Κριτική: «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα / Ο ρεαλισμός σε νέα δεδομένα

Κριτική για τη θεατρική παράσταση «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα

Εθνικό Θέατρο και Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» συμπράττουν με αφορμή το έτος Ιάκωβου Καμπανέλλη και ανεβάζουν στη σκηνή το εμβληματικό έργο «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Ο Γιάννος Περλέγκας σκηνοθετεί την παράσταση και επιχειρεί να υπερβεί την πρώτη κινηματογραφική εντύπωση του 1955, σε πρωταγωνιστικούς ρόλους τής Μελίνας Μερκούρη και του Γιώργου Φούντα (σκηνοθεσία και σενάριο Μιχάλη Κακογιάννη).

Αυτή η επιδίωξη σε πρώτο επίπεδο μοιάζει να κερδίζεται, δεδομένης τής θεατρικής μεταφοράς τού έργου, τής χωρικής και χρονικής διάστασης, αλλά και της αισθητικής αντίληψης του σκηνοθέτη.

Η τεχνολογία, με τις φωτογραφίες στην έναρξη της παράστασης, από το σημείο στο οποίο ο Γιώργος Φούντας επιχειρεί να επιβεβαιώσει την κτητική αντίληψη της ανδροκρατούμενης κοινωνίας έναντι της γυναίκας τής εποχής, τα βίντεο και τα σκηνογραφικά στοιχεία στο σύνολό τους επιχειρούν να υπενθυμίσουν τα διακριτά αισθητικά γνωρίσματα του παρελθόντος χρόνου, ενισχύοντας την πρόθεση του σκηνοθέτη για περισσότερο ρεαλισμό τού παρόντος.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο ρεαλισμός των κοινωνικών αποδοχών της δεκαετίες τού ’50 και αυτός των σημερινών προσλήψεων προφανώς δεν ταυτίζονται, ωστόσο εφάπτονται στα πρόσωπα και τους ρόλους επί σκηνής, ίσως με μία δόση ειρωνικής απομάγευσης του χρόνου. Εάν ο ρεαλισμός απαιτεί ταύτιση του κοινωνικού υποβάθρου με τις υλικές μορφές έκφρασης των χαρακτήρων, στη συγκεκριμένη σκηνοθεσία αυτή ακριβώς η σχέση εγκαταλείπεται. Εγκαταλείπεται, όχι με σκοπό να υπονομεύσει την πραγματολογική ανταπόκριση των γεγονότων, αλλά για να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις τής ρεαλιστικής αντιστοιχίας στο εκάστοτε «σήμερα».

Ο δημόσιος χώρος τής πλοκής αποτελείται από ατομικότητες σχεδιασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε από τη μία πλευρά αναδεικνύουν την πρωταγωνίστρια της ιστορίας Στέλλα (τον ρόλο υποδύεται η Εύη Σαουλίδου) και από την άλλη πλευρά μοιάζουν ολοένα να συμπληρώνουν την τοιχογραφία χαρακτήρων και πολλαπλοτήτων της κοινωνικής δομής. Δεν είναι απλά ρόλοι επί σκηνής, αντιγραφή του θεατρικού κειμένου και της κινηματογραφικής του μεταφοράς, αλλά εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο ο/η σημερινός/ή θεατής είναι σε θέση να κατανοήσει το υπόβαθρο κάθε στάσης και θέσης των αντίστοιχων ρόλων και ερμηνειών. Η Μαρία, η ιδιοκτήτρια της ταβέρνας (στον ρόλο η Σοφία Κόκκαλη), η Αννέτα, αντίζηλος της Στέλλας, επίσης τραγουδίστρια (την υποδύεται η Κατερίνα Λυπηρίδου) και το σύνολο των ηθοποιών που συμμετέχουν επί σκηνής, μορφοποιώντας την αθέατη όψη τής κοινής γνώμης, σμιλεύουν την πολλαπλότητα των συλλογικών παραγόντων που συνθέτουν την εξωτερική όψη της εμπειρίας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Προφανώς και η σκηνοθεσία επικέντρωσε το ενδιαφέρον της στην πρωταγωνίστρια του έργου, Στέλλα, στον οποίο η Εύη Σαουλίδου ανταποκρίθηκε με υποδειγματική μαεστρία. Το βασικό θεμέλιο τής σκοπιμότητας του Ιάκωβου Καμπανέλλη γύρω από το εν λόγω πρόσωπο ήταν η επιθυμία όπως ανατρέψει τη συμβατική εικόνα τής γυναίκας, με την πατριαρχική υποταγή στην ιδεολογική αφετηρία τού κυρίαρχου αφηγήματος της εποχής, τοποθετώντας στη θέση της μία προσωπικότητα ανεξάρτητη, με ηθική διαποτισμένη από τη βούληση για ζωή και ελευθερία. Πετυχαίνει να απομακρυνθεί από την ταύτιση με την καθηλωτική ερμηνεία τής Μελίνας Μερκούρη, υποχωρώντας ως προς την απόλυτη ρεαλιστική αντήχηση των υπολοίπων ρόλων, οδηγώντας την παράσταση στην αυτονόμηση της ίδιας τής Στέλλας. Επρόκειτο τεχνικά για σκέψη και οπτική εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και σημασιολογικά ιδιαίτερα προσεγμένες.

