Κριτική: «Η παρεξήγηση» σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά / Ο αργός ρυθμός και η γιγάντια κατσαρίδα της «Μεταμόρφωσης»

Κριτική για την παράσταση «Η παρεξήγηση» του Αλμπέρ Καμύ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, που παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν.

Το τρίπρακτο θεατρικό έργο του Αλμπέρ Καμύ, «Η παρεξήγηση», δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Πρόκειται για ένα βαθιά φιλοσοφικό κείμενο, που μιλάει, μεταξύ άλλων, για το αδιέξοδο των ανεκπλήρωτων επιθυμιών, την πλαστότητα της ανθρώπινης επικοινωνίας, τη συναισθηματική απονέκρωση, την υπαρξιακή μοναξιά, τον εξοστρακισμό τού ατόμου σε ένα αφιλόξενο κόσμο, τον παραλογισμό τής βίας και το αμετάκλητο του θανάτου.

Ένα έργο, με στοιχεία «φιλμ νουάρ», ψυχολογικού δράματος καταστάσεων, θρίλερ και αρχαίας τραγωδίας· ένα έργο, που «παίζει» ευφάνταστα με τα ίδια του τα όρια, παραμένοντας σε κάθε του πτυχή, μπολιασμένο με σκληρότητα, κυνισμό και απελπισία. Ένα έργο που έχει ακόμη πολλά να πει, 70 χρόνια μετά τη δημιουργία του, σε μια εποχή όπου οι δυνατότητες επικοινωνίας είναι περισσότερες, αλλά η ουσιαστική επικοινωνία σπανίζει και η μοναξιά των ανθρώπων μεγεθύνεται και βαθαίνει. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ιστορία είναι, σχεδόν, απλοϊκή και προβλέψιμη, αλλά, οι φιλοσοφικές προεκτάσεις, που τις προσδίδει ο Καμύ, την καθιστούν καθηλωτική. Ο ήρωας (ο Γιαν) επιστρέφει στη γενέτειρά του, για να επανασυνδεθεί με την οικογένειά του (ύστερα από είκοσι χρόνια), και να βοηθήσει τη μητέρα και την αδερφή του να ευτυχίσουν· μόνο που, τελικά, θα πεθάνει σαν «ξένος» στο ίδιο του το σπίτι, δολοφονημένος από την ίδια τη μητέρα και την αδελφή του, οι οποίες αδυνατούν να τον αναγνωρίζουν (καθώς, σκόπιμα, δεν θα τους αποκαλύψει την ταυτότητά του). 

Ο σκηνοθέτης, Γιάννης Χουβαρδάς, και η σκηνογράφος, Εύα Μανιδάκη, αξιοποίησαν δημιουργικά όλο τον θεατρικό χώρο (της σκηνής, αλλά και του παταριού που την περιβάλει), διαμόρφωσαν ένα αισθητικά άψογο ντεκόρ (λουσμένο από μελαγχολία, από τον εκπληκτικό φωτισμό της Χριστίνας Θανάσουλα) και χρησιμοποίησαν πληθώρα εφευρετικών στοιχείων (π.χ. η ζωντανή μουσική, η τεράστια κατσαρίδα, το δωμάτιο «κλουβί» όπου διανυκτέρευσε ο Γιαν  κλπ), τα οποία, εάν είχαν εναρμονιστεί, θα απογείωναν την παράσταση. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η αλληλουχία των σκηνών, γεφυρώνεται από τους ήχους τής μουσικής του Blaine L. Reininger, ζωντανά επί σκηνής, ο οποίος είναι μουσικά απολαυστικός (παρόλο που η χρήση του μπορεί να φτάνει στην υπερβολή, δίνοντας ενίοτε την εντύπωση πως παρακολουθείς μουσική συναυλία), αλλά, ως φυσική παρουσία επί σκηνής -όταν δεν δρα ως μουσικός-, η κίνησή του μοιάζει ασυγχρόνιστη με το ύφος τού έργου. 

