Κριτική: «Πέρσες» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά

Οι Πέρσες θεωρούνται η παλαιότερη σωζόμενη τραγωδία και το σπουδαιότερο αντιπολεμικό έργο του Αισχύλου. Επίσης είναι το πρώτο δράμα που αντλεί τη θεματολογία του από ιστορικά γεγονότα καθώς πραγματεύεται την οδύνη διαμέσου του θρήνου των ηττημένων Περσών όταν πληροφορούνται για τη συντριπτική ήττα τους στη Σαλαμίνα. Μέσω του έργου ο τραγωδός με τρόπο ευφυή  και ευρηματικό προειδοποιεί τους Αθηναίους για τον κίνδυνο που ελλοχεύει να εκτροχιαστούν από την υπεροψία της δύναμης που έφερε η νίκη επί των Περσών και ο σχηματισμός της πανίσχυρης «Αθηναϊκής Συμμαχίας». 

Ο Δημήτρης Καραντζάς δεν ενδιαφέρθηκε μόνο να διεισδύσει στο έργο αλλά να το προσαρμόσει και να το καταστήσει λειτουργικό μέσα στο δικό του κοινωνικό χώρο. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας της τέχνης του σκηνοθετείν του είχε πρωτοτυπία, ουσία και αισθητική. Έχοντας στην κατοχή του τη μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά και εμπλουτίζοντας το πρωτότυπο κείμενο με ένα Ιρανικό ποίημα στην πάροδο και με εύστοχους στίχους ποιημάτων,  των Κωνσταντίνου Καβάφη, Γιώργου Σεφέρη, Γιάννη Ρίτσου, Πέρσι Σέλεϊ, Τόμας Έλιοτ, Ζωής Καρέλλη, Σταύρου Βαβούρη κ.ά  μετασχημάτισε τον Αισχύλειο λόγο αφενός σε μια  εναργή παράσταση με δραστικό λόγο κατά της αυταρχικής, τυραννικής εξουσίας και αφετέρου σε μια «γέφυρα» ανάμεσα στη σκηνή και τη πλατεία. 

Τα φώτα του Δημήτρη Κασιμάτη, βρίσκονταν στραμμένα σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του έργου στις κερκίδες, εκτός από την επίκληση του Δαρείου, εντείνοντας ακριβώς αυτήν την επιλογή του σκηνοθέτη να μιλήσει για τον λαό, δια μέσου αυτού. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποίησε ένα σύνολο σαράντα ερασιτεχνών που βρίσκόταν στα όρια της εξέγερσης, οι οποίοι έφευγαν από την ορχήστρα εκούσια σε διάφορες κατευθύνσεις,- σκηνοθετικό εγχείρημα όμως το οποίο κατέστησε την παράσταση έναν προκαρυωτικό οργανισμό με διασπασμένη δομή.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μεταξύ του ενσαρκωμένου λόγου και της σκηνικής αναπαράστασης η σύλληψη και η υλοποίηση της γενικής αισθητικής γραμμής είχε επιρροές από τη μεταπολίτευση, τη λεγόμενη Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία – η οποία εν τέλει δεν συντελέστηκε ποτέ, όπως οι ασυρματικοί ήχοι, η ηλεκτρονική ηχώ, τα λιτά και καθημερινά ρούχα του θιάσου (Ιωάννα Τσάμη) που παρέπεμπαν στην δεκαετία του ΄70, στοιχεία που αποτέλεσαν μια σύγχρονη θεατρική πρόσληψη με μερικές εξαίρετες σκηνές, που υποστηρίχτηκαν από τον πεπειραμένο θίασο.

Ο σκηνικός χώρος ήταν ευρύς και ελεύθερος, απαλλαγμένος από διλλήματα χωρητικότητας, λόγω της διεσταλμένης δράσης που εκτείνονταν από την σκηνή μέχρι τις κερκίδες, με αποτέλεσμα να συντελεστεί ένας τόπος συγκέντρωσης και παροδικής κοινότητας μεταξύ ηθοποιών και θεατών και η παράσταση «έφτασε» στους πιο απομακρυσμένους θεατές. Στη σκηνή του Θεάτρου Δάσους δέσποζε ένας δίσκος καρφωμένος στη γη (Κλειώ Μπομπότη) ο οποίος ανέδειξε και υπογράμμισε ως επί το πλείστον τη γεμάτη σφοδρότητα ροή της δράσης.

Στην φορτισμένη σκηνική ατμόσφαιρα η Ρένα Πιτακκή ήταν εξαιρετική στον ρόλο της  Άτοσσας, η οποία εξιστορεί τον εφιάλτη της και προοικονομεί τρόπο τινά τις εξελίξεις του έργου. Ο Χρήστος Λούλης με φωνή που κατακερματίζεται από τον πόνο ερμήνευσε τον ρόλο του Αγγελιαφόρου με μέτρο και χωρίς υπερβολές. Αξιοσημείωτη είναι εδώ η αντικατάσταση του στίχου Ιτε παίδες Ελλήνων, με την οικουμενική και επαγωγική φράση εμπρός γενναίοι στη μάχη να ορμήσουν, η οποία αναφέρεται ευρέως στην έννοια της ήττας ενός οποιουδήποτε λαού.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στην περίπτωση του Γιώργου Γάλλου ως Δαρείου ακολουθείται μια προσέγγιση ανάλογη αυτών των θεοφανειών στις τραγωδίες, καθώς η φωνή του προηγείται της εικόνας. Εμφανίζεται πίσω από την ορχήστρα -γεγονός που δυσκόλεψε τους θεατές να τον διακρίνουν- γυρισμένο πλάτη σε ηθοποιούς και κοινό. Γαλήνιος, πράος και ατάραχος αποκαθιστά την ισορροπία και την τάξη των πραγμάτων, προβλέποντας το μέλλον. Αναλόγως προβληματική ήταν και η εμφάνιση του Ξέρξη, υποδυόμενου από τον Μιχάλης Οικονόμου – μέχρι να κατεβεί στη σκηνή. Ο ηθοποιός υπηρέτησε με συνέπεια τον Ξέρξη, ο οποίος κάνει την εμφάνισή του με το ατσαλάκωτο κουστούμι της εξουσίας του.

Δεν απουσίασαν όμως και κάποιες φωνητικές και ηχητικές αρρυθμίες από την παράσταση. Η ηχητική σύνθεση του Γιώργου Πούλιου που στηρίχτηκε στους  διαπεραστικούς και οξείς ήχους, οι οποίοι ενώνονταν με τις ανθρώπινες φωνές, όπως και το φάλτσο παίξιμο του πνευστού που κρατούσε ένας από τους σαράντα ερασιτέχνες, ναι μεν ενίσχυσαν την ένταση και τα συναισθήματα του έργου, όμως κατά στιγμές προκαλούσαν ένα διεγερτικό παραλήρημα, μια απρόκλητη και αναιτιολόγητη αναταραχή και αποσυντόνιζαν τη θέαση.  

Εν κατακλείδι, οι σκηνοθετικές ενδείξεις των Περσών ανέδειξαν τον καίριο προβληματισμό που αφορά τη σχέση εξουσίας και λαού και αποτέλεσαν ένα κίνητρο αφύπνισης και ενεργοποίησης. Ήταν μια παράσταση που βασίστηκε στην ένταση του συναισθήματος, στις καλές βασικές ερμηνείες και στις ενδιαφέρουσες εικαστικά σκηνές. 

Οι «Πέρσες» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, στο Ηρώδειο

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.