Κριτική / «Στην Εθνική με τα μεγάλα» στο Θέατρο 104: ζωές σε καθεστώς απαλλοτρίωσης

Μια μάντρα ανταλλακτικών και σιδερικών στη μέση της Εθνικής, μια παράγκα για σπίτι –όλα αυτά υπό προθεσμία απαλλοτρίωσης πλέον, ένας πατέρας που μόλις έχει πεθάνει, μια μάνα που έχει εξαφανιστεί και δύο αδέλφια που μαζί με την υποψήφια αρραβωνιαστικιά του ενός, βρίσκονται έρμαια του τίποτα και του πουθενά.

Ο Μιχάλης Βιρβιδάκης γράφει ένα από τα πλέον αξιόλογα και ενδεικτικά έργα της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας καταθέτοντας μια βαθιά πολιτική αλληγορία της κοινωνίας και καταγράφοντας ταυτόχρονα την αρχέτυπη σχεδόν αναζήτηση του ανθρώπου για την πραγματική ταυτότητά του μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον του.

Στο έργο του Βιρβιδάκη δεν μπορείς να μην υποψιαστείς αντανακλάσεις και ψήγματα κορυφαίων δραματουργών: Ανακαλείς Σαμ Σέπαρντ στο σκηνικό περιβάλλον, Σάμιουελ Μπέκετ στο χτίσιμο των ηρώων (ακόμα και στα ονόματα Λάκης, Λόλης και Λέλα, με την παρήχηση του υγρού λ) , Χάρολντ Πίντερ στους αριστοτεχνικά ημιτελείς και κάποτε αινιγματικούς διαλόγους, όλα αυτά όχι ως πρόχειρη αντιγραφή αλλά ως καθρεφτίσματα τους σε μια σύγχρονη ελληνική ζοφερή πραγματικότητα.

Οι ήρωες του Βιρβιδάκη είναι κακομοίρηδες εκ γενετής, φτωχοδιάβολοι καταδικασμένοι στη μιζέρια που τους επιφύλαξε η ζωή, άνεργοι, ξεπεσμένοι, χωρίς μέλλον, με καμμιά προοπτική. Μέσα σε μια μέρα και με την έξωση από την τρώγλη που ζουν λόγω απαλλοτρίωσης προ των πυλών, ψάχνοντας για πολύτιμα οικογενειακά κειμήλια θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα παρελθόν που είναι πάντα παρόν. Θα σκαλίσουν μνήμες στα χώματα της αλάνας, θα ανασύρουν μέσα από τα σκουπίδια όλον τον οικογενειακό τους βίο, πικρό και βασανισμένο, θα μιλήσουν για έναν μεθύστακα πατέρα – τον πατέρα τους, που χτυπούσε «έως θανάτου» την τρυφερή μάνα τους, θα αφήσουν ανοιχτές τις πληγές τους, να τις φροντίσει ο ένας για τον άλλον και θα κατανοήσουν πως όλη αυτή η καταραμένη ζωή τους στη μεθόριο ενός τόπου και στο περιθώριο μιας κοινωνίας, αντέχεται μόνο με την ισχυροποίηση των δικών τους δεσμών. Δεν έχουν τίποτα, ούτε καν τα σκουπίδια της μάντρας πια, έχουν μόνο ο ένας τον άλλον. Και αυτή η πικρή συνειδητοποίηση, ότι η μπουλντόζα της απαλλοτρίωσης θα συμπαρασύρει τους ίδιους, τις ζωές τους και τα «βαθιά» θαμμένα μυστικά τους, είναι που θα τους δέσει ακόμα περισσότερο.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Σταύρος Ράγιας υπηρέτησε με απόλυτη συνέπεια το έργο και τους συμβολισμούς του, ποντάροντας εύστοχα τόσο στη σκληράδα όσο και στην τρυφερότητα του. Ισορρόπησε με ακρίβεια ανάμεσα σε αυτές τις δύο ανάμικτες ατμόσφαιρές του, φωτίζοντας τις δραματικές πτυχές με σαρκαστικό χιούμορ, καθοδηγώντας τους ηθοποιούς του στην ανάδειξη της τραγικότητας των ηρώων τους.

Δούλεψε σε ένα σκηνικό περιβάλλον που δημιούργησε ο Ανδρέας Γεωργιάδης, επεκτείνοντας τους συμβολισμούς και τοποθετώντας τους ήρωες μέσα σε κουφάρι θηρίου σε αποσύνθεση, που τους έχει καταπιεί και δεν υπάρχει διέξοδος διαφυγής, με το κρεβάτι-μνημείο να δεσπόζει στη σκηνή. Ο Απόστολος Τσατσάκος φώτισε με το ίδιο τους το σκοτάδι τους ήρωες ενώ o Κωνσταντίνος Παντζόγλου τους έντυσε με ήχους και μουσικές.

Ο Περικλής Ασημακόπουλος ερμηνεύει με ειλικρίνεια και αλήθεια τον Λάκη, έναν δύσκολο χαρακτήρα, που έχει έρθει από νωρίς αντιμέτωπος με τη σκληράδα της ζωής έχοντας γίνει και ο ίδιος σκληρός και κυνικός. Ο Λάκης του Πέτρου Ασημακόπουλου, αναδεικνύει την πολύ καλά κρυμμένη ευαισθησία του, σε μια ερμηνεία ανθρώπινων και γήινων αποχρώσεων .

Στον αντίποδα ο Λόλης, ο μάλλον αργός στην αντίληψη αδελφός, ο «χαζός» της οικογένειας, που πάντα υπήρξε αποπαίδι, που δεν γνώρισε χάδι και τρυφερότητα και τα αποζητά παντού, ρόλος θεωρητικά αβανταδόρικος που ωστόσο ο Βασίλης Λιάκος τον ανέπτυξε ρεαλιστικά και μετρημένα, χωρίς να καταφύγει στην παγίδα της υποκριτικής ευκολίας του ρόλου, αναδεικνύοντας την αφελή αθωότητα του ήρωα: ο Λέλος του Βασίλη Λιάκου μένει πάντα παιδί.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Νεφέλη Παπαδερού, ανάμεσά τους ως Λέλα, με ευφράδεια, αυθορμητισμό και ζωντάνια, προβάλλει τη στενότητα των προοπτικών της γυναίκας της επαρχίας, μιας ζωής επίσης καταδικασμένης με προδιαγεγραμμένη μοίρα. Δεν είναι μόνο η αφορμή να ξεδιπλωθεί η τραγικότητα, είναι και η ίδια μέρος του ίδιου γκρίζου τοπίου, ενσωματωμένη αυτή και η άγνοια της πλήρως σε αυτό.

Είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετεί ο Σταύρος Ράγιας. Τον είχαμε δει πέρσι σ΄εκείνη την πολύ όμορφη δράση του Φεστιβάλ Αθηνών, ξενάγηση –γνωριμία με την ιστορία του Εθνικού Κήπου, στην οποία μας «ψάρωνε» στην κυριολεξία, φέρνοντας μας στα όρια μας στο ρόλο του αγενούς και άξεστου θαμώνα του κήπου που ενοχλεί με το τρανζίστορ στη διαπασών, σε μια τυπική «ελληνική» στιγμή της καθημερινότητας. Και αν κατάφερε τότε να μας εξοργίσει σε έναν κήπο, φέτος μας οδηγεί στην Εθνική οδό της συγκίνησης μέσα από την δύσκολή αναμέτρησή του με ένα πολύ σπουδαίο και αιχμηρό κείμενο. Αναμέτρηση, που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως βρίσκεται σε πολύ καλό δρόμο.

Πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