Παρά το βαρύ νοηματικό φορτίο τού έργου, η παράσταση δεν προκαλεί τη συναισθηματική συμμετοχή τού θεατή, καθώς, η σκηνοθετική προσέγγιση επέλεξε μια υποκριτική κινησιολογία και ερμηνευτική γλώσσα απόλυτης αποστασιοποίησης (κάτι, που επιχειρεί, ανεπιτυχώς, να αναιρέσει στην τρίτη πράξη -στην κορύφωση του δράματος-, με την επίταση της ερμηνευτικής εκφραστικότητας και τη χορευτική κινησιολογία).

Ο εσωτερικός παλμός, οι κλυδωνισμοί και οι μεταπτώσεις των προσώπων τού δράματος, παραμένουν, μέχρι και τη δεύτερη πράξη, άφατα· ενώ, στην τρίτη πράξη, τη στιγμή τής κορύφωσης, όπου πραγματοποιείται το ξέσπασμα της κόρης (αδερφής τού Γιαν) και η «συγκλονιστική» κατάρρευση της μητέρας, η συναισθηματική ένταση πηγάζει απροετοίμαστη, μέσα από ερμηνευτικά «δοχεία», που έχουν καταστεί ακατάλληλα να τη συγκρατήσουν και να τη μεταδώσουν.

Στο σκηνικό σύμπαν τής παράστασης, ο χρόνος μοιάζει να κυλάει βασανιστικά αργά και η εξέλιξη της πλοκής να είναι βραδυκίνητη, όπως η αργόσυρτη κίνηση των ηθοποιών μέσα στο (υπερβολικά…) ομιχλώδες περιβάλλον τους, για να μεταδώσει την αίσθηση του εγκλωβισμού και της καθήλωσης, που βιώνουν τα πρόσωπα του έργου, και να πλάσει μια ατμόσφαιρα υπνωτική· η οποία, όμως, σε συνδυασμό με τις αποστασιοποιημένες ερμηνείες, τελικά, υποχρεώνει το δράμα να εξελίσσεται άτονα και κουραστικά.

Επιπλέον, η εισαγωγή πλειάδας εξωγενών στοιχείων, προοριζόμενων να διευρύνουν τη θεατρική εμπειρία, εν τέλει, καθιστά τα ετερόκλητα υλικά τού έργου ανίκανα να συνταιριαστούν και να επικοινωνήσουν (σε ένα έργο, που, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, πως η βασική του θεματική είναι η αδυναμία τής επικοινωνίας), καθιστώντας το σύνολο, να μοιάζει εμβολιασμένο με περιττά στοιχεία, τα οποία υπονομεύουν τη δυνατότητά του, να επικοινωνήσει τα νοήματά του.

Η παντελής έλλειψη έντασης και οι απαθείς ερμηνείες (ειδικά του Αναστάσιου Ροϊλού και της Φλομαρίας Παπαδάκη), ο αργός ρυθμός, που κάνει το έργο να φαντάζει μεγάλο σε διάρκεια (ή να δίνει την εντύπωση πως «κάνει κοιλιά» από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό), η γιγάντια κατσαρίδα (ως ανούσια και αχρείαστη αναφορά στη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα), με την οποία ερωτοτροπούν αμήχανα (στα όρια του γελοίου) η μητέρα (Μαριάννα Κάλμπαρη) και η κόρη (Πηνελόπη Τσιλίκα), η υπερβολική χρήση τής μουσικής και τα περφόμανς στοιχεία (που, υποτίθεται, θα εμπλούτιζαν τη σκηνική εμπειρία), τελικά, μεταμόρφωσαν την «Παρεξήγηση» του Α. Καμύ, με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαντάζει …παρεξηγημένη (με την έννοια της εσφαλμένης απόδοσης, που οδηγεί σε παρερμηνεία και παρανόηση).

Info: Τετάρτη 19:00, Πέμπτη

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.