Κριτική: «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη

Κριτική για την παράσταση «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», του Χρόνη Μίσσιου, σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη με τους Ιωσήφ Ιωσηφίδη, Κωνσταντίνο Πασσά, Δημήτρη Μαμιό και Γιάννη Μάνθο.

Η δραματοποιημένη μεταφορά τού αυτοβιογραφικού έργου τού Χρόνη Μίσσιου «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», υπερβαίνει το ίδιο το έργο και το βιογραφικό του υπόστρωμα. Και δεν υπερβάλω. Με την έννοια της υπέρβασης αναφέρομαι στην αμεσότητα με την οποία οι συντελεστές τής παράστασης, όχι μόνο προσέδωσαν μορφή και βάθος σε μία ιστορία δύο δεκαετιών βασανιστηρίων, φυλακίσεων και διώξεων, αλλά προσδίδοντας εικόνα στα εμφύλια πάθη και τις κοινωνικές ταυτότητες του μετεμφυλιακού κράτους τής Ελλάδος. Από τη μία πλευρά, το «κόμμα», με την ορθόδοξη τήρηση της γραμμής, και από την άλλη, η ολοκληρωτική υπονόμευση της ανθρώπινης αξίας από μία οικονομική και πολιτική πραγματικότητα ενσωματωμένη στον ιδεολογικό άξονα του αντι-κομμουνισμού και της εθνικής εμπέδωσης των πολιτών του.

Ο αυτοβιογραφούμενος Χρόνης Μίσσιος απευθύνεται στον σύντροφο που το νήμα τής ζωής κόπηκε νωρίς, μένοντας εμποτισμένος από την ιδέα ενός μέλλοντος ελεύθερου, δίκαιου και ισότιμου, δίχως να προλάβει να δει τις συνέπειες της ήττας και της ιδεολογικής υποχώρησης. Μέσα από το εν λόγω έργο, αλλά και σειρά άλλων κειμένων του, ο συγγραφέας αρνήθηκε σθεναρά την αφομοίωσή του σε ένα αστικό σύστημα τεχνητών αξιών, ενώ δεν παρέλειψε να αμφισβητήσει τα ιδεολογικά αδιέξοδα του κομμουνιστικού στρατοπέδου, υψώνοντας ανάστημα σε εποχές κατά τις οποίες η αποκάλυψη τής αλήθειας στιγματίζονταν και απομονώνονταν από τον πολιτικό και κοινωνικό περίγυρο. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αξίζει να σταθούμε στον Ιωσήφ Ιωσηφίδη, ο οποίος ερμηνεύει τον Χρόνη Μίσσιο. Όσο δύσκολο κι αν είναι να προσωποποιήσεις μία κατάσταση πραγμάτων, άλλο τόσο δύσκολο και επικίνδυνο είναι να προσωποποιήσεις τα γεγονότα μίας βιογραφίας. Και το ρίσκο μίας αντίστοιχης επιλογής, δικαιώνει τον πρωταγωνιστή. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης αναγκάζει τον θεατή να λάβει αποστάσεις από το πρόσωπο του βιβλίου, από τον ίδιο τον συγγραφέα. Τον αναγκάζει να στρέψει το βλέμμα του στο «εδώ και τώρα», σαν να συμβαίνουν οι εξελίξεις στο άμεσο παρόν, σαν να διαδραματίζονται τα γεγονότα εντός του θεατρικού χρόνου, προσπερνώντας με μαεστρία τον αντικειμενικό χρόνο.

Δίχως να υπερκαλύπτει τους υπόλοιπους συντελεστές, ίσα ίσα ο χώρος που διαμορφώνεται μεταξύ τους, επιτρέπει την ανάδειξη των ιδιαίτερων γνωρισμάτων τους (Κωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης Μαμιός, Γιάννης Μάνθος), ο ίδιος είναι καθηλωτικός στις συναισθηματικές μεταβολές κάθε που ο χρόνος τής ζωής του ανεβαίνει επίπεδα και από τα εφηβικά χρόνια μεταβαίνει στην ενηλικίωση, γεμάτος από εικόνες και εμπειρικά βιώματα καθολικής αναγνώρισης. 

Ένα τραπέζι αποτελεί το πεδίο αναφοράς τής μνήμης, γύρω από το οποίο ρόλοι εναλλάσσονται και θεματικές αποκαλύψεις έρχονται στο προσκήνιο. Κάθε σκηνή αναγνωρίζει νέες συμβάσεις με νέες σχέσεις εξουσίας. Ο βασανιστής μετατρέπεται σε θύμα και αντίστροφα, ο μέχρι πρόσφατα κατατρεγμένος γίνεται διοικητής κ.α. Ανάμεσα στις σκηνές διακρίνεται εκείνη κατά την οποία οι τρεις συμπρωταγωνιστές με τη φωνή τους γεννάν τους γυναικείους χαρακτήρες που σημάδεψαν τη ζωή τού συγγραφέα, τόσο η μάνα, όσο και η «Καραμανλού» Αφροδίτη. Όλα περιστρέφονται γύρω από πρόσωπα και στιγμές μία αδελφοκτόνας διαμάχης, στην οποία τα προϊόντα τής φύσης και του ανθρώπινου κόπου (βλ. ψωμί, κρασί κτλ), μετασχηματίζονται σε όπλα απανθρωποίησης. Είναι το μέσο για την αποδόμηση της ανθρώπινης αξίας προκαλώντας πόνο και άρνηση.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Δύο σκηνές ακόμη θεωρώ καθοριστικές για το σύνολο της παράστασης. Αφενός, η κοπή τού μήλου, ο τρόπος τής οποίας αγγίζει βαθύτερες ψυχικές διεργασίες, μοιάζει βγαλμένη από το ρεύμα τού συμβολισμού, με έντονες τις αντιστοιχίες στην κοινωνική και ατομική περιχαράκωση. Αφετέρου, η επικείμενη εκτέλεση που οδηγεί τους μελλοθανάτους σε συμπόσιο με Τσιτσάνη και όχι με επαναστατικές μελωδίες, υπογραμμίζει την ανάγκη τού ανθρώπου να βιώσει την αγάπη, τη στοργή, τη χαρά και την ξεγνοιασιά πέραν των κομματικών νορμών και κατευθύνσεων. 

Όλα στο έργο, κάθε κίνηση (αξίζουν συγχαρητήρια στη Μαργαρίτα Τρίκκα για την καθοδήγηση και την κινησιολογική προσαρμογή στις απαιτήσεις τού έργου), κάθε υλικό αντικείμενο, κάθε σωματική θέση, είναι μεθοδολογικά ενταγμένα σε ένα πλαίσιο μοναδικής αισθητικής παρουσίας.

Η σκηνοθετική άποψη της  Σοφίας Καραγιάννη, η οποία μεταπλάθει τον λόγο τού Χρόνη Μίσσιου για να διαμορφώσει τους όρους ενός άψογου, από κάθε άποψη, σκηνοθετικού αποτελέσματος, έχει ταυτιστεί με το περιεχόμενο του έργου και τον συγγραφέα του, ταύτιση η οποία οδήγησε σε επιμέλεια των λεπτομερειών και των κατάλληλων επιλογών για τη μεταμόρφωση του βιώματος σε θεατρικό χαρακτήρα, σε ρυθμό ακατάληπτο και επαναλαμβανόμενα ισορροπημένο στις εξάρσεις του.