Η συλλογική ταυτότητα της εποχής δίδεται άμεσα, σχεδόν ταυτόχρονα με όλα όσα μαρτυρούμενα της δεκαετίας τού ’50 (το μετεμφυλιακό κράτος συγκροτεί την ηθική του υπόσταση στη βάση τής δογματικής αναπαράστασης και κατασκευής κοινωνικών αποστάσεων από το κέντρο τής οικονομικής, πολιτικής, πολιτιστικής ζωής) παραμένουν επίκαιρα στην σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά και λαμβάνοντας αποστάσεις από όλα όσα έχουν μεταβληθεί στο πέρασμα του χρόνου και αφορούν τις ανθρώπινες σχέσεις και τις κοινωνικές αποκρίσεις. Ίσως η μεθοδολογία αξιοποίησης των χαρακτήρων εκ μέρους τού σκηνοθέτη δεν επιτρέπει να κατανοήσει το κοινό τις υποβόσκουσες αντιφάσεις που το κυρίαρχο σύστημα αξιών αντιμετώπιζε και που επέβαλε με τρόπο άμεσο και δεικτικό στις κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις. Ακόμη και η ανδρική παρουσία, με την σχέση εξουσιαστικής αποδοχής και υιοθέτησης τρόπου ζωής, δίδεται συμπληρωματικά και σίγουρα όχι βασισμένη στην κοινωνική παθογένεια τής περιόδου εξιστόρησης των διαδραματιζόμενων γεγονότων.

Ωστόσο, όσον αφορά τη σκηνική οπτική σαφώς ο Γιάννος Περλέγκας κερδίζει το προσωπικό στοίχημα τής νέας ερμηνείας μέσα από τη μουσική προσθήκη (επί σκηνής ο Στράτος Γκρίντζαλης) και τις φιλμογραφικές αναπαραστάσεις των ηρώων, τις φωτιστικές επιλογές (Τάσος Παλαιορούτας) και τις ενδυματολογικές στοχεύσεις (Λουκία Χουλιάρα), και συνολικά μέσα από την διαπίστωση και καταγραφή των ορίων τού έργου σε παρόντα χρόνο.

Χαρακτηριστικά, η Ανθή Ευστρατιάδου, υπερτερεί στην ψυχογραφική καταγραφή των δεδομένων, σε μία προδιαγεγραμμένη συμμετοχή αντιστοιχίας με τον ρόλο της και τις ανάγκες αυτού. Η Κατερίνα Λυπηρίδου, σε ένα εκ των προτέρων πολύπλοκο δομικά έργο, ανταποκρίθηκε με υψηλό επίπεδο ενσυναίσθησης, με τον Μιχάλη Τιτόπουλο να ξεδιπλώνει ένα ατόφιο ταλέντο με υποκριτική δυναμική (αρκεί να βελτιωθεί το ζήτημα της άρθρωσης και τότε θα απογειώσει τους ρόλους τους οποίους ερμηνεύει), ενώ από κοντά και οι Γιάννος Περλέγκας, Θοδωρής Σκυφτούλης και Γιάννης Παπαδόπουλος λειτουργούσαν περισσότερο συμπληρωματικά στο σύνολο του έργου.

Συνολικά, επρόκειτο για μία παράσταση σαφώς οριοθετημένη στις προεκτάσεις του έργου τού Ιάκωβου Καμπανέλλη, με σκηνοθετική άποψη η οποία προτίμησε να απογυμνώσει την χωροχρονική διάσταση από τα πεπραγμένα τής αυθεντικής εμπειρίας του παρελθόντος χρόνου, προκειμένου να την εντάξει στα σύγχρονα δεδομένα τού παρόντος χρόνου και της αισθητικής απεικόνισης. Ανάμεσα στον ρεαλισμό και την μεταμόρφωσή του στις απαιτήσεις τής σημερινής πραγματικότητας, το τελικό συμπέρασμα είναι η επικράτηση της δεύτερης, υπερθεματίζοντας τη δυναμική παρουσία τής Εύης Σαουλίδου (Στέλλα), ενώ και τα θεματικά νοήματα του συγγραφέα και της εποχής, αναδεικνύονται σκηνοθετικά με τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται τα πρόσωπα επί σκηνής.