Κριτική / «Talking Heads»: Ο καθένας μας θα μπορούσε να είναι ένα από τα πρόσωπα του έργου. Γυμνό και εκτεθειμένο…

Τι δουλειά έχουν ένας μεσήλικας που ακόμα ζει με την μητέρα του, η σύζυγος ενός καθολικού ιερέα και μια ξεχασμένη ηλικιωμένη που γράφει μανιωδώς επιστολές;

Το έργο «Talking Heads», του διάσημου θεατρικού συγγραφέα Άλαν Μπένετ, πρόκειται για μια σειρά δραματικών μονολόγων που παρουσιάστηκαν πρώτη φορά στο τηλεοπτικό δίκτυο BBC το 1988. Η ανταπόκριση του κοινού ήταν άμεση και έτσι τα κείμενα προσαρμόστηκαν για να ακουστούν στο ραδιόφωνο και φυσικά μεταφέρθηκαν στην θεατρική σκηνή κερδίζοντας μάλιστα το 1992 το βραβείο Laurence Olivier Award.

Στους μονολόγους ο Μπένετ μιλάει για ανθρώπους που δεν είναι ούτε ήρωες, ούτε ιδιαίτερα σημαντικοί, ίσως ούτε καν απαραίτητοι. Παίρνει ανθρώπους της διπλανής πόρτας και δεν επιδιώκει άφεση των αμαρτημάτων ή έστω, επίλυση των προβλημάτων τους, απλά τραβάει λίγο την κουρτίνα από τις ζωές τους και τους δίνει φωνή. Παρατηρώντας τους διακρίνεις πολλά κοινά σημεία. Και οι τρεις έχουν πρόβλημα να συναναστραφούν άλλους ανθρώπους. Έχουν μια δυσλειτουργική σχέση με το περιβάλλον και βέβαια, ο συγγραφέας δεν ξεφεύγει από κάποια εμμονικά, υποθέτω,  στερεότυπα, όπως η σχέση των ηρώων με την εκκλησία ως πηγή όλων των κακών.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο σκηνοθέτης της παράστασης, Βαγγέλης Παπαδάκης, επιλέγει τρεις (από τους δεκατρείς) μονολόγους, σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ, και δημιουργεί μια σπονδυλωτή ιστορία συρράφοντας τις στιγμές των Γκράχαμ, της Σούζαν και την Αιρήν. Τα ονόματα βέβαια δεν έχουν και τόση σημασία. Ο καθένας μας θα μπορούσε να είναι ένας από τους πρωταγωνιστές. Ο σκηνοθέτης χτίζει τους χαρακτήρες τόσο εύστοχα που αισθάνεσαι πως τους γνωρίζεις αυτούς τους ανθρώπους. Αν και οι ιστορίες τους είναι λυπημένες, αποδίδονται με απαλό χιούμορ και σαρκασμό ώστε να μην αφήνετε η θλίψη να επισκιάσει τα πρόσωπα. Πρωταγωνιστές εδώ δεν είναι τα γεγονότα, είναι οι άνθρωποι. Ποντάροντας στις λεπτομέρειες του κειμένου ο Βαγγέλης Παπαδάκης πηγαίνει το αφήγημα λίγο πιο πέρα. Και αυτή είναι η επιτυχία της παράστασης. Δεν υπάρχει καλό ή κακό, δίκαιο ή άδικο. Υπάρχουν ένα σωρό μικρές συναισθηματικές αποχρώσεις που σκηνοθετικά – μέσα από αυτές- η παράσταση βρίσκει τον δρόμο να ρίξει φως στα θέματα που διαπραγματεύεται το κείμενο του Μπένετ. Θέματα όπως η μοναξιά, ο συμβιβασμός, οι κοινωνικές επιταγές και πάνω από όλα οι ανολοκλήρωτες επιθυμίες. Μη φανταστείτε πως η σκιαγράφηση αυτών των μονολόγων στοχεύει στην εύρεση κρυφών χαρακτηριστικών και εγγενών ελαττωμάτων των ηρώων, με σκοπό την λύτρωσή τους. Όχι, ο δρόμος είναι ακόμα πιο δύσκολος. Πρέπει μόνα τους τα πρόσωπα να βρουν την αλήθεια και τα λάθη τους και μέσα από την συνειδητοποίηση να αποφασίσουν αν αντέχουν να αλλάξουν τις ζωές τους.

