυναίκες της εποχής της χαρακτηρισμό από το όνομα του άντρα της, είναι πλέον η Φραγκογιαννού. Σε μία από τις πιο ανατριχιαστικές νατουραλιστικές του καταγραφές ο Παπαδιαμάντης μας αφηγείται την ιστορία ‘’της τάλαινας γυνής’’, η οποία υποχρεωμένη να υπομένει τα βάσανα που όριζε το φύλο και η εποχή της, διαδέχεται τους δουλικούς ρόλους της κόρης, της συζύγου, της μάνας και στη συνέχεια, της ‘’πενθεράς’’ και ‘’μάμμης’’.

Αυτή είναι μία ατέλειωτη σειρά από βάρη που ωθούν την Φραγκογιαννού στη βαθιά συνειδητοποίηση της τραγικής μοίρας της γυναικός και τη γεμίζουν οργή για την αδικία που είναι υποχρεωμένη να επωμίζεται. Σε μια προσπάθεια απονομής δικαιοσύνης ή και επανάστασης στον φαύλο κύκλο του γυναικείου ριζικού, αυτό που με τα λόγια του συγγραφέα συνεπάγεται το ‘’ψήλωμα του νου’’, η ‘’γραία’’ -55 ετών- ‘’Χαδούλα’’ επιχειρεί το ‘’έγκλημα’, μία σειρά από φόνους μικρών κοριτσιών, για να απαλλάξει από το βάρος της μοίρας τους αυτά και τους γονείς τους. Η υποψία για την ενοχή της οδηγεί στην δίωξη της, η οποία συνεχίζεται μέχρις ότου φτάσει στην παραλία επιθυμώντας να περάσει στο ερημητήριο του Αγίου Σώστη, όπου και βρίσκει τον θάνατο από πνιγμό «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».

Με απόλυτο σεβασμό στο κείμενο, την επιλογή αποσπασμάτων του οποίου επιμελήθηκε ο Νικηφόρος Παπανδρέου μαζί με τον σκηνοθέτη της παράστασης, Πάνο Δεληνικόπουλο, η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» μας παρουσιάζει τη Φόνισσα σε μία από τις ξεχωριστές δουλειές της στο ατμοσφαιρικό θέατρο Τ. Πέντε γυναίκες –Σοφία Βούλγαρη, Έλσα Καρακασίδου, Ζωή Λαζαριώτου, Αρετή Πολυμενίδη– και στον ρόλο της Φραγκογιαννούς η Έφη Σταμούλη, μας αφηγούνται και αναπαριστούν συγχρόνως τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Δεν πρόκειται για κάποια θεατρική προσαρμογή του κειμένου, αλλά για μία παράσταση, η οποία, μάλλον, υπογραμμίζει την αφήγηση. Ο Πάνος Δεληνικόπουλος με μία ομάδα αξιόλογων συντελεστών έβαλε ένα μεγάλο στοίχημα και ομολογουμένως το πέτυχε  χωρίς να παραδώσει ένα αλλοιωμένο αποτέλεσμα, αλλά ούτε και μία απλή αφήγηση επεισοδίων. Η επιλογή της παράλληλης και διαδοχικής αφήγησης, αν και αρχικά μπορεί να αποσπάσει κάπως τον θεατή στην προσπάθειά του να συγκεντρωθεί στον ιδιαίτερο παπαδιαμαντικό λόγο του σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου, σύντομα τον παρασύρει στην ροή της μεταφέροντάς τον κάπου ‘’στους πρόποδες του βουνού’’.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

 Όπως επισημαίνει ο σκηνοθέτης, στο σημείωμα του ιδιαίτερα επιμελημένου προγράμματος, «η Φόνισσα αν την ακούσει κανείς προσεκτικά δεν ηχεί σα μία φωνή, αλλά μάλλον σαν χορός». Ακριβώς αυτήν την αντήχηση της φωνής της Χαδούλας μέσα από μία σειρά γυναικών, που πιθανώς να συμβολίζουν τις διάφορες γενεές-στάδια την ζωή μιας γυναίκας, αλλά και τα τέσσερα κορίτσια που πνίγει η Φραγκογιαννού, εισπράττει ο θεατής! Τα κοστούμια (κατασκευή: Δέσποινα Γωνιάδου) λιτά και τονίζοντας με τις μακριές φαρδιές φούστες την θέση των γυναικών, καθως και το σκηνικό (κατασκευή Γιώργος Μαυρόπουλος) με τα μπαούλα με τα πανιά να ξεχωρίζουν και να χρησιμεύουν άλλοτε σαν συμβολισμός της προίκας κι άλλοτε, σαν τα βουνά ή τα εμπόδια που συναντά η Φραγκογιαννού, σχεδιαμένα πολύ εύστοχα από τη Μαρία Καραδελόγλου και τη Σοφία Τσιριγώτη μας δημιουργούν μία αίσθηση ότι αγναντεύουμε το μπλε της Σκιάθου.

