Κριτική / «Βρικόλακες» από τον Δημήτρη Καραντζά: Όλα και όλοι σε βιτρίνες

Πρωτεργάτης του Ευρωπαϊκού θεάτρου, θεμελιωτής του κριτικού ρεαλισμού, επηρεασμένος από τις σοσιαλιστικές ιδέες που αναπτύσσονται στην εποχή του και μέγας λάτρης της γυναικείας ψυχής, ο Ερρίκος Ίψεν γράφει το 1881 τους «Βρικόλακες», καταγράφοντας τις σαθρές υποδομές της αστικής τάξης και όλα τα παράγωγα και τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς και νοοτροπίας της: εξαγορές, συναλλαγές, ηθική κατάπτωση, ευτελισμός του θεσμού του γάμου, θρησκευτική υποκρισία, παζάρια συνειδήσεων, ευεργεσίες που ξεπλένουν αμαρτίες και κρίματα και μια νέα γενιά που πληρώνει το τίμημα για όλα αυτά. Αυτοί είναι και οι λόγοι που το συγκεκριμένο έργο του σε διάφορες χρονικές περιόδους, είχε απαγορευτεί.

Αυτό είναι το ιδεολογικό υπόβαθρο του σπουδαίου αυτού έργου του Νορβηγού δραματουργού και το υλικό που κλήθηκε να διαχειριστεί ο Δημήτρης Καραντζάς, που ας μου επιτραπεί, δεν τον θεωρώ πλέον νέο, αφού εδώ και χρόνια καταπιάνεται με σπουδαία έργα της παγκόσμιας δραματουργίας και έχει επιδείξει σε κάποια από αυτά θαυμάσια δείγματα δουλειάς (όπως η «ανδρική» Μήδεια του στο Φεστιβάλ Επιδαύρου ή ο «Γυάλινος κόσμος» του Τέννεσσι Ουίλιαμς που παίζεται παράλληλα αυτήν την περίοδο στο θέατρο Οδού Κεφαλληνίας)

Η κυρία Άλβιγκ είναι το κεντρικό πρόσωπο του έργου, η οποία αν και ερωτευμένη με τον πάστορα Μάντερς, παντρεύτηκε τον πλούσιο συνταγματάρχη και οικονομικό παράγοντα Άλβιγκ, ο οποίος διάγει έκλυτο βίο και αφήνει έγκυο την υπηρέτρια τους. Για να αποφύγει το σκάνδαλο, την παντρεύει με τον υποτακτικό του έναντι τιμήματος, ενώ η νόθα κόρη τους Ρεγγίνα γίνεται «ψυχοκόρη» στο σπίτι τους. Η κυρία Άλβιγκ κλείνει το μονάκριβο γιό της Όσβαλντ εσωτερικό σε σχολείο, ώστε να μην δέχεται την άσχημη επιρροή του πατέρα του και υπομένει σιωπηλά όλα τα δεινά του έγγαμου βίου της με τον συνταγματάρχη. Μετά τον θάνατό του, ετοιμάζεται ένα κοινωφελές ίδρυμα στη μνήμη του. Ο Όσβαλντ, ο οποίος είναι πλέον άρρωστος με κληρονομική ασθένεια του πατέρα του, επιστρέφει για τα εγκαίνια, ερωτεύεται την Ρεγγίνα και οι βρικόλακες ζωντανεύουν μέσα στο σπίτι, με ολέθρια αποτελέσματα.

Ο Δημήτρης Καραντζάς, έχοντας στη διάθεσή του πέντε θαυμάσιους ηθοποιούς, δημιούργησε μια παράσταση στρατιωτικά πειθαρχημένη και γεωμετρικά ισορροπημένη. Οι ηθοποιοί του, κινούνται πάνω στη σκηνή πραγματικά ως βρικόλακες,  με κινήσεις και βηματισμούς «προγραμματισμένους» και σχεδόν σταμπιλαρισμένους, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, με την επιμέλεια του Τάσου Καραχάλιου. Έχει επίσης στη διάθεσή του, ένα θαυμάσιο σκηνικό της Κλειούς Μπομπότη από βιτρίνες, με εξαιρετική σημειολογία για «τις βιτρίνες» της ζωής των ηρώων του έργου. Όλα  και όλοι σε τάξη, σε πλαίσια, κάδρα, τετράγωνα και ορθογώνια, εξόχως γωνιασμένα.

