Κριτική: «Τα μάτια τέσσερα» σε σκηνοθεσία Γιώργου Πυρπασόπουλου

Κριτική για την παράσταση «Τα μάτια τέσσερα» σε σκηνοθεσία Γιώργου Πυρπασόπουλου στο Θέατρο Ιλίσια-Βολανάκης

Το έργο τού  Γιάννη Τσίρου «Τα μάτια τέσσερα» σκηνοθετεί ο Γιώργος Πυρπασόπουλος υπογράφοντας μία από τις πλέον δομημένες, θεματικά και οργανωτικά, παραστάσεις τής σύγχρονης ελληνικής θεατρικής πραγματικότητας.

Η πλοκή τού έργου συμβατικά αναλύεται στις εξής παραμέτρους: H δεσποινίς Άννα συλλαμβάνεται για μια μικροκλοπή, γεγονός το οποίο θα τη φέρει ενώπιον τού νόμου. Ο μόνος, σε πρώτο επίπεδο, που θα σπεύσει να τη βοηθήσει είναι ο παππούς της. Ωστόσο, όταν η κατηγορία ενισχύεται από την αντίσταση κατά της αρχής, τότε το ζήτημα περιπλέκεται. Είναι η στιγμή κατά την οποία ολόκληρος κρατικός μηχανισμός ενεργοποιείται προκειμένου να αντιμετωπίσει το υποκείμενο αυτού του «κακουργήματος».

Το αστυνομικό όργανο, άκαμπτο, εφαρμόζει το νόμο, ο νομοθέτης αποποιείται τις προσωπικές του σχέσεις με τον παραβάτη, ο δικαστής τηρεί τις δέουσες αποστάσεις. Ο μόνος που δείχνει ενδιαφέρον για την περίπτωση της νεαρής γυναίκας είναι ο δημοσιογράφος. Η τηλεοπτική κάλυψη των δεδομένων θα λειτουργήσει ως δίκοπο μαχαίρι για την κατηγορούμενη. Από τη μία πλευρά, ως πυλώνας δημοσιοποίησης της θέσης της και υπεράσπισής της, και από την άλλη πλευρά, εφαλτήριο μαζικής εκμηδένισης αυτής.  

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για να είμαστε ειλικρινείς, επρόκειτο για έργο καθηλωτικό. Τόσο οι ερμηνείες όσο και η σκηνοθετική άποψη λειτουργούν εναρμονισμένα με την ισορροπία μίας θεματικής εξαιρετικά δύσκολης στη διαχείρισή της. Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος μορφοποιεί το κείμενο του Γιάννη Τσίρου και δίνει εικόνα στον απάνθρωπο μηχανισμό που ισοπεδώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια στο όνομα της αναπαραγωγής τού θεσμικού πλαισίου των αθέατων πλευρών τής συλλογικής ζωής.

Το έργο θέτει πολλαπλά ερωτήματα: τί είναι «νόμος», ποια τα όριά τού και ποιος ο ρόλος των δρώντων υποκειμένων στο πλαίσιο της κρατικής υπερδομής, πώς ορίζεται η «δικαιοσύνη» και με ποιο τρόπο η ανθρώπινη υπόσταση μεταπλάθεται άνευ βουλήσεως από τα ίδια συστατικά τής πολιτισμικής πραγματικότητας. Ακριβώς σε αυτά τα ερωτήματα ο σκηνοθέτης δίνει απαντήσεις· απαντήσεις οι οποίες έχουν ορόσημο την κοινωνική διαστρωμάτωση και την απόσταση που χωρίζει τον πλούσιο από τον φτωχό πολίτη, τον πολίτη με οικονομική επιφάνεια από αυτόν με οικονομική αδυναμία ανταπόκρισης στις απαιτήσεις τού ανταγωνισμού στο πεδίο τής επιβίωσης. Κι όμως, είναι η σιωπή τού τελευταίου, η αδυναμία διατράνωσης της αντίθεσής του, η ανικανότητα συγκρότησης λόγου στον δημόσιο χώρο που επιτρέπει στους κυρίαρχους να διαποτίζονται από την αντίληψη της ανομίας ως προέκταση της θέσης τους στον καταμερισμό εργασίας τού συλλογικού προϊόντος.

