Κριτική / «Silence speaks» από την ομάδα HIPPO: Η απουσία του αντικειμένου της απώλειας

Κι έλεγα να διαβάσω λίγο Μadame Bovary… Κι έλεγα… Τα βλέφαρά μου κλείνουν… Με δυσκολία, ξαπλώνομαι στο κρεβάτι… Δάκρυα κυλάνε στα μάγουλά μου “Nαι”, ψιθυρίζω…
Μαργαρίτα Καραπάνου, Ναι.

Την performance σωματικού θεάτρου «Silence Speaks» σε κείμενο του Ινδού συγγραφέα Dhanedra Kawade και σε σκηνοθεσία της ομάδας ΗIPPO (Αλέξανδρος Ράπτης, Φώτης Δούσος), με την συμβολή του σημαντικού χορευτή και χορογράφου Tony Yap, είχε την ευκαιρία να απολαύσει (;) το κοινό της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης σε περιορισμένο αριθμό παραστάσεων. Η απόλαυση δεν τίθεται υπό ερώτηση λόγω της χαμηλής ποιοτικής στάθμης, αλλά κυρίως λόγω αυτής ακριβώς της στάθμης που ανεβαίνει κατακλυσμιαία και συγκινεί το κουνώ που επιθυμεί να χάσει άλλη μια φορά, να βιώσει ξανά την απώλεια, να «απολαύσει» το τραύμα.

Μαύρος ήλιος

Στο βιβλίο της Μαύρος ήλιος. Κατάθλιψη και μελαγχολία η Julia Kristeva αναλύει και συνδέει την κατανόηση του εαυτού με την ιδέα της απώλειας, μιας απώλειας χωρίς όνομα, χωρίς εξήγηση, χωρίς συνειδητότητα, χωρίς τα εργαλεία πρόσληψης του ώριμου εαυτού. Η απώλεια του μητρικού αντικειμένου, η αμφιθυμία για εκείνο που με προστατεύει και με περιορίζει, το Αντικείμενο και το Πράγμα που πέφτει πάντα σε έλλειψη και μπορεί να παρασύρει και τον εαυτό, όλοι εκείνοι οι «δύστροποι» θεωρητικοί όροι περιγράφουν την αποκοπή του εαυτού από την ανυπαρξία -γλυκιά ανυπαρξία, γλυκιά ένωση-, και την βίαιη είσοδο στον κόσμο. Αυτή η βίωση ταυτίζεται με τους αποχωρισμούς, του σημαντικού αλλού, της πρώτης γλώσσας, της πρώτης αγάπης, και ορίζεται από την προσπάθεια ενσωμάτωσης της έλλειψης.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μαύρο τετράγωνο

Αυτό που κεντρίζει το ενδιαφέρον και αποκαλύπτεται στον θεατή της παράστασης «Silence Speaks» είναι η απουσία του αντικειμένου της απώλειας. Το αντικείμενο που χάνεται δεν έχει σημασία ως ον -εξάλλου η απώλεια της ένωσης με το πρώτο, το μητρικό σώμα, έχει επέλθει από την γέννηση- αλλά η κατάσταση του «χάνω» και άρα «πέφτω, χάνομαι». Πριν την έναρξη της παράστασης, η μια εκ των πέντε χορευτών-performer και μάλιστα η τελευταία που θα σταθεί στο μαύρο τετράγωνο της απώλειας, στέκεται με την πλάτη στο κοινό, ανοίγοντας τον τοίχο της σύμβασης της θεατρικής πράξης και συνδέοντας την παράσταση με την επαναληπτικότητα και το συμβολικό παρόν της performance (αφού ο τοίχος ανοίγει, εγώ η/ο θεατής, διαφέρω και δεν διαφέρω από το σώμα του performer αλλά και από «θεατρικό εκθέτειν», τη σύνθεση θεάτρου και εικαστικού παραδείγματος που θα παρακολουθήσω). Με την είσοδο των υπολοίπων φανερώνεται ο συμβολικός χώρος κίνησης, γύρω από ένα μαύρο τετράγωνο που δημιουργούν τα φώτα του σκηνικού χώρου, ένα βάθρο στο οποίο θα μπουν και θα μυηθούν, ο καθένας ξεχωριστά, στο τραύμα. Εκείνος όμως που μυεί με την αμεσότερη έννοια, είναι ο Tony Yap -σαμάνος ή πνεύμα- που προχωρά στο μέρος τη σκηνής υπό τους ήχους του τελετουργικού ήχου και ακουμπά με την παρουσία του πάσχον σώμα. Εδώ, θα λέγαμε ότι σταματά το πρώτο μέρος της παράστασης, ο πρόλογος ή είσοδος για να ακολουθήσουν τα άλλα τρία, το επεισόδιο της οδύνης, έπειτα του πρωταρχικού τραύματος, και τέλος της κάθαρσης.

Ο σαμάνος- πνεύμα έχοντας την γνώση μυεί τους ανθρώπους στην trance έκσταση, την απελευθέρωση του σώματος από το συνειδητό, και μεταβαίνει, βιώνει. Οπως εχει δηλώσει ο Tony Yap η trance «είναι μια κατάσταση καταληψίας», την οποία χρησιμοποιεί η σαμανική θεραπευτική των φύλων της Νοτιοανατολικής Ασίας, για να θεραπεύσει, να μεταβιβάσει, να γνωρίσει το τραύμα. Εδώ, η γνώση μεταβαίνει σε όλους, όλοι περνούν από το στάδιο της trance, θα μπορούσαμε να πούμε ότι γίνονται οι ίδιοι μύστες και σαμάνοι, και στο τέλος μοιράζονται το βάρος του τραύματος απλώνοντας τα χέρια στον συμπάσχοντα άλλο.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αν η παράσταση έκλεινε εδώ θα είχαμε μια «εύκολη» θεατρική μύηση -απώλεια, οδύνη, κραυγή, μοίρασμα. Η σημαντικότερη και πιο «δύσκολη» αρετή της, ωστόσο, φαίνεται να είναι το τρίτο μέρος, το ταξίδι στην πρώτη, παιδική απώλεια, υπό τους ήχους του γέλιου των παιδιών που παίζουν. Διακόπτοντας τη θεατρική σύμβαση εμφανίζονται ως ενήλικες στα ρούχα των παιδιών, που γίνονται ένα σώμα και έπειτα, χωρίς προφανή αιτία, αποσπώνται, ο καθένας και η καθεμία βγαίνουν και στήνονται στο δοκό της απώλειας μόνοι/μόνες. Αυτό που έχω χάσει δεν το ξέρω ακριβώς, αλλά το έχασα για πάντα. Είναι αυτό που με ενώνει με τους άλλους και με/μας κάνει να το αγκαλιάσουμε/αγκαλιαστούμε.

Που χωρά η γλώσσα σε αυτόν τον βιωματικό, σωματικό κώδικα; Τα λίγα λόγια που ακούγονται είναι σε γλώσσα άγνωστη για το ελληνικό κοινό, επιτατική όμως της τελετουργικής πρόθεσης της παράστασης. Το μόνο που προβληματίζει είναι η πρόσκληση, το «έλα» που ακούγεται στο τέλος. Ίσως, όμως αν αρθρώσουμε την πρόσκληση, μπορέσουμε να πούμε «έλα» στην απώλεια, συμβολικά αλλά και προσωπικά.