Αλλά, όσο και αν θαυμάζεις αυτήν την ισορροπία, την ευταξία και την ακρίβεια, στον απολογισμό της παράστασης συνειδητοποιείς ότι δυστυχώς όλη αυτή η αρμονία έχει αποδιώξει κάθε συναίσθημα, με αποτέλεσμα να χάνει την επικοινωνία της με το έργο και την ουσία του.

Οι ηθοποιοί εγκλωβισμένοι στη «ρομποτική» φόρμα, που τηρείται με θρησκευτική ευλάβεια, δεν  απελευθερώνουν τις ερμηνευτικές τους δεξιοτεχνίες, παραμένουν στα στενά πλαίσια της «βιτρίνας» που έχουν τοποθετηθεί και έχεις την εντύπωση ότι και οι ίδιοι ασφυκτιούν όχι ως ήρωες , -όπως άλλωστε θα έπρεπε-, αλλά ως ηθοποιοί.

Ο Ακύλλας Καραζήσης, σε κάποιες εξάρσεις του, καταφέρνει και απελευθερώνεται και αποδίδει εξαιρετικά τον πάστορα Μέντερς , η Ιωάννα Κολιοπούλου παραμένει μέχρι τέλους σε αυτό το μοτίβο χωρίς να έχει κανένα περιθώριο ανάπτυξης του χαρακτήρα της ηρωίδας της, ο ταλαντούχος Μιχάλης Σαράντης ερμηνεύει τον Όσβαλντ με επιδεικτική μονομέρεια, δυστυχώς στα όρια του αυτισμού. Ο Κώστας Μπερικόπουλος, μέσα στα νερά του, αποδίδει με κωμικό τρόπο τον λαϊκό και αυθάδη Έκστραντ, ενώ η πολύπειρη και σπουδαία Ρένη Πιττακή, προβάλλει σε πρώτο πλάνο την αξιοθαύμαστη εσωτερικότητα του παιξίματος της, στην προσπάθειά της να ξεπεράσει και να αποποιηθεί τα κλισέ της κινησιολογικής φόρμας. Εσωτερικότητα που άλλοτε έχει αποτέλεσμα και άλλοτε όχι, αν κρίνουμε την τελευταία σκηνή της με τον Όσβαλντ, που δυστυχώς δεν έφερε καμιά συγκίνηση.

Οι φωτισμοί-σκιασμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, σκοτεινοί σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, με εξαίρεση το εκτυφλωτικό (και σχεδόν κουραστικό) φινάλε, είναι πιστοί στην ατμόσφαιρα και το κλίμα της σκηνοθεσίας.

Ο Δημήτρης Καραντζάς, κρίνοντας και από το προπέρσινο ανέβασμα του, επίσης στο Θέατρο Τέχνης, «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» του Ίψεν  και αυτό, φαίνεται ότι ψάχνει να βρει διόδους επικοινωνίας με τα κλασσικά έργα, μέσα από σύγχρονους τρόπους και δρόμους. Δείχνει να τα καταφέρνει σε ό,τι αφορά τη δύναμη της εικόνας και της χειρουργικής σκηνικής ισορροπίας (ας θυμηθούμε την χορογραφημένη «μπαλετική» σκηνοθεσία του στους «Νεκρούς»), αφήνοντας όμως σε δεύτερη μοίρα τόσο το πολιτικό/πολιτιστικό υπόβαθρο και βάρος των έργων, όσο και των συναισθημάτων και συγκινήσεων που (πρέπει να) γεννά το θέατρο. Και αυτό κοστίζει στην επικοινωνία των παραστάσεων του με το κοινό.

Πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