«Αντιθέτως, τα αδικήματα των αδύναμων, αυτών των φτωχοδιάβολων που σέρνονται καθημερινά με χειροπέδες στα δικαστήρια, ξεχειλίζουν από δραματικές λεπτομέρειες» αναφέρει προλογίζοντας το βιβλίο με το έργο του ο συγγραφέας, θέλοντας να καταδείξει αυτήν ακριβώς την ανημπόρια των λιγότερο προνομιούχων να ξεφύγουν από ένα σύστημα που έχει καταδικάσει τη φτώχεια πριν περάσει το κατώφλι του δικαστηρίου», γράφει η Ιωάννα Σωτήρχου στο σχετικό αφιέρωμα τής Εφημερίδας των Συντακτών (17.10.2022). 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πράγματι, ο σκηνοθέτης δίνει έμφαση και επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην ερμηνεία των ρόλων (με κοινωνική απόκριση). Ρόλοι οι οποίοι, στο παράδειγμα τής νεαρής γυναίκας, αποδεικνύουν ότι η αντίσταση κατά τής Αρχής επιφέρει την ταύτιση και ομοιομορφία των εξουσιών στον χειρισμό και τις επιλογές έναντι του θύτη-κατηγορούμενου. Οι ρόλοι αποκτούν απρόσωπο χαρακτήρα, σχεδόν αφαιρετικό. Καθολικοποιείται η Αρχή, η κάθε Αρχή που νοηματοδοτείται από τον κρατικό χαρακτήρα των οργάνων απονομής τής δικαιοσύνης, έως ότου αποκαταστήσει την τάξη μέσα από την καταδίκη και τον παραδειγματισμό.

Μοναδικοί επί σκηνής οι ηθοποιοί Μαρία Κατσανδρή, Χρήστος Σαπουντζής, Πανάγος Ιωακείμ, Ναταλία Σουίφτ. Έχω την εντύπωση πως η διανομή των ρόλων όχι απλά επιβεβαίωσε τις προσδοκίες, αλλά τις υπερέβη. Συνολικά η κινησιολογία, η εκφραστική δυνατότητα, η ενσυναίσθηση των πρωταγωνιστών εξαναγκάζουν το κοινό στην προσήλωση. Είναι τέτοια η μεταδοτικότητα των επιλογών που κάθε ένας εξ αυτών (βλ. ηθοποιών) διαμορφώνει το δικό του, αυτόνομο, χώρο, δίχως να υπονομεύεται ούτε στιγμή η συνολική ομοιομορφία τής πλοκής.

Η εξελικτική της πορεία αποκαλύπτει διαρκώς το αθέατο πρόσωπο τής κοινωνική ζωής υπό κηδεμονία και είναι ενδεικτικό αυτής ακριβώς τής αντιστοιχίας με την εξωτερική πραγματικότητα που προσθέτει υπεραξία τόσο στο κείμενο όσο και στη σκηνοθεσία. Σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφονται από την Άννα Ζούλια και προσδίδουν διακριτό χρώμα από σκηνή σε σκηνή, ενώ οι φωτισμοί τής Σεμίνας Παπαλεξανδροπούλου δίνουν νότα έντασης και πολλαπλών κορυφώσεων. 

Εάν ο Άγγλος ιστορικός Edward Gibbon, επιβεβαιώνοντας τη φράση τού Σενέκα, υποστήριζε ότι «όλους, τους διάφορους τύπους λατρείας, που επικρατούσαν στο Ρωμαϊκό κόσμο, ο λαός τους θεωρούσε εξίσου αληθινούς. Οι φιλόσοφοι τους θεωρούσαν όλους εξίσου λάθος. Και οι ύπατοι, όλους εξίσου χρήσιμους», με τον ίδιο τρόπο ο χρόνος απέδειξε ότι η κοινωνική πραγματικότητα συντίθεται από τα συντρίμμια τής ατομικής εκμηδένισης και η εν λόγω παράσταση αποτελεί τομή στα καλλιτεχνικά πεπραγμένα, ακριβώς επειδή σε μία ψυχογραφική αναπαράσταση τού εξωτερικού περιβάλλοντος κόσμου σκηνοθετεί τη συλλογική ευθύνη έναντι τής παρακμής τής βούλησης για ζωή και ελευθερία. 

Μία παράσταση η οποία θα έπρεπε να διδάσκεται σε σχολεία και σχολές.

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.