Κριτική: «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» – Ένα αυτοβιογραφικό κράμα τρυφερότητας και πολιτικής αγανάκτησης σε σκηνοθεσία Thomas Ostermeir

Η αυλαία των 57ων Δημητρίων άνοιξε με την παράσταση Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου (Qui a tué mon père), βασισμένη στην ομότιτλη αυτοβιογραφική νουβέλα του Εντουάρ Λουί (Edouard Louis), σε σκηνοθεσία Τόμας Οστερμάιερ (Thomas Ostermeir), με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον συγγραφέα.

Πρόκειται για ένα έργο το οποίο μέσα από το ατομικό βίωμα καταλήγει στο συλλογικό συμπέρασμα πως η πρόοδος και η αγαστή συνεργασία μεταξύ των πολιτών επιτυγχάνεται μέσω της αναγκαιότητας των δίκαιων νόμων που θα παρέχουν ασφάλεια και θα καταπολεμούν την αναξιοκρατία και την αδικία.

Τόμας Οστερμάιερ

Το σκηνικό ύφος ήταν ευρύ και περιεκτικό που (Σεμπάστιαν Ντεπουέ & Μαρί Σάντσεζοι) μετέφεραν τη δραματική δράση και στους πιο απομακρυσμένους θεατές, οποίοι εντασσόμενοι ψυχικά στα δρώμενα έγιναν αποδέκτες και ακροατές μιας αίσθησης ζωής που προερχόταν από τη σκηνή. Στην παραπάνω συνθήκη συνέβαλλε και το videowall με τις «κυκλοθυμικές» προβολές, είτε με θέα το ταμπλό ενός αυτοκινήτου σε ομιχλώδεις αυτοκινητόδρομους, είτε φωτογραφίες της γενέτειρας του Λούις, του Χαλενκούρ. Συντελέστηκε εν ολίγοις ένας διαδραστικός μονόλογος,  αφού η δράση της αφήγησης μετατοπιζόταν στους θεατές, οι οποίοι ακολουθούσαν τη ροή της στο εικαστικό πλαίσιο της παράστασης. Το λιτό σκηνικό (Νίνα Βέτζελ) αναπαριστούσε το σαλόνι του Λουί αποτελούμενο από έναν καναπέ και ένα γραφείο, μέσα στο οποίο ο ίδιος εξερευνά τις προσωπικές αντιφάσεις -μήνις και τρυφερότητας- ενός πληγωμένου ανθρώπου. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η συνολική αφήγησή του περιλάμβανε μια σειρά ημιαυτόνομων αφηγηματικών καταστάσεων που κράτησαν αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού και προκαλούσε την προσδοκία μιας περαιτέρω αλλαγής ως το τέλος του έργου. Η σκηνοθετική αντίληψη της παράστασης αποτύπωσε την εικόνα μιας μελοδραματικής και εξωστρεφούς ρητορείας των επεισοδίων, που διαδεχόταν το ένα το άλλο. Στο πρώτο μέρος αυτού ο Λουί σύστησε τον χωροχρόνο της δράσης, τους ήρωες της οικογένειας του, τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν αλλά και τι έχει προηγηθεί. Το περιεχόμενο γίνεται ολοένα και πιο ανατριχιαστικό καθώς προχωρά στη φθορά του πατέρα του και στον τρόπο με τον οποίο ο μισητός άντρας της παιδικής του ηλικίας έχει ραγίσει και μαλακώσει από τον πόνο. Με έναν απαράλλαχτο τόνο, γεμάτο σιωπές, ο Λουί αφηγείται άθλιες αναμνήσεις από τη νιότη του, συμπεριλαμβανομένου ενός περιστατικού όπου σκόπιμα προκαλεί καυγά ως τρόπο να τιμωρήσει τη μητέρα του επειδή αποκάλεσε την εμφανή παραξενιά του «αηδιαστική». Στη συνέχεια μέσω της «δέσης» -κύριο σώμα του έργου- περιέγραψε με οξύτητα την πολυπλοκότητα των σχέσεων αυτών με την ένταση να κορυφώνεται. 

