Κριτική: «Το κουκλόσπιτο», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, στο Θέατρο Πορεία

Ο Δημήτρης Τάρλοου σκηνοθετεί Ίψεν, το «Κουκλόσπιτο», ενός εκ των σημαντικότερων έργων τού δημιουργού, η δημοσίευση του οποίου προκάλεσε αντιδράσεις, στα τέλη του 19ου αιώνα, με τον ρεαλισμό με τον οποίο αποδομούσε την αστική ηθική τής πατριαρχικής εξουσίας. Σκηνοθετεί με φόντο τον παρόντα χρόνο, με σκοπό να σμιλέψει το παρελθόν και τις αιτίες του με το «σήμερα», το εκάστοτε «σήμερα» και τις αντιστοιχίες του.

Η Νόρα, η πρωταγωνίστρια του δράματος, βιώνει εμπειρικά τη μετάθεση από την εξουσία τού πατρός στην εξουσία τού συζύγου, ούσα απούσα από την αυτογνωσία και τη συνείδηση της ταυτότητάς της. Οι επιθυμίες της ετεροπροσδιορίζονται, οι ανάγκες και οι εσωτερικές της αγωνίες καλύπτονται από τις μορφοποιήσεις που κάθε φορά δίνουν οι ανδρικές φιγούρες τής ζωής της· με την ίδια πάντα μετέωρη ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση των αιτιών που την ορίζουν. Δεν αρκούν παρά ελάχιστα εικοσιτετράωρα για να περάσει από το στάδιο της ανωριμότητας, στο οποίο άλλοι την είχαν υποβιβάσει, σε αυτό τής ωριμότητας, μέσα από τις αρνήσεις τού οποίου καλείται να λάβει αποφάσεις για την ίδια, διαμορφώνοντας τους όρους συγκρότησης της προσωπικότητάς της. 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σε ένα σκηνικό μεταφερμένο από την κλασική αισθητική τού τέλους τού 19ου αιώνα, με τον κεντρικό πίνακα του Φρανς Σνάιντερς να κοσμεί τον χώρο και δεξιά-αριστερά αυτού να σχηματίζονται βιτρίνες με εκθεσιακά φυτά, ενισχυμένου (του σκηνικού) από τις μελωδικές νότες τής Κρυσταλίας Θεοδώρου, η Λένα Παπαληγούρα, ως άλλη Νόρα, μεταπλάθει τη γυναικεία φύση, από το κορίτσι-παιχνίδι στα χέρια τού συζύγου, το οποίο επιζητά την αποδοχή και την αναγνώριση εκ μέρους του, ως νομιμοποίηση, στη γυναίκα σύμβολο ανεξαρτησίας και υποκειμενικότητας. Αυτή η διαδρομή, εν τέλει, καταλήγει ανεδαφική, υποκριτικά, για την ίδια. Η Λένα Παπαληγούρα, αδυνατεί να ισορροπήσει στα όρια ενός ρόλου με έντονες τις συναισθηματικές μεταπτώσεις. Για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τού ρόλου καταλήγει στην υπερβολή, γεγονός το οποίο προκαλεί ασυνείδητα μειονεκτήματα στις κινήσεις τού σώματος και τις εκφράσεις τού προσώπου. Δεν αρκεί η ενδυματολογική άποψη για να υπερκαλύψει το κενό που δημιουργείται μεταξύ υποκριτικής και αδυναμίας ανταπόκρισης. Η σκηνοθεσία, εξάλλου, δίνει έμφαση στην αντικειμενικοποίηση της Νόρας ως παιχνίδι τόσο τού πατρός, όσο και τού ανδρός-συζύγου, γεγονός το οποίο αποτυπώνεται στην ερωτογενή φύση αυτής της σχέσης. Ωστόσο, η Λένα Παπαληγούρα «χάνεται» στον παιδικό κόσμο τής φαντασίωσης και σε αυτόν τής ενήλικης συμπεριφοράς, ως ρόλου, πάνω στη σκηνή. 

Επιπροσθέτως, ο Τάρλοου, με την πρόθεση να αντικρίσει το έργο ως μια ιστορία τού σήμερα, υιοθετεί εκσυγχρονισμούς που δεν αρμόζουν ούτε στην αισθητική τού κειμένου, ούτε στη θεματική αναφορά αυτού. Αντίθετα, τόσο ορισμένες μουσικές επιλογές, όσο και γλωσσικές-λεκτικές χρήσεις οδηγούν σε ένα μείγμα αδιεξόδου ανάμεσα στο ιστορικό παρελθόν τού έργου και τις σύγχρονες απαιτήσεις του. Αυτού τού είδους οι «εκσυγχρονισμοί», υπονομεύουν τη δυναμική τής μορφής και τού ρεαλισμού, αποδίδοντας σε έτερους χώρους, στοιχεία μιας αντιθετικής εμφάνισης, σχεδόν επιφανειακής και άνευ σημασίας.  

Με την ηρωίδα να αποτελεί το κέντρο τής ιστορικής πλοκής, και με δεδομένη την αποτυχία τής ηθοποιού να αντικρίσει την απόσταση τού ρόλου από την πρώτη, παδική, εμφάνιση έως τη δυναμική και ανεξάρτητη γυναίκα, που υιοθετεί προσωπική στάση έναντι των γεγονότων, που αφορούν τη ζωή της, οι άλλοι ρόλοι δείχνουν, αν και ορθώς μελετημένοι, να υποσκελίζονται αμήχανα, ειδικά του ζευγαριού (Βίκυ Κατσίκα/Λίντε, Θανάσης Δόβρης/Κρόκσταντ), υπό το βάρος τής πρώτης. Διακρίνονται, ο Κώστας Βασαρδάνης ερμηνεύοντας τον ρόλο τού γιατρού και επιστήθιου φίλου, Ρανκ και ο Γιώργος Χριστοδούλου, στον ρόλο τού Τόρβαλντ, ο οποίος κινείται με αυτοπεποίθηση και αφηγηματική γνώση τής εποχής, με έμφαση στην ατομική-ανδρική υπόθεση ευθύνης έναντι των μελών τής οικογενείας και μια δυναμική κορύφωση στη σκηνή τής συζυγικής απουσίας. Ο Θανάσης Δόβρης είναι ένας λιγότερο επικίνδυνος Κρόκσταντ. Εξαιρετικά ουσιαστική η μορφή τής κωφής ηθοποιού Όλγας Δαλέκου, στον ρόλο τής υπηρέτριας.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Συνολικά, επρόκειτο για μία παράσταση η οποία διολισθαίνει από την αποτυχία τής κεντρικής ηρωίδας να ανταποκριθεί στα ευμετάβλητα πρότυπα τού ρόλου και τις μοντέρνες καινοτομίες τού σκηνοθέτη, που επιχείρησε να αναγνώσει την ιστορία με όρους μη συμβεβλημένους με το περιεχόμενο και την αξία τής θεματικής τού Ίψεν.

Info: Τετάρτη & Κυριακή 19:00, Πέμπτη & Παρασκευή 20:30, Σάββατο 18:00 & 21:00
Διάρκεια: 120 λεπτά, χωρίς διάλειμμα. Προπώληση στο viva.gr

Ακολουθήστε το tetragwno.gr στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης facebook, twitter και instragram για να ενημερώνεστε άμεσα για όλες τις πολιτιστικές ειδήσεις.