Η σκηνοθεσία του Πάνου Δεληνικοπουλου φτάνει ίσως στις καλύτερες στιγμές της στις σκηνές αναπαράστασης του πνιγμού με τους φωτισμούς της Αθηνάς Μπανάβα να κεντράρουν ή να χαμηλώνουν επιδέξια σε στιγμές κορύφωσης δίνοντας στο κοινό την αίσθηση ότι βρίσκεται μαρτυρας σε μία πραγματική εγκληματική πράξη. Η κίνηση που προτείνει η Σοφία Παπανικάνδρου εμπλουτίζει την παράσταση σε ένταση, αλλά και με στιγμές παύσης, όταν χρειάζεται, χωρίς να φλυαρεί, με εξαίρεση, ίσως, τις μιμητικές κινήσεις πριν την σκηνή του τρίτου πνιγμού.

 Η ερμηνεία σε παρασέρνει με την Έφη Σταμούλη να επιβεβαιώνει και πάλι τη δυναμική της ως ηθοποιό στην ενσάρκωση μιας απαιτητικής μορφής, στο πρόσωπο της οποίας συγκεντρώνεται με τη μέγιστη ηθογραφική λεπτομέρεια τόσο η βασανισμένη απλή γυναίκα, όσο και η απόλυτα ψυχογραφημένη προσωπικότητα ενός ανθρώπου που προσπαθεί να ξεφύγει από τη μοίρα του και τελικά, δένεται με τραγικό τρόπο μαζί της. Η βαρύτητα, βέβαια, για την επιτυχία του τελικού αποτελέσματος μοιράζεται εξίσου στις υπόλοιπες ηθοποιούς με την Αρετή Πολυμενίδη να ξεχωρίζει στο νανούρισμα Σήκω Μάνα και την στιγμή που καταπίνει, σε μια απίστευτα νευρική κλίση του σώματος, ένα ολόκληρο μπουκάλι με νερό ως αναπαράσταση του πνιγμού της Ξενούλας. Εξάλλου, το υγρό  στοιχείο, το οποίο υπογραμμίζεται διαρκώς μέσα στο κείμενο ως προσήμανση και του τελικού θανάτου, αξιοποιείται ευρηματικά από τον σκηνοθέτη σε διάφορα σημεία της παράστασης. Αυτή η αρχέγονη πηγή ζωής που, από το υγρό του αμνιακού σάκου οδηγεί στις τελευταίες σταγόνες ιδρώτα, φαίνεται να συνδέει το νήμα ανάμεσα στην ζωή και στο θάνατο μέσα στα όρια των οποίων ενεργεί-σαν να αισθάνεται ότι υποκινείται από κάποια θεία βούληση-η ηρωίδα.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι μουσικές επιλογές, εκτός από τα δύο απόλυτα εναρμονισμένα νανουρίσματα που τραγουδιούνται acapella, ίσως να ξενίζουν το θεατή, ο οποίος μέσα στον ήχο του σκιαθίτικου ιδιώματος ξαφνικά ακούει να παρεμβάλλονται, κάπως απρόσμενα και εκ πρώτης παράταιρα, αγγλικοί στίχοι της Patty Smith, του Bob Dylan και του Leonard Coen. Πρόκειται για μία ανάγνωση, η οποία φωτίζει, βέβαια, μία άλλη πλευρά του έργου συμβάλλοντας στον παραλληλισμό του με ένα ιρλανδικό παραμύθι ή με ένα Märchen μέσα στο γοτθικό περιβάλλον που αποπνέουν οι φωτισμοί και το σκηνικό. Έτσι, «στο ήμισυ του δρόμου» αυτοί οι κόσμοι σαν να συναντιούνται, όπως τα όνειρα της κόρης της Φραγκογιαννούς και της ίδιας με την πραγματικότητα, καθιστώντας το έργο του Παπαδιαμάντη πολυπρισματικό και διαχρονικό. Ο συγγραφέας δεν καταγράφει απλώς τα ήθη και τους ανθρώπους της εποχής του, αλλά κάνει μία κατάδυση στην ψυχή τους και μας φέρνει μπροστά στο ανεξήγητο ‘’ψήλωμα του νου’’ μιας εμβληματικής φιγούρας, την ιστορία της οποίας με ευαισθησία και προκαλώντας την συγκίνηση αποδίδει η συγκεκριμένη παράσταση!