Έχοντας δημιουργήσει αυτά τα δραματικά σκέλη σύνδεσης, ο Λουί στη «λύση»/ επίλογο με έναν κατευνασμό έντονου και πολιτικού στοιχείου κατονομάζει και ντροπιάζει εκείνους τους διαδοχικούς προέδρους και τις ιδεολογίες τους που έχουν αφαιρέσει την ελπίδα από τον πατέρα του και άφησαν την οικογένεια τόσο άγνωστη: τον Ζακ Σιράκ, που «κατέστρεψε τα έντερά σου» αποσύροντας την επιδότηση για φάρμακα για χρόνιες παθήσεις, τον  Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος κατέστρεψε την αυτοεκτίμηση του πατέρα του πρώτα με μια εκστρατεία ενάντια στους «les assistés» και ο οποίος στη συνέχεια τον «κίνησε» να επιστρέψει ως οδοκαθαριστής μετά την αναπηρία του τα οφέλη περικόπηκαν, τον Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος χαλάρωσε τις ρυθμίσεις για να επιτρέψει στους εργοδότες να παρατείνουν το ωράριο του πατέρα του· και τέλος ο Εμμανουέλ Μακρόν, ο οποίος μείωσε την επιδότηση στέγασης κατά πέντε ευρώ την εβδομάδα, ενώ μείωσε τους φόρους στους πλούσιους.

Το κείμενο ήταν διατυπωμένο σε απλή γλώσσα, άμεσα κατανοητή και πέτυχε την νοηματική και συγκινησιακή σχέση με την παράσταση ζωντανεύοντας τις εικόνες, τους ρυθμούς και την ατμόσφαιρα της σκηνικής ερμηνείας. Η έκταση και η απήχηση του κειμένου ενισχύθηκε και από την ερμηνεία του Λουί, ο οποίος επειδή  δεν είναι ηθοποιός, είχε περιορισμένα υποκριτικά «εργαλεία» με αποτέλεσμα ενίοτε να μην εισχωρεί τελείως στο συναίσθημα αλλά να υποχωρεί μερικώς από αυτό. Σε γενικές γραμμές όμως απέδωσε με πλαστικότητα και φυσική αμεσότητα τη σφοδρότητα της πλοκής με την -κυρίως στατική- αφήγησή του να εκτυλίσσεται μπροστά από ένα μικρόφωνο. Αν εξαιρεθούν τα σημεία της παράστασης όπου ο ρυθμός επιβραδυνόταν μέσω της υπερβολικής έκτασης κάποιων αφηγήσεων, ο συγγραφέας/ηθοποιός απέδωσε όλα βιωματικά σημεία που εστίαζαν στην ψυχοσύνθεση του από τη παιδική ηλικία έως την ενήλικη ζωή του με τον πιο απλό αλλά όχι απλοϊκό τρόπο προσδίδοντας κύρος στην παράσταση.  Η μουσική (Σίλβαν Ζακ) και οι φωτισμοί της παράστασης (Έρικ Σναϊντέρ) συμπλήρωσαν το αισθητικό τοπίο της ιστορίας. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Εν κατακλείδι η σκηνοθετική προσέγγιση του Thomas Ostermeir με πρωταρχικό υλικό το κείμενο του Εντουάρ Λουί στηρίχτηκε στον ρεαλισμό του ανθρώπινου στοιχείου και την επιρροή του από την ισχύουσα πολιτική- κοινωνική συνθήκη. Οι συνδέσεις μεταξύ του πολιτικού σώματος και του τραυματισμένου σώματος του πατέρα του είναι σημαντικές. Πρόκειται για ένα έργο το οποίο καταλήγει στο συμπέρασμα πως η πρόοδος και η αγαστή συνεργασία μεταξύ των πολιτών επιτυγχάνεται μέσω της αναγκαιότητας των δίκαιων νόμων που θα παρέχουν ασφάλεια και θα καταπολεμούν την αναξιοκρατία και την αδικία.  

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.