Το να ερμηνεύει ένας ηθοποιός έναν μονόλογο, πόσο μάλλον τρεις, εμπεριέχει τον ρίσκο να πέσει στην παγίδα της φλυαρίας και της επανάληψης. Αυτό που τόλμησε η εξαιρετική Πηνελόπη Σταυροπούλου, να ερμηνεύσει και τους τρεις χαρακτήρες του έργου και ειδικά με τέτοια επιτυχία είναι ένας δραματουργικός άθλος. Αρχικά, ως ομοφυλόφιλος Γκράχαμ που ευνουχίζεται από την δεσποτική μητέρα του, στην συνέχεια ως αλκοολική Σούζαν που εξαφανίζεται σε έναν κοινωνικό γάμο, για να ολοκληρώσει ως Άιρην που συνθλίβεται μέσα στην εγκατάλειψη και προσκολλάτε στις ζωές των άλλων. Κι όμως η Πηνελόπη Σταυροπούλου καταφέρνει να γίνει όλα τα πρόσωπα, να μπει μέσα στην αλήθεια τους και να τα τιμήσει. Χωρίς μούτες, γκριμάτσες ή επιτηδευμένες φωνούλες, μόνο με την καθαρή ερμηνεία της, χαϊδεύει αυτές τις ζωές και λίγο τις κλέβει. Τις κάνει τόσο δικές της που όταν την παρακολουθείς στα ενδιάμεσα των μονολόγων να μακιγιάρεται (πολύ έξυπνο σκηνοθετικό εύρημα) τότε συνειδητοποιείς πως δεν είναι παρά μια ηθοποιός που ερμηνεύει αυτές τις ζωές και μάλιστα… κρυωμένη, όπως μάθαμε αργότερα στα παρασκήνια, γιατί πάνω στην σκηνή δεν φάνηκε το παραμικρό.

Η εξέλιξη του έργου δεν τοποθετείται πάνω στην σκηνή. Το σκηνικό είναι το κοινό που ηδονοβλεπτικά παρακολουθεί ένα μαύρο πολυμορφικό κουτί, με εννέα ανοιγόμενα παράθυρα, όπου λαμβάνουν χώρα οι ιστορίες. Οι συμβολισμοί της Αλεξίας Θεοδωράκη είναι ο αόρατος ηθοποιός της παράστασης. Μέσα σε ένα κλειστοφοβικό, μίζερο μικρόκοσμο, σαν παράθυρα τηλεοπτικών προγραμμάτων, οι ζωές και επιθυμίες μας.

Εξαιρετικά κουστούμια που αποδίδουν όλο το retro Βρετανικό ύφος, καπελίνα, χτενίσματα που παραπέμπουν στην Ελισάβετ, ταπετσαρίες στους τοίχους, βικτωριανές πορσελάνες και φυσικά, πολύ τσάι. Σε κάθε μονόλογο άλλαζε μια λεπτομέρεια στον τοίχο. Φωτογραφίες, ο Εσταυρωμένος, κρεμάστρες. Όλα με κάθε λεπτομέρεια και φυσικά η μουσική της Σίσσυ Βλαχογιάννη που συνομιλούσε με τις παύσεις της πρωταγωνίστριας παρέα με τους φωτισμούς του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η παράσταση «Talking Heads» μπορεί να αποτελείται από τρεις διαφορετικές ιστορίες αγνώστων ανθρώπων, δοσμένοι ξεχωριστά τόσο σκηνοθετικά όσο και ερμηνευτικά, όμως υπήρχαν στιγμές που βρήκα κομμάτι του εαυτού μου συνωστισμένο σε κάθε έναν από τους μονολόγους  και είμαι σίγουρη πως θα τον βρείτε και εσείς.

Info: Παραστάσεις Παρασκευή 21:15, Σάββατο 18:30 και Κυριακή ώρα 18:30 στο Θέατρο 104. Περισσότερα εδώ.